Σάββατο 23 Μαΐου 2020

Νέος Κορωνοϊός SARS-CoV-2 (COVID-19): Μέθοδοι διάγνωσης και ανάπτυξη ανοσίας


Τα πλέον κλινικά επικυρωμένα και δοκιμασμένα τεστ (CE-IVD) για τη νόσο COVID-19 σήμερα είναι εκείνα που ανιχνεύουν άμεσα και ποσοτικοποιούν το ιικό RNA. 
Η ανίχνευση ιικού RNA αποτελεί ένδειξη για τρέχουσα λοίμωξη και υποδηλώνει μολυσματικότητα και κίνδυνο μετάδοσης σε άλλους. Εντούτοις, η παρουσία ιικού RNA σε ένα άτομο, ιδιαίτερα σε προχωρημένο στάδιο της νόσου, μπορεί να αντιπροσωπεύει υπολείμματα ιικού RNA σε ένα άτομο και όχι βιώσιμα ιικά σωματίδια, ικανά να μεταδώσουν τη νόσο. 
Χρειάζονται μελέτες παρακολούθησης της δυναμικής του ιικού RNA σε μολυσμένα άτομα, σε διάφορα βιολογικά υγρά και ανατομικές περιοχές και σύγκριση αυτών με τον κίνδυνο μετάδοσης της νόσου προκειμένου να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα.
Τα παραπάνω μας επισημαίνει ο Μοριακός Βιολόγος – Γενετιστής Παντελής Κωνσταντουλάκης,  PhD,  Επιστημονικός Διευθυντής Genotypos Science Labs ΙΑΕ και προσθέτει ότι: «Η παρουσία αντισωμάτων έναντι ενός μολυσματικού παράγοντα αποτελεί πολύτιμη ένδειξη μιας παρελθούσας λοίμωξης σε επιδημιολογικές πληθυσμιακές μελέτες κι επιτρέπουν αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας διαφόρων πολιτικών παρεμβάσεων πρόληψης της εξάπλωσης τους νόσου. 
Τα αντισώματα επίσης δείχνουν τα επίπεδα ανοσίας έναντι του μολυσματικού παράγοντα, όμως, στην περίπτωση του SARS-CoV-2 δεν είναι ακόμα γνωστό κατά πόσο η παρουσία αντισωμάτων αποτελεί ένδειξη προστασίας από τη νόσο».
Σημειώνεται ότι το Genotypos Science Labs ΙΑΕ (www.genotypos.gr) είναι το πρώτο και μοναδικό μέχρι σήμερα εργαστήριο στην Ελλάδα που διαπιστεύθηκε από το Εθνικό Συμβούλιο Διαπίστευσης για τη Μοριακή Ανίχνευση του Κορωνοϊού.
Έχοντας ήδη εκτελέσει περισσότερες από 10.000 εξετάσεις Μοριακής Ανίχνευσης του νέου Κορωνοϊού (SARS-CoV-2), που προκαλεί το σύνδρομο COVID-19, και μετά από εκτεταμένο έλεγχο εξωτερικής και εσωτερικής ποιότητας της διαδικασίας, ολοκλήρωσε με επιτυχία την διαπίστευση της εφαρμοζόμενης CE-IVD τεχνικής σύμφωνα με τις απαιτήσεις του διεθνούς ISO-15189 (ΕΣΥΔ) για διαγνωστικές δοκιμασίες.

«Είναι πολύ σημαντικό να σημειώσουμε εδώ», προσθέτει ο κ. Κωνσταντουλάκης,  «την υπάρχουσα απάντηση του ανοσιακού συστήματος του ανθρώπου στους τέσσερις εποχιακούς κορωνοϊούς (hCoV-OC43, hCoV-229E, hCoV-HKU1 και hCoVNL63) έναντι των οποίων, σχεδόν όλοι μας μέχρι να ενηλικιωθούμε, διαθέτουμε αντισώματα. Παρά το γεγονός ότι έχουμε αντισώματα όμως, πολλοί από εμάς “κρυολογούμε” και εκδηλώνουμε συμπτώματα κάθε χειμώνα από τους ιούς αυτούς. 
Το πώς και γιατί συμβαίνει αυτό είναι άγνωστο, όπως άγνωστο είναι το τι ακριβώς αναγνωρίζουν τα αντισώματα αυτά στους κορωνοϊούς, το γιατί δεν μας προστατεύουν τα φυσικά αυτά αντισώματα, ο τρόπος με τον οποίο τρόπο αλλάζουν (μεταλλάσσονται) κάθε χρόνο οι κορωνοϊοί και ο λόγος για τον οποίο τους συναντάμε το χειμώνα και όχι το καλοκαίρι.
Απαραίτητη, λοιπόν, είναι κατ’ αρχάς η καθιέρωση προτύπων μεθόδων με υψηλή ευαισθησία και ειδικότητα που θα γίνουν αποδεκτές και θα εφαρμοστούν σε όλα τα εργαστήρια, ώστε να μπορέσουμε να παρακολουθήσουμε την πραγματική έκθεση στον SARS-CoV-2 και δυνητικά την ανοσία σε αυτόν, ενώ προς επίλυση και κατανόηση είναι το γεγονός της ταυτόχρονης παρουσίας RNA και αντισωμάτων σε ασθενείς με MERS ή SARS-CoV-2 και η σημασία αυτού για την εξέλιξη της νόσου» καταλήγει ο ειδικός.
Αναπάντητα ερωτήματα
Υπάρχουν αρκετά σημαντικά αναπάντητα ερωτήματα, κάποια από τα οποία διερευνώνται από την επιστημονική κοινότητα:
• Θα ήταν πολύ χρήσιμο να έχουμε ένα τεστ, το οποίο αναγνωρίζει μολυσμένα άτομα προτού παρουσιάσουν συμπτώματα και προτού αρχίζουν να σκορπούν και να μεταδίδουν τον ιό σε άλλους. Μια πολλά υποσχόμενη προσέγγιση είναι η αναγνώριση γονιδίων του ανθρώπου-ξενιστή τα οποία εκφράζονται πολύ νωρίς στη διαδικασία της μόλυνσης με ειδικότητα για το συγκεκριμένο τύπο ιού.
• Μια αναλυτική χαρτογράφηση της ειδικότητας των αντισωμάτων κατά τη διάρκεια της μόλυνσης από τον SARS-CoV-2, δηλαδή ένας έλεγχος της αντιδραστικότητας και λειτουργίας των αντισωμάτων, θα βοηθούσε πολύ να καταλάβουμε την ποικιλομορφία στην έκβαση της λοίμωξης μεταξύ των ανθρώπων, να γίνει καλύτερη διαστρωμάτωση του κινδύνου, να προβλέψουμε τη σχέση μεταξύ της ύπαρξης αντισωμάτων και της έκβασης της νόσου και να αναγνωρίσουμε τα ιδανικά αντιγόνα για την παρασκευή εμβολίου. 
• Πολύ σημαντικό είναι να γίνουν ολοκληρωμένες μελέτες μεγάλης διάρκειας ώστε να διαπιστωθεί η σχέση μεταξύ των διαφορετικών τύπων ειδικών αντισωμάτων στον SARS-CoV-2  και της πιθανότητας ένα άτομο να νοσήσει ξανά. Ο κύριος στόχος είναι η αναγνώριση αντισωμάτων τα οποία εξουδετερώνουν και αναστέλλουν την ιική λοίμωξη, καθώς και η διαπίστωση της συγκέντρωσης του αντισώματος (τίτλου) που χρειάζεται για προστασία.
• Τέλος, υπάρχει μεγάλη ανάγκη όχι μόνο για γρήγορη διάγνωση, αλλά επίσης για την ανάπτυξη ιδιαίτερα ευαίσθητων και ειδικών εξετάσεων που θα μπορούν να χαρακτηρίσουν ολόκληρο το γονιδίωμα του ιού, συμπεριλαμβανομένων πιθανών μεταλλάξεων, ώστε να μπορέσουμε να παρακολουθήσουμε την εξάπλωση  και εξέλιξη του ιού με την πάροδο του χρόνου. Σκοπός αυτής της παρακολούθησης και καταγραφής παγκοσμίως της εξέλιξης του ιού είναι τελικά η δυνατότητα ανάπτυξης εμβολίων τα οποία θα διαθέτουν δυναμικότητα έναντι όλων των πιθανών παραλλαγών του ιού ώστε να σταματήσει σύντομα η εξάπλωση αυτού του θανατηφόρου ιού.