ρυάκι που μουρμουρίζει.
Κι αν τυχόν κάπου ανάμεσα
στους γαλάζιους διαδρόμους
συναντήσω αγγέλους, θα τους
μιλήσω ελληνικά, επειδή
δεν ξέρουνε γλώσσες. Μιλάνε
μεταξύ τους με μουσική.
Μετά από χρόνια καταδέχτηκε και έστειλε προξενήτρες ένα σωρό, να συμπεθερέψει με τη θεία Ανθή. Γούρλωσε το μάτι της για το Γιώργο. Και έγινε το απίστευτο:
«Ανθή, μεγάλ’ οικογένεια. Μιλάμε για το μεγαλύτερο τζάκι στο Γαλάτσι.», ηταν τα λόγια της προξενήτρας. Και η απάντηση: «Ου, πάνε τώρα τα τζάκια. Βγήκαν ηλεκτρικές κουζίνες». Αυτά της είπε η θεια Ανθή, και η προξενήτρα ζαβριάκιασε κι έκοψε λάσπ’. Τη ρούμπωσε, γιατί μπορούσε. Της έδινε τη δυνατότητα αυτή η γλώσσα.
ελάχιστοι ξέρουν την γλώσσα μας,
μένουμε αδικαίωτοι κι αχειροκρότητοι
σ’ αυτή τη μακρινή γωνιά,
όμως αντισταθμίζει που γράφουμε Ελληνικά.
Μίλησε με λόγια σοφά ο Σεφέρης για το γλωσσικό μας πρόβλημα. Μίλησαν κι άλλοι για την αθρόα εισβολή και άκριτη αποδοχή ξένων λέξεων που «τραυματίζουν και παραμορφώνουν το φωνητικό και κλιτικό σύστημα της γλώσσας, αφού δεν γίνεται καμιά προσπάθεια να ενταχθούν οργανικά σ’ αυτή». Τα Ταξιά, οι σιντιέρες κλπ. «... όλα γίνουνται στην Ελλάδα σα να μας κινεί ένα θανάσιμο μίσος για τη λαλιά μας. Το κακό είναι τόσο μεγάλο, που μόνο σαν ένα φαινόμενο ομαδικής ψυχοπάθειας θα μπορούσε κανείς να το εξηγήσει. Ίσως, ποιος ξέρει, οι "απωθήσεις" που προκάλεσε μια δασκαλοκρατία πολλών αιώνων έπρεπε να καταλήξουν στις σημερινές μας νευρώσεις. Στα χρόνια μας, πρέπει να μην το ξεχνάμε, το ζήτημα δεν είναι πια αν θα γράφουμε καθαρεύουσα ή δημοτική. Το τραγικό ζήτημα είναι αν θα γράφουμε, ή όχι, ελληνικά· αν θα γράφουμε ελληνικά ή ένα οποιοδήποτε ελληνόμορφο εσπεράντο. Δυστυχώς όλα γίνουνται σα να προτιμούμε το εσπεράντο· σα να θέλουμε να ξεκάνουμε με όλα τα μέσα τη γλώσσα μας» (Δοκιμές Α, 321-2). Αυτά γράφει ο Σεφέρης το 1946.
Το τραγικότερο όλων είναι ότι και η γλώσσα μπαίνει στον Προκρούστη της πολιτικής εξυπηρέτησης. Και κόβουμε από εδώ, ράβουμε από εκεί και στο τέλος βγάζουμε ένα ξενοραμμένο τσαντελωβράκι με πολλαπλά μπαλώματα. Ένα γλωσσικό εξάμβλωμα, αρκεί να υπηρετεί την πολιτική μας.
Παραδείγματα πολλά. Άλλο ο αεράτος πολιτικός που κάθε πρωί κάθεται στο χαζοκούτ’ και τσαμπουνάει, τσαμπουνάει και σταματημό δεν έχει, και άλλο το αερικό, δηλαδή το κακό πνεύμα του αέρα-οι νεράιδες ήταν τα αερικά- που στροβίλιζαν την άνεμο, δημιουργούσαν ανεμοστρόβιλο και άρπαζαν τον άνθρωπο που, για να γλιτώσει έπρεπε να πέσει καταγής και να γατζωθεί από κορμό δέντρου ή «ριζιμιό» λιθάρι, και αν είχε να χώσει στο έδαφος μαυρομάνικο μαχαίρι.
Και τα μαχαίρια τα χώσαμε και τα παραχώσαμε και ριζιμιό λιθάρι δεν βρίσκουν πουθενά τα παιδιά μας και φεύγουν στα ξένα και κορμό δέντρο δεν βρήκαμε να ακουμπήσουμε, να οραματιστούμε, να απελευθερωθούμε.
Αεράτος και αερικό έχουν την ίδια ρίζα, δεν ταυτίζονται όμως νοηματικά… Για να μη μιλήσουμε και για αερισμό, αέρια κλπ.
Είναι άλλο να μιλάμε για απόλυση και άλλο για κινητικότητα.
Κινητικότητα είναι Κυριάκειος εφεύρεση.
Για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους (το έγραψε, το έγραψε ο Θουκυδίδης) αλλάζουν ακόμα και τη σημασία των λέξεων. Έτσι, η απόλυση ονομάστηκε κινητικότητα, το ξεκλήρισμα οικογενειών βαφτίστηκε μεταρρύθμιση, την ανεργία την είπαν αναδιάρθρωση των παραγωγικών δυνάμεων, το χαράτσι, βοήθημα αλληλεγγύης, η αύξηση στη ΔΕΗ, τέλος για την πράσινη ανάπτυξη και πράσινα άλογα. Μας δίνει τη δυνατότητα η πλούσια ελληνική γλώσσα, να κάνουμε ό,τι θέλουμε, δικό μας άλλωστε είναι και το πεπόνι και το καρπούζι κι όπως θέλουμε το κόβουμε. Και πάει λέγοντας…
Κι από πάνω, να οι τεμπέληδες, να οι επίορκοι, να οι παρανόμως διορισθέντες από την αφεντιά τους, να το ανεύθυνο και ακαταδίωκτο, να η κομματική πελατεία, να η «επανακίνηση» της οικονομίας και το άκαμπτο ηθικό φρόνημα.
Να η κατακρεούργηση της γλώσσας μας στο βωμό της υλοποίησης των πολιτικών μας επιδιώξεων. Και δόστου έννοιες με φορτισμένη νοηματική και συναισθηματική ενάργεια, όπως χρεοκοπία, απλήρωτες συντάξεις, χωρίς πετρέλαιο κλπ, κλπ. , για να ενισχύουμε τον φόβο και να «κάνουμε τη δουλίτσα μας καλά».
Είχαμε: «μνημόνιο ή χρεοκοπία». Πίσω απ’ αυτό τα μέτρα για μειώσεις μισθών και συντάξεων.
Είχαμε: «μεσοπρόθεσμο ή τανκς». Πίσω απ’ αυτό τα χαράτσια, η φορολεηλασία.
Είχαμε: το σίριαλ της «έκτης, έβδομης… δόσης» υπό τον... εμπνευσμένο τίτλο: «Ευρώ ή καταστροφή».
Είχαμε: «PSI ή θάνατος»!
Είχαμε….
κι ἀναπαμὸ ποτὲ ἡ καρδιὰ δὲ βρίσκει………
Μας δίνει τη δυνατότητα η πλούσια, ζωντανή και παιχνιδιάρα ελληνική γλώσσα.
Με δυο λόγια «…όλα γίνονται στην Ελλάδα σα να μας κινεί ένα θανάσιμο μίσος για τη λαλιά μας. Το κακό είναι τόσο μεγάλο, που μόνο σαν φαινόμενο ομαδικής ψυχοπάθειας θα μπορούσε κανείς να το εξηγήσει». (Γ. Σεφέρης)
Πού να ξαδειάσει κάποιος να προσπαθήσει να ψυχοθεραπευτεί… Μας ψυχοθεραπεύουν ούτοι καταλλήλως…
Καλό είναι να τα ξεχωρίσουμε όλα αυτά. Πρώτα όμως πρέπει να ακονίσουμε την κρίση μας για να καταλαβαίνουμε τα Κυριάκεια γλωσσικά κατασκευάσματα.
Για παράδειγμα και ο σκάρος το θεόπνευστο αυτό ηπειρώτικο μουσικό δημιούργημα, που ακούγοντάς το βρίσκεσαι σε μιαν ηχητική πανδαισία, ηρεμείς, θαραπαύεται το αυτάκι σου, είναι άλλο απ’ ό,τι είναι ο σκάπος που παρέχει υπαρξιακή πανδαισία, έναγκαλισμό με τ’ άστρα, θεία αισθησιακή ηρεμία…
Μας το στέρησαν… Ποιοι; Οι εφευρέτες της κινητικότητας, της μεταρρύθμισης και της απορρύθμισης… Πού όρεξη για τέτοια πράγματα…
Παρεμβάλλεται ο Στουρνάρας…
Και κατόπιν όλων αυτών κλίνουμε το ρήμα εγώ πίπτω, εσύ πίπτεις, αυτός πίπτει… Κόλλησε η βελόνα στο γ΄ πρόσωπο!!!
Δε βοηθάει σ’ αυτό η γλώσσα…