Είμαστε ένα βήμα, ένα χρόνο πριν να φτάσουμε στα 100 χρόνια από την απελευθέρωση της πόλης μας.
Νιώθω ιδιαίτερη χαρά αλλά και ευθύνη για την τιμή που μου γίνεται, μια και είναι η πρώτη εορταστική εκδήλωση που οργανώνεται από τον καποδιστριακό πλέον δήμο. Ακόμη, η τιμή και η ευθύνη αυξάνονται από το γεγονός ότι το χορό των πανηγυρικών ξεκίνησε το 1913 μια πολύ σπουδαία προσωπικότητα της εκπαιδευτικής ιστορίας αλλά και γενικότερα της τοπικής μας ιστορίας , ο Χρήστος Κοντός, φιλόλογος τότε και αργότερα γυμνασιάρχης στο εδώ γυμνάσιο(Καράμπελας,97). Ανήκει σ' εκείνες τις σεπτές μορφές που πάντα χρειαζόμαστε, ιδιαίτερα στους δύσκολους καιρούς που διανύουμε έχουμε ανάγκη από ανθρώπους που ενσάρκωσαν, έδωσαν νόημα στο αξίωμα «καλός καγαθός» του αρχαιοελληνικού πολιτισμού.
Τα τελευταία είκοσι χρόνια δεν είχα την ευκαιρία να βρίσκομαι αυτές τις ημέρες στην πόλη. Ωστόσο, με συνόδευαν οι γυμνασιακές μου μνήμες, η συμμετοχή δηλαδή με το γυμνάσιο στην τελετή που γινόταν στον Άη Γιάννη, στα υψώματα της Νικόπολης εκεί που έπεσε η αυλαία των στρατιωτικών επιχειρήσεων στις 20 Οκτωβρίου 1912. Εμείς, δηλαδή η εκπαιδευτική μας κοινότητα, δεν κάναμε τίποτε άλλο από το να βαδίσουμε στα ίχνη ενός άλλου σημαντικού πρεβεζάνου εκπαιδευτικού, του διευθυντή εκείνη την εποχή του ημιγυμνασίου της πόλης που στεγαζόταν στο ξενοδοχείο του Πατίκου, του Ευκλείδη Τσακαλώτου(Καράμπελας,97). «Εγώ τότε(1913) πήρα του μαθητές του ημιγυμνασίου και με τα πόδια, κρατώντας στεφάνους και την σημαία επήγαμε στην Νικόπολη, στον Αϊ-Γιάννη.
Εκεί καταθέσαμε τους στεφάνους εις μνήμην των πεσόντων Ελευθερωτών και επεστρέψαμε πάλι με τα πόδια στην Πρέβεζα».
Ως εκπαιδευτικός, επιτρέψτε μου, με την ευκαιρία, να αφιερώσω την αποψινή μου ομιλία, σ' αυτούς τους δυο σπουδαίους πρεβεζάνους εκπαιδευτικούς αλλά και μέσω αυτών σ' όλους εκείνους τους συναδέλφους που φώτισαν τα βήματα-και τα δικά μου- της πρεβεζάνικης νεολαίας όλα αυτά τα ενενήντα εννιά(99) χρόνια.
Κάθε γιορτή είναι ασφαλώς ευκαιρία να αποδοθούν τιμές στους πρωταγωνιστές. Κυρίως όμως είναι ένας τρόπος να θυμηθούν οι νεώτεροι, να φρεσκάρουν τη συλλογική τους μνήμη, να ανανεώσουν την τοπική τους ταυτότητα, να την εκσυγχρονίσουν προσαρμόζοντάς την στο παρόν αλλά και τις ανάγκες του μέλλοντος. Ταυτόχρονα είναι ένας τρόπος να αποκατασταθεί η επικοινωνία με το παρελθόν, χωρίς το οποίο καμιά κοινωνία δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια της. Στις μέρες μας έχουμε μεγαλύτερη ανάγκη να στρέψουμε τη μνήμη μας στο παρελθόν. Δεν πρόκειται για στρουθοκαμηλισμό, για κίνηση δηλαδή που στοχεύει να κλείσουμε τα μάτια μπρος στην οδυνηρή πραγματικότητα αλλά για μια αναγκαία προϋπόθεση ώστε να διαβάσουμε την ιστορία πιο ώριμα για να βγούμε νικητές από το τέλμα του παρόντος και να σχεδιάσουμε το μέλλον. Όλα αυτά ακούγονται, θα σημείωνε κάποιος καλοπροαίρετος, ωραία αλλά πρόκειται για κουβέντες που ταιριάζουν σε πανηγυρικούς. Το ξέρω. Πλέον όλοι μας ακούμε με καχυποψία τα λόγια. Όμως, αυτό δε σημαίνει πως πρέπει να ρίξουμε στη λησμονιά, στον κάδο του ιστορικού περιθωρίου τα «εικονίσματα» της τοπικής μας ιστορίας. Είναι λοιπόν η ομιλία μου ένα κερί στη μνήμη, μια οφειλόμενη τιμή στους συμπατριώτες που πότισαν με αίμα και ιδρώτα αυτό τον τόπο. Ακόμη, είναι μια προσπάθεια να παραθέσω τη δική μου οπτική , τον δικό μου τρόπο ανάγνωσης της ιστορίας στηριζόμενος στο αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι κάθε εποχή διαβάζει και χρησιμοποιεί με τον δικό της τρόπο τα ιστορικά γεγονότα. Ακόμη, η ομιλία τρέφει την ελπίδα ότι μπορεί κάποια από όσα θα ειπωθούν μπορούν να αποτελέσουν αφετηρία για να προβληματιστούμε και να συζητήσουμε για τις δικές μας ευθύνες απέναντι στο μέλλον της ιστορίας του τόπου μας.
Το 1912 είναι μια σημαντική χρονιά. Είναι η τελευταία φάση ανάπτυξης της Μεγάλης Ιδέας πριν αυτή βουλιάξει στη θάλασσα της Σμύρνης το 1922 μέσα σε σκοτωμούς, οιμωγές, κραυγές, πόνο και αίμα αλλά και κατάρες για τα συντρίμμια ενός μακραίωνα πολιτισμού. Στις 30 Σεπτεμβρίου 1912 τα Βαλκανικά κράτη(Βουλγαρία, Ελλάδα, Μαυροβούνιο και Σερβία) συμμάχησαν αποστέλλοντας τελεσίγραφο στην Τουρκία για σεβασμό της αυτονομίας των εθνικών μειονοτήτων τους, που ζούσαν στο έδαφός της. Η Τουρκία απέρριψε το αίτημα κι έτσι μια βδομάδα μετά (9 Οκτωβρίου) τα δύο μέρη βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση. Η απελευθέρωση της Πρέβεζας γίνεται περίπου δυο βδομάδες μετά.
Αυτό που μπορεί κάποιος να παρατηρήσει στα γεγονότα που έλαβαν χώρα είναι η παρουσία μιας ισχυρής εθνικής πολιτικής ηγεσίας που έχει τη δυνατότητα να διαβάζει το ευρωπαϊκό περιβάλλον, τους πολιτικούς συσχετισμούς αλλά και να τους αξιοποιεί ενισχύοντας τη θέση της χώρας στην πολιτική σκακιέρα όπως αποδεικνύεται από την εδαφική επέκταση της ελληνικής επικράτειας στις επονομασθείσες νέες χώρες(Ήπειρος, Μακεδονία). Είναι ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ένας οξυδερκής πολιτικός που είχε την ικανότητα να διαβλέπει το μέλλον. Είναι αυτός που δεν έπεσε στην παγίδα των Τούρκων οι οποίοι του πρότειναν να αποσύρει την Ελλάδα από τη Βαλκανική συμμαχία με αντάλλαγμα την Κρήτη.
Το κλίμα που έχει διαμορφωθεί στην διπλωματική σκηνή, ευνοϊκό για την Ελλάδα, εκτός των άλλων οφείλεται και στο επαναστατικό κίνημα του 1909 που έκλεισε τον κύκλο της εσωστρέφειας και της πολιτικής και εθνικής κρίσης επισημαίνοντας την ανάγκη να ανοίξει μια νέα σελίδα. Αυτή η προοπτική ενσαρκώθηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο που αναπτέρωσε το ηθικό του ελληνικού λαού ενώ ταυτόχρονα αξιοποίησε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις πολιτικές ισορροπίες στην Ευρώπη. Επιμένω στην αλλαγή του κλίματος και της ψυχολογίας γιατί χωρίς ηγέτες εμπνευσμένους και χωρίς ανάταση ψυχική και πίστη τόσο στους ηγέτες όσο και στους στόχους δεν μπορεί να κατακτηθούν οι στόχοι, όποιοι κι αν είναι αυτοί.
Ένα τρίτο σημείο που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας αφορά την κατάσταση στα υπολείμματα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η οποία είχε συρρικνωθεί αρκετά ενώ έπνεε τα λοίσθια μετά και την Επανάσταση των Νεοτούρκων το 1908.
Μετά λοιπόν το τελεσίγραφο των βαλκανικών κρατών αρχίζουν οι ετοιμασίες για τον πόλεμο. Έτσι, οι κινήσεις τακτικής και διαμόρφωσης ευμενών συνθηκών για την τελική επίθεση και απελευθέρωση της Πρέβεζας ξεκίνησαν στις αρχές Οκτωβρίου, πριν από την έναρξη του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου. Σ' αυτήν την κατεύθυνση ήταν πολύτιμη η συνεισφορά του πολεμικού ναυτικού. Με την ευκαιρία οφείλω να εξάρω τη συστηματική προσέγγιση και ανάδειξη του θέματος από τον Νίκο Καράμπελα στο βιβλίο του «Η απελευθέρωση της Πρέβεζας 21 Οκτωβρίου 1912», εκδομένο το 1992.
Κατά κανόνα, τα ονόματα που ταυτίζονται με την απελευθέρωση της πόλης μας είναι ο στρατηγός Σαπουντζάκης ως διοικητής του στρατού της Ηπείρου, οι ταγματάρχες Σπηλιάδης και Δούλης που ήταν επικεφαλής των μάχιμων στρατιωτικών τμημάτων, ιδίως ο δεύτερος, αλλά και ο αρχηχός του σώματος των Κρητών οπλαρχηγός Μάνος. Όλοι αυτοί έχουν τιμηθεί με οδούς αλλά και κάθε φορά γίνεται αναφορά στα ονόματά τους. Ωστόσο, δεν έχει αποδοθεί η δέουσα τιμή στον πλοίαρχο Ιωάννη Δαμιανό, διοικητή της μοίρας του Αμβρακικού, πρωτίστως όμως στον υποπλοίαρχο Νικόλαο Μακά, διοικητή των δύο κανονιοφόρων που κατάφεραν να διεισδύσουν στον Αμβρακικό κόλπο τις πρώτες ώρες της 4ης Οκτωβρίου 1912. «Ο είσπλους ημών εν τω Αμβρακικώ κόλπω, ως και τα μέτρα άτινα εν αυτώ ελάβομεν εξησφάλισαν τελείως από πάσης εκ θαλάσσης επιθέσεως την δια ξηράς διηνεκή συγκοινωνίαν εφοδιασμού και επισιτισμού του εν Ηπείρω στρατού ενεργουμένην εκ του Κέντρου, δια της μόνης υπαρχούσης οδού της διερχομένης παραλλήλως και πλησίον της ακτής κάτωθι του Μακρυνόρους και απέτρεψαν πάσαν απόπειραν προσβολής των ανωτέρω εχθρικών σκαφών κατά των πέντε εμπορικών ατμοπλοίων, άτινα αδιακόπως περιέφερον την Ελληνικήν σημαίαν ανά τα παράλια του κόλπου»(Καράμπελας 23).
Ο Μακάς είναι διαφωτιστικός. Χωρίς το ναυτικό θα υπήρχε πρόβλημα επισιτισμού για τις χερσαίες δυνάμεις του Σαπουντζάκη, αλλά και για τα επιβατηγά πλοία που εκτελούσαν αυτήν την αποστολή. Δεν χρειάζονται περισσότερα για να φανεί πόσο βοήθησε το ναυτικό.Ο Μακάς και ο Δαμιανός πρέπει να συμπεριληφθούν στην πινακοθήκη των στρατιωτικών-απελευθερωτών της πόλης μας. Αν δε η πόλη έχει καθυστερήσει να δώσει τα ονόματά τους σε κάποιο δρόμο οφείλει να το πράξει άμεσα, ως τον εορτασμό της εκατονταετηρίδας, αίροντας μιαν ιστορική αδικία.
Αφού λοιπόν ο στρατός εξασφάλισε τα νοτιοδυτικά του πλευρά και διασφάλισε τον επισιτισμό του, ήταν έτοιμος για την τελική στρατιωτική αναμέτρηση. Ήταν η 20η Οκτωβρίου 1912. Του αγίου Γερασίμου. Ο καιρός πρεβεζάνικος. «Υπό καιρόν ακατάστατον και συνεχή βροχήν εξεκίνησεν ο Ελληνικός στρατός κατά της Πρεβέζης το παρελθόν Σάββατον περί ώραν 3ην πρωινήν» , γράφει ο απεσταλμένος της εφημερίδας ΕΣΠΕΡΙΝΗ(Καρ.83). Ο υποπλοίαρχος Μακάς περιγράφει τον ίδιο καιρό στον Αμβρακικό. «Την 5ην π.μ. της 20ης Οκτωβρίου 1912 απεπλεύσαμεν εκ Βονίτσης μετά της κανονιοφόρου 'Δ'(.)Ο καιρός ήτο συννεφώδης, από της νυκτός δε έπνεε νότιος σφοδρός άνεμος και κατά διαλείμματα έβρεχεν»(Καράμπελας 73).
Αυτές λοιπόν ήταν οι συνθήκες μέσα στις οποίες έγινε η μάχη της Νικόπολης. Ήταν η μέρα η κρίσιμη που σφράγισε την απελευθέρωση. Τα όσα συνέβησαν το βράδυ της ίδιας ημέρας, αλλά κυρίως την 21η Οκτωβρίου με την παράδοση της πόλης, ανήκουν στη στρατιωτική και διπλωματική ιστορία και στις κινήσεις κείνες που αποσκοπούν στο να διασφαλίσουν τόσο την ασφάλεια των παραδιδομένων όσο και την ομαλή παράδοση της εξουσίας.
Ωστόσο, δεν θα σταθώ στα στρατιωτικά γεγονότα. Έχουν γραφτεί πολλά. Να υπογραμμίσω μόνο πως θύμα ων στρατιωτικών επιχειρήσεων ήταν ο Κώστας Μπάλκος, γόνος μιας από τις γνωστές πρεβεζάνικες οικογένειες, ενώ στις στρατιωτικές επιχειρήσεις συμμετείχε ο μετέπειτα βουλευτής Πρέβεζας Θεόδωρος Χαβίνης.
Έχει όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον η ψυχολογία των αμάχων που βρίσκονται στην πόλη. Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος αφηγείται πως ήταν πολύ λίγες οι πληροφορίες που αγνοούσαν τι ακριβώς συνέβαινε. Ακόμη και τον κρότο από τους βομβαρδισμούς, «ο κόσμος νόμισε ότι ήταν μπουμπουνητά γιατί η μέρα ήταν συννεφιασμένη»(Καρ 96). Ο Ιωάννης Ρέντζος δημογέροντας και μετέπειτα δήμαρχος αποδίδει συνοπτικά το συναισθηματικό φορτίο των κατοίκων. «Εορτάζομεν την μνήμην του πολιούχου της νήσου Κεφαλληνίας Αγίου Γερασίμου του θαυματουργού. Από πρωίας(τουρκική ώρα 2.30) ηκούοντο πυροβολισμοί και ολίγον κατ'ολίγον επεκτείνοντο.Οι πυροβολισμοί προήρχοντο εκ των υψωμάτων της Νικοπόλεως.Διεδόθη λοιπόν ότι ο πόλεμος ήρξατο και αστραπιαίως η αγορά ερημώθη.Οι μεν χριστιανοί κατέφευγον εις τας οικίας των, οι δε Οθωμανοί οι δυνάμενοι να φέρωσιν όπλα έτρεχαν εις το πεδίον του πολέμου»(Καρ.94-95).Η γιορτή του αγίου Γερασίμου ήταν οικεία για την Πρέβεζα τόσο λόγω του παρεκκλησίου του όσο και της αξιοπρόσεκτης παροικίας Κεφαλλήνων που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην πόλη.
Αντιλαμβάνεστε λοιπόν την ψυχολογία των κατοίκων. Για τους χριστιανούς ο φόβος μήπως αποτύχει η στρατιωτική επιχείρηση και υποστούν τις συνέπειες ενδεχόμενης εμπλοκής τους στα δρώμενα. «Μέσα στην Πρέβεζα οργανωμένος τουρκικός στρατός δεν υπήρχε, αλλά Αλβανοί άτακτοι, οπλισμένοι, που τρομοκρατούσαν τον κόσμο», εξιστορεί ο Τσακαλώτος. Από την άλλη ήταν και η ελπίδα που ενισχυόταν από τις φήμες και το θετικό κλίμα που υπήρχε εκείνη την εποχή.
Πιο έντονη όμως ήταν η συναισθηματική κατάσταση των μουσουλμάνων κατοίκων. Αντιγράφω από τον Αθανάσιο Τριγονίδη που έγραψε βιβλίο με τίτλο «Η μάχη της Νικοπόλεως και η Άλωσις της Πρεβέζης(εν Αθήναις 19`14, οίκος Γεωργίου Φέξη, αντιγραφή από Γ. Κούρτη, σελ.24-25). «Οι κάτοικοι της Πρεβέζης, ιδιαιτέρως δε οι μουσουλμάνοι από των πρώτων πρωινών ωρών οπότε είχεν αρχίσει η μάχη εις την Νικόπολιν και ηκούετο ο ζωηρός κρότος των ντουφεκιών και ο βαρύς των πυροβόλων κατείχοντο από σφοδράν αγωνίαν.Αι αφηγήσεις των Τούρκων τραυματιών της Κιάφφας, αξιωματικών και οπλιτών, έπεισαν αυτούς ότι κάθε αντίστασις εις την ορμήν της ελληνικής λόγχης ήτο μοιραία. Και εννοούντες το αποτέλεσμα της μάχης της Νικοπόλεως, ήρχισαν να ζητούν από του Τούρκου ταγματάρχου και στρατιωτικού διοικητού της Πρεβέζης την παράδοσιν της πόλεως εις τον Ελληνικόν σττρατόν.Συγχρόνως αι μουσουλμανικαί οικογένειαι κατέφευγον εις τας φιλικάς των χριστιανικάς οικογενείας και παρεκάλουν να τους σώσουν αυτοί από κάθε χειροδικίαν των Ελλήνων στρατιωτών και ιδία των κρητών ανταρτών. Αι χριστιανικαί οικογένειαι της Πρεβέζης, χωρίς να διατηρούν καμμίαν μνησικακίαν δια τα φοβερά μαρτύρια που υπέφερον οι Έλληνες..από την τουρκικήν και αλβανικήν αγριότητα, προσέφερον το άσυλον της στέγης τους»(κούρτης 218-9).
Το απόσπασμα αυτό από το πόνημα του Τριγονίδη είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την ψυχολογία των μουσουλμάνων. Ανησυχούν, τρομοκρατούνται, αγωνιούν για το επερχόμενο. Είναι συναισθήματα που βιώνουν όλοι όσοι ηττώνται. Η πιο αξιοπρόσεκτη διάσταση σ'αυτό το απόσπασμα όμως είναι η σχέση χριστιανών και μουσουλμάνων και η συμπεριφορά των ελλήνων κατοίκων της πόλης. Ο Τριγονίδης πάντως δεν χρησιμοποιεί τον εθνολογικό χαρακτηρισμό Έλληνας ή Τούρκος όταν αναφέρεται στις δύο πληθυσμιακές ομάδες.Περιορίζεται στη θρησκευτική πίστη. Οι χριστιανοί της Πρέβεζας είναι γενναιόδωροι στους συμπολίτες τους μουσουλμάνους.Στους γειτόνους και τους γνωστούς τους. Δεν τους ενδιέφερε η συμπεριφορά των στρατιωτικών σωμάτων, τουρκικών και αλβανικών. Είναι και οι δυο ομάδες, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, Πρεβεζάνοι που μοιράστηκαν την καθημερινότητα για πολλά χρόνια. Έζησαν μαζί. Θεωρώ τη συμπεριφορά των χριστιανών εξόχως ανθρωπιστική αλλά και αποκαλυπτική για την ιδιότητα του Πρεβεζάνου, για την οποία πολύς λόγος έχει γίνει όλα αυτά τα χρόνια.
Η πόλη επίσημα εντάσσεται στο νεοελληνικό κράτος στις 21 Οκτωβρίου 1912. Αμέσως αναλαμβάνει το ρόλο της πύλης εισόδου και εξόδου από τη δυτική Ελλάδα για το νεοελληνικό κράτος πλέον. Ως το 1912 το ρόλο αυτό εξυπηρετούσε το λιμάνι της Κόπραινας. Για πενήντα περίπου χρόνια η Πρέβεζα στηρίζει την οικονομική και κοινωνική της οργάνωση στο λιμάνι. Στη δεκαετία του 1960 όμως μετατοπίζεται ο άξονας από το λιμάνι στον ελαιώνα, ο οποίος ξεριζώνεται για να τροφοδοτήσει είτε την αγορά διαμερίσματος στην Αθήνα από την παροικία Πρεβεζάνων που συγκροτείται στη μεταπολεμική Αθήνα είτε τη νέα καλλιέργεια, τα οπωροκηπευτικά που αποτέλεσαν τον νέο πυλώνα της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής φυσιογνωμίας της πόλης για μισό περίπου αιώνα. Στην πρώτη περίπτωση η κρίσιμη πληθυσμιακή ομάδα ήταν οι λιμενεργάτες αλλά και τα άλλα επαγγέλματα που αντλούσαν ευεξία και κύρος από το λιμάνι. Με βάση το λιμάνι διαμορφώθηκαν κοινωνικές τάξεις, επαγγέλματα, πολιτισμικές συμπεριφορές. Στην περίοδο των οπωροκηπευτικών(ως το τέλος του 20ου αιώνα) είναι οι παραγωγοί που λειτουργούν ως το βαρόμετρο της οικονομικής δραστηριότητας.
Και στις δυο περιπτώσεις η Πρέβεζα είχε μια συγκεκριμένη φυσιογνωμία. Ξέρουμε τα χαρακτηριστικά της. Ήταν ευδιάκριτος ο ρόλος της στον ευρύτερο εθνικό χώρο. Σήμερα, 99 χρόνια μετά, το αίτημα είναι να ξαναποκτήσει η πόλη ένα καθαρό στίγμα. Τα αρχιτεκτονικά στοιχεία του παρελθόντος έχουν υποχωρήσει. Η ντάπια πλέον έχει μείνει μόνο στις αφηγήσεις των μεγαλυτέρων. Το λιμάνι έχει χάσει τον κυριαρχικό του ρόλο στη βορειοδυτική Ελλάδα. Η θάλασσα, ο Αμβρακικός κόλπος, κινδυνεύει από ασφυξία. Εκπέμπει σήμα κινδύνου.Πιστεύω ότι η Πρέβεζα διανύει την Τρίτη περίοδο της μετα-απελευθερωτικής της ιστορίας. Η πόλη έχει αλλάξει ριζικά. Ακόμη και η δική μου «Πρέβεζα» που μελέτησα στη διδακτορική μου διατριβή απέχει πολύ από τη σημερινή. Έχει διπλασιαστεί. Αυτό δεν είναι κακό από μόνο του.Αντίθετα έφερε νέους πληθυσμούς προσδίδοντας νέο δυναμισμό στην πόλη. Αυτό όμως που προβληματίζει είναι ότι εκπέμπει ένα ασθενές σήμα όσον αφορά την ταυτότητά της. Τι πόλη είναι και πού πηγαίνει; Συνεχίζει-και είναι η μόνη πόλη της Ηπείρου-να βρίσκεται έξω από οδικούς άξονες. Αυτό σε πρώτη ανάγνωση μοιάζει με μειονέκτημα. Μπορεί όμως να μετατραπεί σε συγκριτικό πλεονέκτημα. Για να γίνει αυτό, ωστόσο, χρειάζεται να μπούνε επικεφαλής οι «δημογέροντες» της πόλης και η πνευματική της ηγεσία. Το 1912 ήταν ο Ρέντζος, ο Κοντός, ο Τσακαλώτος, ο Τόλιας, ο Γερογιάννης, ο Κοντογιάννης αυτοί που παρέστησαν στη συνάντηση τουρκικής διοίκησης και χριστιανών κατοίκων της πόλης με θέμα την παράδοση της πόλης. ΄Ηταν παραμονή της 21ης , στο παλιό λιμεναρχείο, εκεί όπου έχει ανεγερθεί το Δημαρχείο της πόλης.
Καθώς η πόλη ετοιμάζεται να εισέλθει στον δεύτερο αιώνα της ελεύθερης ζωής της οι πάσης φύσης ηγέτες της πόλης οφείλουν να κοιτάζουν πάντα στο παρελθόν αναζητώντας εικόνες και παραδείγματα που θα τους συνοδεύσουν στα καθήκοντά τους .Οι «δημογέροντες» του 21ου αιώνα οφείλουν να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να επιδείξουν αυταπάρνηση.
Βεβαίως, υπάρχει το εθνικό πλαίσιο, το περιφερειακό, το ευρωπαϊκό, το διεθνές. Οι ηγέτες της πόλης, με μπροστάρηδες τη δημοτική αρχή και όλους τους εκπροσώπους των παραγωγικών, επιστημονικών και επαγγελματικών φορέων, καλούνται να οραματιστούν , να σχεδιάσουν και να αγωνιστούν για την Πρεέβεζας της δεύτερης εκατονταετηρίδας.. Έχουμε χρέος να παραδώσουμε στα παιδιά μας μια νέα πόλη που θα έχει συνείδηση του παρελθόντος αλλά και σχέδιο-στο μέτρο του δυνατού-για το μέλλον.
Η περίοδος των Βαλκανικών πολέμων -αν μη τι άλλο-, έχει να μας διηγηθεί για την αξία της συλλογικότητας και της πίστης στο στόχο. Είναι αξίες που έχουν ξεθωριάσει στην εποχή μας. Καιρός να συνομιλήσουμε και πάλι μαζί τους. Ας αφήσουμε τα βαρίδια του παρελθόντος. Η πόλη χρειάζεται καθαρό αέρα. Έχει ανάγκη από ένα νέο όραμα που θα εμπνεύσει τους πολίτες της. Ο Τριγονίδης αλλά και ο τρόπος που φέρθηκαν οι Πρεβεζάνοι στους συντοπίτες τους μουσουλμάνους δείχνει πως η πόλη μας ήταν πάντα ένα νέο χωνευτήρι νέων πληθυσμών , που ανανέωνε συνεχώς την έννοια του Πρεβεζάνου. Αυτό είναι μια σημαντική κληρονομιά που μας αφήνουν οι παλιοί Πρεβεζάνοι. Ας το αξιοποιήσουμε
Ανήμερα της απελευθέρωσης οι Πρεβεζάνοι του 1912 βγήκαν στους δρόμους της πόλης για να προϋπαντήσουν τον απελευθερωτή ελληνικό στρατό, τον άγγελο μιας νέας εποχής. Έναν αιώνα μετά η σκέψη μας είναι κοντά τους καταθέτοντας την ευγνωμοσύνη μας για όσα έκαναν αλλά και προσδοκώντας να μας μεταγγίσουν τη ζωτικότητά τους, την πίστη τους, τη δίψα για κάτι καινούργιο.
ΠΗΓΗ: www.evaggelosavdikos.gr