Μειωμένη πιθανότητα επιπλοκών έχουν οι γυναίκες με ινομυώματα που υποβάλλονται σε λαπαροσκοπική αφαίρεσή τους. Συγκριτικά με την ανοιχτή χειρουργική, αυτή η προσέγγιση έχει αποδειχθεί ότι είναι ασφαλέστερη, λιγότερο επώδυνη, λιγότερο τραυματική και επομένως επιταχύνει τη μετεγχειρητική ανάρρωση.
Μια ιταλική μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο Journal of Minimally Invasive Gynecology, εξέτασε δεδομένα 383 γυναικών για μετεγχειρητικές χειρουργικές και μη χειρουργικές επιπλοκές εντός 30 ημερών από την επέμβαση αφαίρεσης ινομυωμάτων είτε λαπαροσκοπικά είτε μέσω ανοιχτής χειρουργικής επέμβασης. Στην ανάλυση, η ανοιχτή χειρουργική προσέγγιση αναδείχθηκε ως ο μόνος ανεξάρτητος παράγοντας αυξημένου κινδύνου επιπλοκών.
«Τα ινομυώματα είναι οι πιο συχνοί καλοήθεις όγκοι της μήτρας. Υπολογίζεται ότι το 40% έως 80% των γυναικών έχουν ινομυώματα. Η διακύμανση οφείλεται στην υποδιάγνωση, καθώς ένας μεγάλος αριθμός ινομυωμάτων δεν προκαλεί συμπτώματα, αλλά και στις διαφορετικές μεθόδους διάγνωσης», εξηγεί ο Μαιευτήρας – Χειρουργός Γυναικολόγος δρ Ηλίας Μεταξάς.
«Μπορεί να αναπτυχθεί μόνο ένα ή πολλά μαζί. Το μέγεθός τους κυμαίνεται από 1 χιλιοστό έως 20 και πλέον εκατοστά. Η παθογένεσή τους δεν είναι πλήρως κατανοητή. Πιστεύεται ότι στην εμφάνισή τους συμβάλλουν περιβαλλοντικοί παράγοντες, γενετικές μεταλλάξεις, ορμονικές ανισορροπίες, με τα οιστρογόνα και την προγεστερόνη να παίζουν σημαντικό ρόλο. Στους παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνονται η πρώιμη εμμηναρχή, η παχυσαρκία (εξαιτίας της αυξημένης παραγωγής οιστρογόνων) και το χρόνιο στρες», προσθέτει.
Συμπτώματα εμφανίζονται στο 20-25% των περιπτώσεων και η εκδήλωσή τους σχετίζεται με το μέγεθος, τη θέση και τον τύπο τους. Η βαριά αιμορραγία κατά τη διάρκεια της εμμήνου ρήσεως ή στο μεσοδιάστημα, η αναιμία εξαιτίας της, η αδυναμία ούρησης ή η συχνουρία (όταν ασκούν πίεση στην ουροδόχο κύστη), η δυσκοιλιότητα, οι χρόνιες κολπικές εκκρίσεις και ο πόνος κατά τη διάρκεια του σεξ είναι τα πιο συχνά. Είναι πιθανόν να προκαλέσουν επίσης στειρότητα, όπως και έντονο πόνο και επιπλοκές στην εγκυμοσύνη.
Η εξαλλαγή ενός ινομυώματος σε κακοήθεια είναι εξαιρετικά σπάνια - περίπου 1 στα 350 άτομα. Αυτή, όμως, η πιθανότητα πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν.
Η εύρεσή τους γίνεται συνήθως τυχαία κατά τη διακολπική υπερηχογραφία. Λιγότερο συχνά η διαγνωστική διαδικασία ξεκινά με υποψία ύπαρξής τους και βασίζεται κυρίως σε απεικονιστικές εξετάσεις. Το υπερηχογράφημα είναι πρώτης γραμμής απεικονιστική τεχνική, ενώ η μαγνητική τομογραφία χρησιμοποιείται μόνο σε περίπλοκες ή αμφίβολες περιπτώσεις. Για τα υποβλεννογόνια ινομυώματα η υστεροσκόπηση θεωρείται η καταλληλότερη μέθοδος, καθώς συνδυάζει τη διάγνωση με άμεση απεικόνιση της βλάβης με τη θεραπεία.
«Το ευτύχημα είναι ότι τα ινομυώματα είναι θεραπεύσιμα. Για τον σχεδιασμό του τρόπου διαχείρισής τους λαμβάνονται υπόψη η ηλικία της γυναίκας, τα αποτελέσματα των απεικονιστικών εξετάσεων, τα συμπτώματα που προκαλούν, η επίπτωση στην ποιότητα ζωής, καθώς και η υποψία κακοήθειας. Επομένως, δεν υπάρχει μια και μοναδική προσέγγιση αλλά αυτή εξατομικεύεται αναλόγως των δεδομένων και των επιθυμιών», σημειώνει ο δρ Μεταξάς.
Εκτός από τους παραπάνω παράγοντες, καθοριστικό ρόλο παίζει και η επιθυμία για τεκνοποίηση. Η συντηρητική θεραπεία με φάρμακα αποσκοπεί στη διατήρηση της μήτρας, την ανακούφιση από τον πόνο που προκαλούν τα ινομυώματα και τη συρρίκνωσή τους. Δυστυχώς, όμως, τα φάρμακα φέρνουν προσωρινά αποτελέσματα και με τη διακοπή τους τα ινομυώματα αναπτύσσονται ξανά. Η φαρμακευτική αγωγή μπορεί όμως να καλύψει το μεσοδιάστημα έως τη χειρουργική επέμβαση, η οποία είναι και η μοναδική οριστική θεραπεία των ινομυωμάτων.
Η αφαίρεσή τους με διατήρηση της μήτρας είναι συνήθως η προτιμώμενη λύση. Η επιλογή της προσέγγισης αυτής εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως η θέση, ο αριθμός, το μέγεθος και η μορφολογία των ινομυωμάτων. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι ζωτικής σημασίας για την επιλογή της πιο αποτελεσματικής μεθόδου με τον μικρότερο κίνδυνο επιπλοκών.
«Τα τελευταία 20 χρόνια, η γυναικολογική χειρουργική έχει προχωρήσει και περιλαμβάνει ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές, όπως η λαπαροσκοπική, ώστε να μειωθεί η ταλαιπωρία της γυναίκας και να επισπευσθεί η ανάρρωσή της. Όσο μικρότερη είναι η χειρουργική τομή τόσο λιγότερο πονάει και τόσο πιο γρήγορα κινητοποιείται και επανέρχεται στις καθημερινές της δραστηριότητες.
Αποτελεί, δηλαδή, ασφαλέστερη εναλλακτική λύση της ανοιχτής χειρουργικής επέμβασης, λόγω των μικροσκοπικών τομών και συνήθως σχετίζεται με λιγότερες επιπλοκές και μικρότερο χρόνο αποκατάστασης. Χρησιμοποιείται δε για τη διάγνωση και θεραπεία πολλών άλλων γυναικολογικών παθήσεων, όπως της ενδομητρίωσης, της έκτοπης εγκυμοσύνης, των κύστεων, του πυελικού πόνου και της υπογονιμότητας.
Η λαπαροσκοπική ινομυωματεκτομή, σε σύγκριση με την ανοιχτή επέμβαση, επιτυγχάνει μείωση της νοσηρότητας και της απώλειας αίματος, καλύτερη ανάρρωση και μικρότερη παραμονή στο νοσοκομείο, η οποία δεν ξεπερνά τη μία ημέρα, σε αντίθεση με την ανοιχτή που απαιτεί από τρεις έως πέντε ημέρες. Επιπλέον οι μικροσκοπικές τομές μέσω των οποίων πραγματοποιείται η αφαίρεση των ινομυωμάτων (1 εκ.) προσφέρουν πολύ καλύτερο αισθητικό αποτέλεσμα και επιτρέπουν όχι μόνο ταχύτερη επιστροφή στην εργασία, αλλά και στο γυμναστήριο. Επισπεύδει δε την επανέναρξη της σεξουαλικής ζωής. Με την ίδια μέθοδο μπορεί να γίνει και η αφαίρεση της μήτρας σε γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας που έχουν αποκτήσει απογόνους.
Για τις γυναίκες που επιδιώκουν να τεκνοποιήσουν, θα πρέπει να έχουν υπόψη τους ότι τα ινομυώματα τείνουν να μεγαλώνουν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, εξαιτίας των ορμονών. Αυτό μπορεί να έχει επιπτώσεις στην κύηση, όπως αιμορραγία κατά τη διάρκειά της αλλά και στη γέννα, αποβολή, πρόωρη ρήξη μεμβρανών, αποκόλληση και πρόωρο τοκετό. Γι’ αυτό καλό είναι να αξιολογούνται και να αποφασίζεται η αντιμετώπισή τους πριν από τη σύλληψη, ιδίως σε γυναίκες που πρόκειται να καταφύγουν σε εξωσωματική γονιμοποίηση.
Κατά τη διάρκεια της εμμηνόπαυσης τα ινομυώματα μικραίνουν
(συρρικνώνονται) σιγά-σιγά, γιατί μειώνεται η αιμάτωση της μήτρας. Οπότε σ’
αυτή την περίπτωση συστήνεται, προληπτικά, ετήσια παρακολούθηση για τον έλεγχο
του ενδομητρίου και των ωοθηκών, ώστε να αποφευχθεί η εμφάνιση κακοηθειών στα
γεννητικά όργανα», καταλήγει ο δρ Μεταξάς.