H επίμονη ζάλη
στάσης - αντίληψης (PPPD - Persistent Postural-Perceptional Dizziness) είναι
βασανιστική για τον πάσχοντα, καθώς επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα ζωής του.
Συνήθως,
ενεργοποιείται από ένα επεισόδιο ιλίγγου ή ζάλης ή κάποιο άλλο σοκαριστικό
γεγονός που προκαλεί ψυχολογική δυσφορία. Μετά από αυτό το πρώτο επεισόδιο, το
άτομο συνεχίζει να έχει την αίσθηση κίνησης, ζάλης, ή αστάθειας που μπορεί να
διαρκέσει για ώρες ή ημέρες, κάθε φορά. Αυτά τα συμπτώματα είναι παρόντα σχεδόν
όλη την ώρα, αλλά μπορεί περιοδικά οι πάσχοντες να αισθάνονται καλύτερα ή
χειρότερα.
«Συγκεκριμένες
στάσεις του σώματος, όπως το να κάθεται κάποιος ή να στέκεται όρθιος και να
παρακολουθεί με το βλέμμα του πολύπλοκα μοτίβα ή σύνθετες κινήσεις,
επιδεινώνουν τα συμπτώματα. Ως αποτέλεσμα, τα άτομα με PPPD, συχνά φοβούνται
μήπως χάσουν την ισορροπία τους ή πέσουν. Μπορεί να αποφεύγουν καταστάσεις που
επιδεινώνουν τα συμπτώματά τους, σε σημείο που μπορεί αυτό να αρχίσει να δυσχεραίνει
τη ζωή και την καθημερινότητά τους. Γενικά αποφεύγουν την κίνηση, γεγονός που
επιδεινώνει τη ζάλη τους, εισερχόμενοι έτσι σε έναν φαύλο κύκλο», αναφέρει ο
κ. Γεώργιος Κωνσταντινίδης ΩΡΛ, Διευθυντής Δ΄ Ωτορινολαρυγγολογικής Κλινικής,
Κλινική Χειρουργικής Κεφαλής και Τραχήλου Metropolitan General.
Πώς
προκαλείται;
«Εάν ο εγκέφαλος πιστεύει ότι μπορεί να κινδυνεύσουμε να πέσουμε, αντιδρά αυτόματα για να μας προστατεύσει. Σκεφτείτε πώς αισθανόμαστε όταν περπατάμε στον πάγο ή στεκόμαστε σε μια σκάλα: το σώμα μας σκληραίνει, κάνουμε πιο σύντομα βήματα και εστιάζουμε στο να μείνουμε όρθιοι.
Ταυτόχρονα, το σύστημα ισορροπίας χρησιμοποιεί λιγότερες πληροφορίες από το αιθουσαίο σύστημα και περισσότερες από το σύστημα της όρασης. Κανονικά, όταν τελειώσει ο κίνδυνος πτώσης, όταν π.χ. σταματήσουμε να περπατούμε σε παγωμένη επιφάνεια, το σύστημα ισορροπίας επιστρέφει στο φυσιολογικό. Αλλά σε ανθρώπους που πάσχουν από PPPD, ο εγκέφαλος παραμένει σε κατάσταση «υψηλού κινδύνου», ακόμα και αν δεν απειλείται η ισορροπία μας. Αυτό προκαλεί έναν φαύλο κύκλο:- Ανησυχούμε για την πτώση και
δίνουμε μεγαλύτερη προσοχή στη διατήρηση της ισορροπίας μας
- Ο εγκέφαλος παραμένει σε
εγρήγορση και βασίζεται περισσότερο στα οπτικά ερεθίσματα
- Πολύπλοκα οπτικά μοτίβα και
κίνηση, υποδηλώνουν ότι μπορεί να κινδυνεύουμε να πέσουμε
Αυτή η
περιγραφή μπορεί να δημιουργεί τη λανθασμένη εντύπωση πως η PPPD είναι “απλά
στο μυαλό μας”, αλλά τα συμπτώματα είναι πραγματικά. Η PPPD έχει κάποια κοινά
σημεία με τις αγχώδεις διαταραχές, αλλά δεν είναι ψυχιατρική διαταραχή.
Ορισμένες μελέτες έχουν διαπιστώσει διαφορές στη δραστηριότητα του εγκεφάλου σε
άτομα με PPPD, σε σύγκριση με άτομα που δεν έχουν PPPD. Αυτές οι διαφορές
μπορεί να δυσκολέψουν τον εγκέφαλο να ενσωματώσει διαφορετικές πηγές
πληροφοριών και να αξιολογήσει σωστά τις απειλές», επισημαίνει ο ειδικός.
Διάγνωση
«Δεν υπάρχει
καμία δοκιμασία που να είναι ειδική για την PPPD. Παρόλα αυτά, η PPPD δεν είναι
διάγνωση αποκλεισμού, μια διάγνωση δηλαδή που γίνεται όταν δεν μπορεί να βρεθεί
άλλη αιτία που να δικαιολογεί τα συμπτώματα. Αντίθετα, η διάγνωση βασίζεται σε
κλινικά κριτήρια.
Η PPPD μπορεί
να επικαλύπτεται και να συνυπάρχει με άλλες αιθουσαίες διαταραχές, όπως η νόσος
Ménière, η παρουσία των οποίων θα πρέπει επίσης να διερευνηθεί διαγνωστικά»,
προσθέτει.
Θεραπεία
«Μόλις τεθεί η
διάγνωση, το πρώτο βήμα στη θεραπεία είναι να βοηθηθεί ο πάσχων να κατανοήσει
τι προκαλεί την PPPD και πώς ο εγκέφαλος λανθασμένα ερμηνεύει φυσιολογικά
ερεθίσματα ισορροπίας ως απειλή. Η γνώση του τι συμβαίνει θα βοηθήσει τους
ασθενείς να νιώσουν καλύτερα και θα τους κινητοποιήσει για την πιο ενεργή
συμμετοχή τους στην θεραπεία τους.
Η θεραπεία για
την PPPD περιλαμβάνει συνήθως την “επανεκπαίδευση” του εγκεφάλου, μέσω ενός
συνδυασμού αιθουσαίας αποκατάστασης, στρατηγικών αντιμετώπισης του άγχους,
φαρμακευτικής αγωγής και γνωστικής-συμπεριφορικής θεραπείας (CBT). Ιδανικά,
απαιτείται μία διεπιστημονική ομάδα ειδικών που συνεργάζονται για τη θεραπεία
του ασθενή. Τόσο η αιθουσαία αποκατάσταση όσο και η CBT απαιτούν εξάσκηση και
προσπάθεια από τον ίδιο τον πάσχοντα. Οι θεραπευτές διδάσκουν τις δεξιότητες
που απαιτούνται, αλλά οι ασθενείς είναι αυτοί που πρέπει να τις εφαρμόσουν»
καταλήγει ο κ. Κωνσταντινίδης.