«Έχω σκούρο δέρμα, δεν καίγομαι ποτέ και μαυρίζω αμέσως, άρα δεν κινδυνεύω!» Αυτή η εσφαλμένη αντίληψη, που υποστηρίζεται από άτομα με σκουρόχρωμο δέρμα, είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη, αφού η έκθεσή τους στον ήλιο μπορεί να γίνει όχι μόνο αιτία πρόωρης γήρανσης, αλλά και καθυστερημένης διάγνωσης καρκίνου του δέρματος. Στην πραγματικότητα αυτή η κακοήθεια δεν κάνει διακρίσεις.
Η
μελανίνη τούς παρέχει μεν προστασία από τον ήλιο, αλλά όχι απόλυτη. Τα σημάδια της
φωτογήρανσης εμφανίζονται αργότερα απ’ ότι στους ανοιχτόχρωμους ανθρώπους και
αναπτύσσονται σπανιότερα κακοήθειες στο δέρμα τους. Όμως, υφίστανται και αυτοί
βλάβες όταν εκτίθενται στον ήλιο. Γι’ αυτό το δέρμα τους έχει ανάγκη
προστασίας, ακόμα κι αν δεν γίνεται αισθητή η επίδραση της ηλιακής ακτινοβολίας.
«Ο τόνος του δέρματος προσδιορίζει την ανθεκτικότητά του στις επιπτώσεις του ήλιου. Αναλόγως της ποσότητας της μελανίνης που έχει και στο πώς αντιδρά κατηγοριοποιείται, σύμφωνα με την κλίμακα Fitzpatrick, σε 6 τύπους. Όσο πιο σκούρα είναι η επιδερμίδα τόσο δυσκολότερο είναι να αναπτυχθεί καρκίνος. Εάν συμβεί, η μορφή είναι πιο επιθετική και η διάγνωση γίνεται συχνά σε στάδιο που οι πιθανότητες ίασης είναι περιορισμένες» εξηγεί ο Δερματολόγος - Αφροδισιολόγος δρ Χρήστος Στάμου.
Συγκεκριμένα,
όσοι έχουν τύπο δέρματος 1 καίγονται πάντα και δεν μαυρίζουν ποτέ. Έχουν
ανοιχτόχρωμο, χλωμό δέρμα και συνήθως φακίδες. Τα άτομα με τύπο δέρματος 2 είναι λίγο σκουρότεροι από τον τύπο 1,
συνήθως καίγονται και μαυρίζουν ελάχιστα. Στον τύπο 3 ανήκουν όσοι έχουν δέρμα στο
χρώμα του μελιού, μερικές φορές καίγονται ελαφρά και μαυρίζουν ομοιόμορφα. Στον
τύπο 4 τα άτομα έχουν καφέ δέρμα, καίγονται ελάχιστα και μαυρίζουν πάντα. Στον
τύπο 5 ανήκουν όσοι έχουν σκούρο καφέ δέρμα, καίγονται σπάνια και μαυρίζουν
πολύ εύκολα. Τέλος, στον τύπο 6 περιλαμβάνονται όσοι έχουν την σκουρότερη
επιδερμίδα, η οποία δεν καίγεται ποτέ από τον ήλιο.
Η
βλάβη του DNA
που
προκαλεί ο ήλιος διαφέρει μεταξύ των ατόμων με ανοιχτόχρωμο και με σκουρόχρωμο
δέρμα. Όσοι ανήκουν στους πρώτους τύπους της παραπάνω κλίμακας υφίστανται
βλάβες στο σύνολο της επιδερμίδας. Αντιθέτως, στα άτομα με σκουρότερους τόνους
δέρματος οι βλάβες που μπορεί να οδηγήσουν σε κακοήθεια είναι μικρότερες και
περιορίζονται στα ανώτερα στρώματα της επιδερμίδας. Έχουν δε μεγαλύτερες δυνατότητες
επιδιόρθωσης του DNA,
αλλά περισσότερες πιθανότητες υπερμελάγχρωσης από το ορατό φως, όπως και από
την UV-A1.
Όπως
διευκρινίζει ο δρ Στάμου, «η UVA/UVA1 διεισδύει βαθύτερα στο δέρμα σε σύγκριση
με την UVB και προκαλεί μελάγχρωση, φωτογήρανση, καρκίνο του δέρματος, βλάβη
του DNA και φωτοδερματοπάθειες. Επηρεάζει όλους τους τύπους δέρματος. Επομένως,
η προστασία από αυτήν είναι αναγκαία σε όλους.
Η
UVB προκαλεί βλάβη του DNA, που στους σκουρόχρωμους ανθρώπους παρατηρείται
κυρίως στις ανώτερες στιβάδες της επιδερμίδας, ενώ στο ανοιχτόχρωμο δέρμα
επηρεάζει και βαθύτερες, εκεί όπου βρίσκονται τα βλαστοκύτταρα. Έτσι, η
προστασία από την UVB είναι πιο σημαντική για τα άτομα με ανοιχτόχρωμο δέρμα,
καθώς υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος ηλιακού εγκαύματος, βλάβης του DNA και
ανάπτυξης καρκίνου του δέρματος. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι για τους πιο
σκούρους τύπους δέρματος είναι μηδενικός.
Και
οι δύο προκαλούν, εκτός από βλάβη στο DNA, και ανοσοκαταστολή, συμβάλλοντας στην
καρκινογένεση».
Επομένως,
όλες οι αποχρώσεις του δέρματος χρειάζονται αντηλιακό με δείκτη προστασίας
τουλάχιστον 30, ανεξαρτήτως θερμοκρασίας, ηλιοφάνειας και εποχής του χρόνου,
προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος καρκίνου του δέρματος και να καθυστερήσει η
εμφάνιση ρυτίδων, κηλίδων, φακίδων, μελάσματος κ.λπ.
Τις
ημέρες, ωστόσο, με ακραίες θερμοκρασίες επιβάλλεται η αποφυγή της έκθεσης στον
ήλιο, ιδίως μεταξύ των ωρών 11:00-16:00. Εάν αυτή είναι
αναπόφευκτη πρέπει να λαμβάνονται μέτρα προστασίας, τα οποία δεν περιορίζονται
στη χρήση αντηλιακού με SPF
50, αλλά περιλαμβάνουν και την κάλυψη του δέρματος με ελαφρά υφάσματα, τη χρήση
γυαλιών και καπέλου και τη διαρκή ενυδάτωση.
Η
επιστημονική έρευνα έχει δώσει στοιχεία σχετικά με την επίδραση των
διαφορετικών μηκών κύματος της ηλιακής ακτινοβολίας στο δέρμα, από τα οποία
προκύπτει ότι υπάρχει ανάγκη για χρήση αντηλιακών προϊόντων ανάλογα με τον
φωτότυπο του δέρματος, αλλά και τις δερματοπάθειες, κάτι που είναι πλέον εφικτό
χάρη στην πρόοδο των φίλτρων και των σκευασμάτων των αντηλιακών προϊόντων.
Καλύτερη
προστασία προσφέρουν τα αντηλιακά με οξείδιο του ψευδαργύρου ή διοξείδιο του
τιτανίου. Αλλά επειδή αφήνουν μια λευκή μεμβράνη στο δέρμα, δεν προτιμώνται από
τους σκουρόχρωμους ανθρώπους. Εναλλακτικά, μπορούν να χρησιμοποιήσουν αντηλιακά
με χρώμα, το οποίο προστατεύει το δέρμα τους από μεγαλύτερα μήκη κύματος, που
βρίσκονται πέρα από τις υπεριώδεις ακτίνες, και στα οποία είναι πιο ευαίσθητοι.
«Αυτό
που πρέπει να γίνει συνείδηση σε όλους είναι ότι το μαύρισμα βλάπτει το δέρμα.
Επομένως, όλοι θα πρέπει να φορούν αντηλιακό προτού εκτεθούν στον ήλιο. Και
φυσικά δεν εννοούμε την εφαρμογή μιας λεπτής στρώσης προϊόντος, αλλά μια
γενναιόδωρη ποσότητα. Η συνιστώμενη είναι 2 mg/cm2. Και για να γίνει ευκολότερα
αντιληπτό πόση είναι αυτή η ποσότητα, για την κάλυψη του προσώπου απαιτείται
ένα κουταλάκι του γλυκού αντηλιακού.
Είναι
απαραίτητο να τονίζουμε στους ανθρώπους με σκούρα επιδερμίδα ότι παρά τη
προστατευτική μελανίνη τους, υπάρχει ανάγκη τακτικής χρήσης αντηλιακού για την
πρόληψη τόσο του καρκίνου όσο και της υπερμελάγχρωσης και της φωτογήρανσης»,
σημειώνει ο δρ Στάμου.
Κάθε
χρόνο εκατοντάδες άτομα αναζητούν θεραπεία της υπερμελάγχρωσης, δηλαδή των καφέ
κηλίδων που εμφανίζονται στην επιδερμίδα εξαιτίας της ανομοιόμορφης κατανομής
της μελανίνης. Και αυτό γιατί παρότι είναι αβλαβής, παράλληλα είναι και
αντιαισθητική. Ο τρόπος διαχείρισή της εξαρτάται από τον τύπο (κηλίδες,
μέλασμα, πανάδες κ.λπ) και την έκτασή της. Υπάρχουν τοπικές θεραπείες με
διάφορα ενεργά συστατικά αλλά και κοσμητικές θεραπείες, όπως το microneedling
και εξειδικευμένα laser.
«Το
microneedling
(μικροβελονισμός) είναι μια ανώδυνη θεραπεία που ενεργοποιεί τη δημιουργία νέων
υγιών δερματικών κυττάρων προς αντικατάσταση του γερασμένου ή κατεστραμμένου
δέρματος, ενώ οι θεραπείες με laser
στοχεύουν
στην καταστροφή των κυττάρων που παράγουν μελανίνη. Δεν προκαλούν αλλοιώσεις
στην επιφάνεια του δέρματος και θεωρούνται από τις πιο ισχυρές θεραπείες που
είναι διαθέσιμες σήμερα για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων γήρανσης, την
αναζωογόνηση του δέρματος και τη βελτίωση πολλών άλλων ατελειών του.
Όσον αφορά δε στην πρόληψη του καρκίνου του δέρματος, και τα άτομα με σκούρα επιδερμίδα θα πρέπει να αυτοεξετάζονται μηνιαίως για να εντοπίσουν εγκαίρως τυχόν ύποπτα σημάδια και να ξεκινήσουν θεραπεία το συντομότερο, εάν αποδειχθεί, μέσω εξετάσεων, ότι είναι κακοήθειες» καταλήγει ο δρ Στάμου.