Η
απώλεια των μαλλιών αποτελεί μια δυσάρεστη εμπειρία ανεξάρτητα από την ηλικία
του ατόμου που τη βιώνει. Άνδρες και γυναίκες αποκτούν άγχος, χάνουν την
αυτοπεποίθησή τους και την καλή ψυχολογία τους και αναζητούν τρόπους αφενός
παύσης της εξέλιξης του φαινομένου και αφετέρου θεραπεία.
Ωστόσο,
η επαναφορά της πλούσιας κόμης δεν είναι πάντοτε εφικτή με φαρμακευτική
θεραπεία, οπότε στρέφονται στη μοναδική επιλογή που φέρνει οριστικά και μόνιμα
αποτελέσματα: στη μεταμόσχευση μαλλιών.
«Τα
τελευταία χρόνια όλο και περισσότερα άτομα με σημαντική απώλεια μαλλιών ή
φαλάκρα στρέφονται σε αυτόν τον τρόπο αποκατάστασης της εμφάνισής τους και
αναζητούν πληροφορίες. Δυστυχώς, η κύρια πηγή αυτών είναι το διαδίκτυο, το οποίο
όμως δεν είναι πάντα αξιόπιστο.
Οι απορίες πολλές φορές πολλαπλασιάζονται αντί να επιλύονται ή οι αναγνώστες λαμβάνουν λανθασμένες πληροφορίες, στις οποίες στηρίζεται η απόφασή τους να προχωρήσουν στην υλοποίηση της επιθυμίας τους για αποκατάσταση της εξωτερικής εμφάνισής τους», εξηγεί ο Γεώργιος Βελημβασάκης, MD, FEBOPRAS, Πλαστικός Επανορθωτικός και Αισθητικός Χειρουργός.
«Είναι,
λοιπόν», προσθέτει, «προς όφελος των ασθενών η ανάδειξη της αλήθειας και η
διάλυση των δημοφιλών μύθων που επικρατούν για τη μεταμόσχευση μαλλιών, που
πολλές φορές αποτελούν ανασταλτικό παράγοντα απόκτησης μιας γεμάτης τριχοφυΐας
και παχιάς γραμμής μαλλιών, ακόμα και σε εκείνους που δεν έχουν έντονη φαλάκρα
αλλά θέλουν απλώς να αυξήσουν την πυκνότητα των μαλλιών τους». Ποιοι είναι
λοιπόν αυτοί οι μύθοι;
Μύθος 1ος:
Όλες οι χειρουργικές τεχνικές είναι ίδιες
Οι πιο διαδεδομένες τεχνικές μεταμόσχευσης είναι η FUT και η FUE.
Η πρώτη είναι πιο αιματηρή και δημιουργεί οίδημα αλλά και ουλές στη δότρια περιοχή.
Και αυτό γιατί η μεταμόσχευση πραγματοποιείται με τη λήψη μιας λωρίδας δέρματος
(strip) από το πίσω μέρος του κεφαλιού που δεν επηρεάζεται από την τριχόπτωση,
ακολουθεί ο τεμαχισμός της (για να προκύψουν τα μοσχεύματα) και η τοποθέτηση
αυτών στη νέα θέση τους. Η
διαδικασία αυτή ωστόσο μπορεί να τραυματίσει τα τριχοθυλάκια και να τα
καταστήσει ακατάλληλα για μεταμόσχευση.
Η FUE είναι μία σχεδόν αναίμακτη
διαδικασία. Τα τριχοθυλάκια εξάγονται ένα-ένα από τη δότρια περιοχή με πολύ
μικροσκοπικά εργαλεία που δεν τραυματίζουν το δέρμα. Ακολουθεί ο διαχωρισμός
και η ομαδοποίηση των τριχοθυλακίων ανάλογα με τον αριθμό των τριχών που
περιέχουν (μονότριχα, δίτριχα, τρίτριχα, τετράτριχα, κ.ο.κ.). Στη συνέχεια, τα
τριχοθυλάκια εμφυτεύονται με ατραυματικό Implanter Pen στη νέα τους θέση με μία
κίνηση.
Η ασφάλεια που παρέχει η μέθοδος FUE
και το εξαιρετικό της αποτέλεσμα την έχουν καταστήσει την πιο δημοφιλή τεχνική
τα τελευταία χρόνια.
Μύθος 2ος:
Τα μαλλιά φαίνονται αφύσικα
Οι
παλαιότερες μέθοδοι μεταμόσχευσης μαλλιών έδιναν ένα αφύσικο-ξένο αποτέλεσμα.
Ακόμα και κάποιος άπειρος μπορούσε να διακρίνει ότι έχει πραγματοποιηθεί κάποια
επέμβαση στο τριχωτό της κεφαλής. Σήμερα, η δυνατότητα τοποθέτησης των
τριχοθυλακίων υπό σωστή γωνία, στο σωστό βάθος και με τη σωστή κατανομή των
τριχοθυλακίων ανά περιοχή, σε συμμετρία με τα χαρακτηριστικά του προσώπου και
σύμφωνα με την ηλικία, εξασφαλίζει το ιδανικό αποτέλεσμα.
Μάλιστα,
είναι τόσο τέλειο που ούτε η προσεκτική παρατήρηση του τριχωτού της κεφαλής από
πολύ κοντά δεν προδίδει τη μεταμόσχευση μαλλιών.
Τα
νέα μαλλιά είναι απολύτως φυσικά και μπορούν να δεχτούν κάθε τεχνική εργασία,
όπως βαφή, να λούζονται, να κουρεύονται και να χτενίζονται με κάθε τρόπο,
σύμφωνα με τις επιταγές της μόδας και την αισθητική του κατόχου τους.
Μύθος 3ος:
Τα αποτελέσματα είναι προσωρινά
Η
μεταμόσχευση μαλλιών δεν μπορεί να αποτρέψει την πτώση των τριχών που είναι
προγραμματισμένα να πέσουν. Το μόνο που μπορεί να εγγυηθεί είναι η παραμονή
τους στη λήπτρια θέση μέχρι την ηλικία που φυσιολογικά θα έπεφταν αν παρέμεναν
στην αρχική θέση (π.χ. στα 85).
Η
μεταμόσχευση επομένως είναι μια μόνιμη θεραπεία. Παράλληλα με τη μεταμόσχευση
και για την αποφυγή ή καθυστέρηση της συνέχισης της τριχόπτωσης των υπολοίπων
τριχών, ο ασθενής πρέπει να ακολουθήσει και άλλες θεραπείες, φαρμακευτικές ή μη
(π.χ. PRP).
Ο
ασθενής που πρόσφατα έχει υποβληθεί σε μεταμόσχευση μαλλιών και τα δει να
πέφτουν δεν πρέπει να ανησυχήσει. Το σοκ που έχουν υποστεί τα τριχοθυλάκια
γίνεται αιτία πτώσης τους περίπου 1,5 μήνα μετά από την επέμβαση. Το φαινόμενο
ωστόσο είναι προσωρινό. Τα νέα μαλλιά θα αρχίσουν να αναπτύσσονται περίπου τον
3ο μήνα μετά την μεταμόσχευση, όχι όμως όλα μαζί, αλλά σταδιακά.
Μύθος 4ος:
Όλοι μπορούν να κάνουν μεταμόσχευση μαλλιών
Η
αλήθεια είναι ότι δεν είναι κάθε άτομο ιδανικός υποψήφιος για μεταμόσχευση
μαλλιών. Αν και η συντριπτική πλειονότητα μπορεί να υποβληθεί σε αυτήν,
υπάρχουν κάποιοι παράγοντες που καθιστούν κάποιους μη επιλέξιμους. Για
παράδειγμα, δεν είναι κατάλληλος ένας ασθενής που έχει ασταθή, ταχέως
εξελισσόμενη τριχόπτωση ή δεν έχει επαρκή ποσότητα και πυκνότητα μαλλιών στη
λήπτρια περιοχή. Επιπλέον πριν αποφασιστεί μια μεταμόσχευση θα πρέπει να
λαμβάνεται ένα πλήρες ιατρικό ιστορικό και να ελέγχονται οι συνυπάρχουσες
δερματολογικές και ιατρικές παθήσεις.
Επίσης
ανυπόστατο είναι και ότι δεν μπορούν να υποβληθούν σε μεταμόσχευση όσοι είναι
άνω των 60-70 ετών. Η ηλικία δεν είναι προϋπόθεση. Οποιοσδήποτε μεταξύ 25-70
ετών μπορεί να υποβληθεί σε μεταμόσχευση μαλλιών, ανεξάρτητα από το φύλο του.
Τα άτομα κάτω των 25 είναι καλό να περιμένουν λίγα χρόνια, μέχρι να
προσδιοριστεί ο τύπος ή οι περιπτώσεις τριχόπτωσής τους. Διαφορετικά, είναι
πιθανόν να χρειαστεί να υποβληθούν σε περισσότερες από μία μεταμοσχεύσεις.
«Δύο
ακόμα διαδεδομένοι μύθοι είναι ότι η μεταμόσχευση μαλλιών είναι επώδυνη
διαδικασία και ακριβή. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι ο ασθενής δεν νιώθει
πόνο κατά τη διάρκειά της, αφού χρησιμοποιείται τοπική αναισθησία. Το μόνο που
ενδεχομένως αισθανθεί είναι μια ήπια ενόχληση για 2 μέρες μετά από την
ολοκλήρωσή της, η οποία αντιμετωπίζεται με απλά παυσίπονα.
Και
παρότι φαντάζεται κανείς ότι είναι ακριβή, η αλήθεια είναι ότι είναι οικονομικά
προσιτή -εάν σκεφτεί το κόστος αντιμετώπισης και θεραπείας της τριχόπτωσης σε
μόνιμη βάση- και ανεκτίμητη όσον αφορά στην αποκατάσταση που προσφέρει στον
ενδιαφερόμενο η μεταμόσχευση μαλλιών», καταλήγει ο κ. Βελημβασάκης.