Αδιαμφισβήτητη
είναι η προστασία που παρέχουν τα αντηλιακά έναντι του καρκίνου του δέρματος,
αφού η αποτελεσματικότητά τους έχει επιβεβαιωθεί από πλήθος μελετών. Υψηλής
ποιότητας στοιχεία έχουν καταδείξει ότι μειώνουν τον κίνδυνο ανάπτυξης
μελανώματος αλλά και άλλων καρκίνων του δέρματος. Επίσης, είναι αποδεδειγμένο
ότι προστατεύουν από τη φωτογήρανση, τις ρυτίδες, τις δυσχρωμίες και τις
τελαγγειεκτασίες, δηλαδή τη διόγκωση των αιμοφόρων αγγείων, τα οποία εμφανισιακά
μοιάζουν με ιστό αράχνης. Μπορούν, όμως, να προκαλέσουν άλλα προβλήματα; Η
απορρόφηση των χημικών στοιχείων που περιέχουν είναι επιβλαβής για την υγεία
μας;
«Τα
αντηλιακά περιέχουν χημικές ή φυσικές ενώσεις που εμποδίζουν την υπεριώδη
ακτινοβολία, η οποία είναι φως με μήκος κύματος μικρότερο από το ορατό. Τα
χημικά φίλτρα απορροφούν υπεριώδη ακτινοβολία υψηλής έντασης (UVA1, UVA2 και
UVB) και τη μετατρέπουν σε απορροφούμενη ενέργεια χαμηλότερης ενέργειας, όπως
είναι η υπέρυθρη ακτινοβολία (δηλαδή θερμότητα). Τα φυσικά αντηλιακά φίλτρα
αντανακλούν ή διαθλούν την υπεριώδη ακτινοβολία και δεν επιτρέπουν την
απορρόφησή της», μας εξηγεί ο Δερματολόγος -
Αφροδισιολόγος δρ Χρήστος Στάμου.
Από την ανάπτυξη του πρώτου αντηλιακού το 1928 ο άνθρωπος αναρωτήθηκε για τις επιπτώσεις, αρνητικές και θετικές, που μπορεί να έχει στην υγεία. Η έρευνα που ακολούθησε τις επόμενες δεκαετίες επιβεβαίωσε τον σκοπό του, δηλαδή την προστασία από τα εγκαύματα, το μελάνωμα και άλλες μορφές καρκίνου του δέρματος, όπως ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα και την πρώιμη μορφή του την ακτινική υπερκεράτωση. Ωστόσο, η συντριπτική πλειονότητα των μελετών έχει πραγματοποιηθεί σε Καυκάσιους και γι’ αυτό δεν είναι γνωστό κατά πόσο αυτό ισχύει και για τις άλλες φυλές.
Απαραίτητη
προϋπόθεση όλων των προστατευτικών ιδιοτήτων του, ωστόσο, είναι η σωστή χρήση
του. Μελέτες έχουν δείξει ότι δεν εφαρμόζεται επαρκής ποσότητα αντηλιακού από
τους καταναλωτές, οι οποίοι έχει βρεθεί ότι χρησιμοποιούν μόνο το 20% έως 50%
της συνιστώμενης δόσης. Η ανεπαρκής αυτή εφαρμογή μπορεί να αντισταθμιστεί,
βέβαια, από την εφαρμογή αντηλιακού με υψηλότερο δείκτη προστασίας.
«Η
ποσότητα που πρέπει να εφαρμόζεται ανά χρήση θα πρέπει να είναι: 2 κουταλάκια
του γλυκού σε κάθε πόδι, 2 στον κορμό, 1 σε κάθε χέρι και 1 στο πρόσωπο /
λαιμό, τουλάχιστον 15 λεπτά την από την έκθεση στον ήλιο και 30 λεπτά πριν από
το κολύμπι. Προσοχή πρέπει να δίδεται στα αντηλιακά σε μορφή σπρέι, γιατί
υπάρχει κίνδυνος ανομοιογενούς εφαρμογής τους αφενός και αφετέρου δεν έχουν
μελετηθεί επαρκώς και δεν γνωρίζουμε τους πιθανούς κινδύνους στο αναπνευστικό
σύστημα. Η επανάληψη της εφαρμογής του αντηλιακού δεν πρέπει να παραλείπεται
όταν υπάρχει υψηλός κίνδυνος αφαίρεσής του, όπως μετά από σπορ, εφίδρωση,
κολύμπι ή ντους, επαφή με ρούχα, πετσέτες ή άμμο. Όσον αφορά στον δείκτη
προστασίας, όσο υψηλότερος είναι τόσο πιο αποτελεσματικό είναι το αντηλιακό
στην αποτροπή ηλιακών εγκαυμάτων», διευκρινίζει ο δρ Στάμου.
Η
χρήση του συνιστάται από την ηλικία των 6 μηνών, λόγω της πιθανότητας
απορρόφησης των συστατικών του από τον οργανισμό. Μέχρι τότε ο έντονος ήλιος θα
πρέπει να αποφεύγεται κατά το δυνατόν και το βρέφος να προστατεύεται με άλλα
μέσα, όπως ομπρέλες, καπέλα και δροσερά ρούχα που καλύπτουν το ευαίσθητο δέρμα
του.
Τι
μπορεί να προκαλέσει, όμως, η απορρόφηση των συστατικών του από τον οργανισμό;
Το 2019, μια μικρή τυχαιοποιημένη κλινική μελέτη, έδειξε απορρόφηση από τον
οργανισμό 4 χημικών ενώσεων από τη χρήση αντηλιακών (οξυβενζόνη, αβοβενζόνη,
οκτοκρυλένιο και ecamsule).
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι όταν εφαρμόστηκε μέγιστη χρήση, για 4 συνεχόμενες
ημέρες τα επίπεδα αυτών των ενώσεων στο αίμα υπερέβαιναν εκείνα που συνιστώνται
από τις οδηγίες της Αμερικανικού Οργανισμού Τροφίμων και Φαρμάκων. Ωστόσο, τα
οφέλη υπερτερούν των μέχρι σήμερα γνωστών κινδύνων. Για τον προσδιορισμό αυτών
των κινδύνων και τη διεξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων, για την πιθανότητα
πρόκλησης βιολογικής βλάβης, απαιτούνται περαιτέρω μελέτες. Σε αντίθεση με τα
χημικά αντηλιακά συστατικά, τα φυσικά αντηλιακά δεν απορροφώνται συστηματικά.
Η
έρευνα για την επίδραση των συστατικών περιλαμβάνει και το ενδοκρινικό σύστημα.
Μια ανασκόπηση διαφόρων μελετών που έχουν διεξαχθεί τόσο σε ζώα όσο και σε ανθρώπους,
διαπίστωσε ότι τα υψηλά επίπεδα έκθεσης σε οξυβενζόνη κατά τη διάρκεια της
εγκυμοσύνης συσχετίστηκαν με μειωμένο χρόνο κύησης αγοριών και μειωμένο βάρος
γέννησης των κοριτσιών. Από μια άλλη μελέτη βρέθηκε μειωμένη γονιμότητα σε
άνδρες όταν εκτέθηκαν σε βενζοφαινόνη-2 και 4-υδροξυβενζοφαινόνη. Και εδώ,
όμως, η έρευνα είναι περιορισμένη και τα μέχρι τώρα στοιχεία δεν μπορούν να
δώσουν ασφαλή συμπεράσματα.
«Το
σίγουρο είναι ότι η χρήση αντηλιακών μπορεί να προκαλέσει διάφορα δερματικά
προβλήματα, όπως ερεθισμό χωρίς εξάνθημα, ερεθιστική δερματίτιδα εξ επαφής και
ακμή. Μπορεί επίσης να προκαλέσει αλλεργική δερματίτιδα εξ επαφής και
φωτοαλλεργική δερματίτιδα εξ επαφής. Γι’ αυτές τις παρενέργειες κυρίως ενοχοποιούνται το
οκτοκρυλένιο, η οξυβενζόνη και το μεθοξυκινναμωμικό οκτύλιο. Τα αντηλιακά με
φυσικά φίλτρα είναι λιγότερο ερεθιστικά, ωστόσο κατά την εφαρμογή τους αφήνουν
ένα λευκό υπόλειμμα στο δέρμα, γεγονός που τα κάνει λιγότερο ελκυστικά από τους
καταναλωτές.
Σε
γενικές γραμμές, η έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία είναι άμεσα επιβλαβής και
μπορεί να προκαλέσει καρκίνο του δέρματος, αλλά τα αντηλιακά με δείκτη
προστασίας τουλάχιστον 30 μειώνουν τον κίνδυνο αυτό. Η χρήση αντηλιακών με
φυσικές (ανόργανες) ενώσεις μπορεί να προστατεύσει το δέρμα και εν γένει τον
οργανισμό αποτελεσματικά, χωρίς σοβαρές ανεπιθύμητες επιπτώσεις σε αυτόν, ούτε
στο περιβάλλον.
Βέβαια,
το αντηλιακό είναι μόνο ένας τρόπος προστασίας από την υπεριώδη ακτινοβολία και
θα πρέπει πάντοτε να συνδυάζεται με χρήση πλατύγυρου καπέλου, αποφυγή έκθεσης
στην υπεριώδη ακτινοβολία σε ώρες έντονης ηλιοφάνειας, παραμονή κατά το δυνατόν
σε σκιερά μέρη και χρήση γυαλιών ηλίου. Φωτοπροστασία παρέχουν και τα ρούχα.
Μεγαλύτερη προσφέρουν αυτά που είναι κατασκευασμένα από υφάσματα με πυκνή
ύφανση, αρκεί να μην είναι τεντωμένα και βρεγμένα», καταλήγει ο δρ Χρήστος
Στάμου.