Η ρήξη
τένοντα είναι μια συνηθισμένη αιτία πόνου στον ώμο. Προκαλεί μειωμένη μυϊκή
ισχύ και απώλεια της ομαλής κίνησης του ώμου με αποτέλεσμα ακόμα και απλές
καθημερινές δραστηριότητες, όπως το χτένισμα ή το ντύσιμο, να γίνονται δύσκολα
και επώδυνα.
Τα
παραπάνω αναφέρει ο κ. Αναστάσιος Δεληγεώργης MD, MSc, Aναπλ. Διευθυντής Γ’
Ορθοπαιδικής Κλινικής νοσοκομείου ΥΓΕΙΑ, Eξειδικευμένος Ορθοπαιδικός Χειρουργός
ώμου, γόνατος & ισχίου, εξηγώντας πως μπορούμε να απαλλαγούμε οριστικά από
τον πόνο:
Ανατομία
Τέσσερις
(4) τένοντες περιβάλλουν την άρθρωση του ώμου και την κρατούν στη θέση της ενώ
βοηθούν στην ανύψωση του χεριού και στις στροφικές κινήσεις. Οι τένοντες αυτοί
δημιουργούν ένα πέταλο που καλύπτει τη βραχιόνιο κεφαλή και τη συνδέει με την
ωμοπλάτη. Το τενόντιο πέταλο αποτελείται από τους τένοντες του υπακανθίου, του
υπερακανθίου, του υποπλατίου και του ελάσσονος στρογγύλου. Όταν ένας ή
περισσότεροι τένοντες του πετάλου υποστούν ρήξη, τότε παύει το πέταλο να έχει
πρόσφυση στην κεφαλή του βραχιονίου.
Αίτια
Ρήξης Τένοντα
Η ρήξη
μπορεί να οφείλεται είτε σε κάποιον τραυματισμό είτε σε χρόνια εκφύλιση (φθορά)
του τένοντα/τενόντων. Οι τραυματικές ρήξεις που είναι και οι πιο συχνές,
συνήθως γίνονται μετά από πτώση με το χέρι μας τεντωμένο ή κατά την απότομη
άρση βάρους. Μπορεί επίσης να συνυπάρχουν με άλλες κακώσεις του ώμου όπως μετά
από ένα εξάρθρημα ή ένα κάταγμα κλείδας.
Οι
επαναλαμβανόμενες κινήσεις, ειδικά αυτές που φέρνουν τον ώμο στα όρια του
εύρους κίνησης, μπορούν να προκαλέσουν μικροφθορές στο τενόντιο πέταλο.
Αθλήματα όπως το μπάσκετ, το τένις, το βόλεϊ, η κολύμβηση, η άρση βαρών αλλά
και πολλές χειρωνακτικές εργασίες είναι κάποιες από τις δραστηριότητες που
μπορεί να οδηγήσουν λόγω υπέρχρησης ή λανθασμένης τεχνικής, σε
μικροτραυματισμούς και τελικά, σε εκφυλιστική ρήξη του τένοντα.
Από την
άλλη, καθώς μεγαλώνουμε, η αιμάτωση του τενοντίου πετάλου μειώνεται, με
αποτέλεσμα να μειώνεται και η ικανότητά του για επούλωση, γεγονός που μπορεί να
οδηγήσει εύκολα έναν μικροτραυματισμό σε ρήξη. Παράλληλα, οστεόφυτα (οστικές
προεξοχές) που αναπτύσσονται στον ώμο, μπορεί να οδηγήσουν σε
επαναλαμβανόμενους μικροτραυματισμούς του τένοντα, αυξάνοντας έτσι την
πιθανότητα να υποστεί ρήξη.
Συμπτώματα
Τα
συνηθέστερα συμπτώματα είναι:
• Πόνος στις κινήσεις του χεριού και
ιδιαίτερα, στην άρση κάποιου βάρους
• Αδυναμία στην ανύψωση του χεριού και
στις στροφικές κινήσεις του ώμου
• Πόνος σε ηρεμία αλλά και νυχτερινός
πόνος που ξυπνάει πολλές φορές τον ασθενή, ιδίως όταν προσπαθεί να κοιμηθεί
στην πάσχουσα πλευρά
• Κριγμός σε κάποιες κινήσεις του ώμου
Διάγνωση
Η
διάγνωση θα τεθεί από το ιστορικό του ασθενούς, τα συμπτώματά του και την
κλινική εξέταση. Η κλινική εξέταση περιλαμβάνει έλεγχο του εύρους κίνησης, της
μυϊκής ισχύος, των σημείων ευαισθησίας καθώς και συγκεκριμένα κλινικά τεστ.
Η
επιβεβαίωση της διάγνωσης γίνεται με την μαγνητική τομογραφία, το αξονικό ή
μαγνητικό αρθρογράφημα και τον υπέρηχο της ωμικής ζώνης. Οι απλές ακτινογραφίες
θα βοηθήσουν στον αποκλεισμό άλλων παθήσεων.
Θεραπεία
Η ρήξη
του τένοντα πρέπει να αντιμετωπίζεται άμεσα έτσι ώστε να μην εξελίσσεται η
βλάβη, να εξαλείφεται ο πόνος αλλά και ο κίνδυνος μόνιμης απώλειας της μυϊκής
ισχύος. Ειδικά σε πλήρεις ρήξεις, υπάρχει και ο κίνδυνος ανάπτυξης αρθροπάθειας
στο μέλλον, εάν αυτές αφεθούν χωρίς θεραπεία.
Η
αντιμετώπιση εξατομικεύεται ανάλογα με το μέγεθος της ρήξης, τη χρονιότητά της,
την ύπαρξη αρθρίτιδας, την κατάσταση των μυών (αν υπάρχει ατροφία) και την
ποιότητα του τένοντα καθώς και την ηλικία, το επίπεδο δραστηριότητας και τα
συνυπάρχοντα προβλήματα του ώμου του ασθενούς.
Συντηρητική
Αντιμετώπιση
Οι
μισοί περίπου ασθενείς που αντιμετωπίζονται συντηρητικά, θα ανακουφιστούν από
τον πόνο, τουλάχιστον προσωρινά, και θα βελτιώσουν την κίνησή τους. Ωστόσο, η
μυϊκή ισχύς συνήθως δεν επανέρχεται, αν δεν αντιμετωπισθεί χειρουργικά.
Στις
περιπτώσεις εκείνες που η απαραίτητη χειρουργική αντιμετώπιση παραμελείται για
μεγάλο διάστημα, το μέγεθος της ρήξης μεγαλώνει, οι μύες ατροφούν και οι
τένοντες εκφυλίζονται σε τέτοιο βαθμό που η αρθροσκοπική συρραφή και η
αποκατάσταση στη συνέχεια, είναι πολύ δύσκολη ή και αδύνατη.
Η
συντηρητική αντιμετώπιση περιλαμβάνει:
• Ανάπαυση-μείωση των δραστηριοτήτων πάνω
από το επίπεδο του ώμου
• Λήψη παυσίπονων και μη στεροειδών
αντιφλεγμονωδών φαρμάκων
• Φυσικοθεραπεία με κινησιοθεραπεία και
ασκήσεις ενδυνάμωσης των μυών του τενόντιου πετάλου και της ωμικής ζώνης
• Εγχύσεις κορτιζόνης μέσα στην άρθρωση,
συνήθως στο σημείο που εντοπίζεται πιο έντονος ο πόνος
• Έγχυση πλάσματος τους ασθενούς πλούσιο
σε αυξητικούς παράγοντες (PRP-Platelet Rich Plasma), που στηρίζεται στην αναγεννητική ικανότητα του ίδιου του
οργανισμού
Αρθροσκοπική
Συρραφή της Ρήξης
Όταν τα
συντηρητικά μέσα δεν αρκούν για να μειωθεί ο πόνος και να επανέλθει η
λειτουργικότητα, η σύγχρονη επεμβατική αντιμετώπιση της ρήξης του τένοντα είναι
η Αρθροσκόπηση. Πρόκειται για μία ελάχιστα επεμβατική μέθοδο, που επιτρέπει να
δούμε το εσωτερικό της άρθρωσης, χωρίς να την τραυματίσουμε. Με τη βοήθεια μιας
μικροσκοπικής κάμερας και μικροεργαλείων, μέσα από οπές λίγων χιλιοστών, ο
εξειδικευμένος ορθοπαιδικός χειρουργός μπορεί να συρράψει τον τένοντα που έχει
υποστεί ρήξη ή να τον επανακαθηλώσει (επανατοποθετήσει) στη σωστή ανατομική του
θέση. Η συρραφή και η επανακαθήλωση γίνονται με ειδικά σχεδιασμένα εμφυτεύσιμα
υλικά (άγκυρες) και βιοαπορροφήσιμα ράμματα.
Για την
ταχύτερη επούλωση του τένοντα που έχει συρραφεί, υπάρχει η δυνατότητα λήψης και
έγχυσης βλαστοκυττάρων στην άρθρωση του ώμου μετά το τέλος της αρθροσκόπησης. Ο
ασθενής δεν χρειάζεται να νοσηλευτεί και επιστρέφει σπίτι του την ίδια ημέρα,
μετά από λίγες ώρες.
Ανάστροφη
Αρθροπλαστική Ώμου
Παραμελημένες
και μεγάλες, μη διορθώσιμες ρήξεις μπορούν σε μεγάλες ηλικίες να οδηγήσουν σε
αρθρίτιδα της άρθρωσης του ώμου. Σε αυτές τις περιπτώσεις, συνιστάται ανάστροφη
ολική αρθροπλαστική του ώμου (reverse) δηλαδή ολική αντικατάσταση της άρθρωσης
με μια τεχνητή πρόθεση κατά τη διάρκεια της οποίας αντιστρέφεται η φυσιολογική
ανατομία του ώμου. Με αυτόν τον τρόπο, η κίνηση δεν εξαρτάται από το τενόντιο
πέταλο και δημιουργείται μία άρθρωση σταθερή και ικανή να λειτουργήσει.
Η
τεχνητή πρόθεση αποτελείται από υλικά φιλικά προς τον οργανισμό και εξαιρετικά
ανθεκτικά. Η συνήθης διάρκεια της επέμβασης είναι δύο (2) ώρες και ο ασθενής νοσηλεύεται για μία (1) ημέρα
στο νοσοκομείο.
Αποκατάσταση
Η
αποκατάσταση παίζει ένα πολύ σημαντικό ρόλο προκειμένου ο ασθενής να μπορέσει
να επανέλθει στις καθημερινές του δραστηριότητες.
Μετά
την επέμβαση, πρέπει να χρησιμοποιήσει έναν κηδεμόνα (νάρθηκα) που θα
ακινητοποιήσει το χέρι του για 3 έως 6 εβδομάδες. Στη συνέχεια, να ακολουθήσει
ένα εξειδικευμένο πρόγραμμα αποκατάστασης προκειμένου ο ώμος να ξαναποκτήσει το
εύρος κίνησης και την μυϊκή του ισχύ.
Ο
χρόνος της αποκατάστασης ποικίλει ανάλογα με τη σοβαρότητα της βλάβης, τις
λειτουργικές απαιτήσεις του ασθενούς αλλά και τη συμμόρφωσή του στους αρχικούς
περιορισμούς. Η επιστροφή σε απλές καθημερινές δραστηριότητες και σε εργασία
γραφείου (πληκτρολόγηση, γράψιμο) γίνεται άμεσα, ενώ σε πλήρεις δραστηριότητες
κυμαίνεται περίπου σε 2 ½ - 3 ½ μήνες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η επιστροφή σε
πλήρη αθλητική δραστηριότητα ή σε βαριά χειρωνακτική εργασία μπορεί να
χρειάζεται διάστημα μέχρι και έξι μήνες.