Μπορεί η λεύκη να μην είναι μια θανατηφόρα
ασθένεια, αλλά σίγουρα επηρεάζει την ψυχολογία των πασχόντων, ειδικά όταν
διανύουν την τρυφερή παιδική και εφηβική ηλικία. Συχνά πέφτουν θύματα
εμπαιγμών, προσβολών και αστεϊσμών, γεγονός επιβαρυντικό για την ευαίσθητη ψυχή
τους, που τους οδηγεί σε χαμηλή ποιότητα ζωής. Η έναρξη της σχολικής χρονιάς
είναι επίπονη γι' αυτά τα παιδιά, καθώς πρέπει να αγωνιστούν διπλά για να
κερδίσουν τη συμπάθεια και την αποδοχή των συμμαθητών τους, για να καταφέρουν
να τους πείσουν να τους δεχτούν όπως και τα υπόλοιπα παιδιά, γιατί απλώς
τυγχάνει το δέρμα τους να μην είναι ομοιόχρωμο.
«Συγκριτικά με τα παιδιά του δημοτικού, οι έφηβοι με ορατές βλάβες της λεύκης είναι πιο πιθανό να αντιμετωπίσουν δυσκολίες. Συνήθως βιώνουν μεγαλύτερη ψυχολογική και συναισθηματική δυσφορία από τα μικρά παιδιά. Νοιώθουν ντροπή, δεν κάνουν φιλίες με την ίδια ευκολία που κάνουν οι συνομήλικοί τους, απομονώνονται, προσαρμόζονται δυσκολότερα σε νέα περιβάλλοντα, νοιώθουν ανασφάλεια και φόβο και έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση. Βιώνουν κοινωνικό στιγματισμό και πάσχουν συχνότερα από κατάθλιψη και κοινωνικό άγχος», μας εξηγεί ο Δερματολόγος-Αφροδισιολόγος δρ Χρήστος Στάμου.
Η λεύκη είναι σχετικά συχνή δερματική πάθηση που επηρεάζει το 1-2% του παγκόσμιου πληθυσμού. Πρόκειται για μια αυτοάνοση νόσο, στην οποία το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού προσβάλλει τα μελανοκύτταρα του δέρματος, τα κύτταρα που είναι υπεύθυνα για το χρώμα του. Εκδηλώνεται με την εμφάνιση αρχικά μικρών και ακανόνιστων σημείων στο δέρμα ή στα μαλλιά που έχουν λευκό χρώμα, τα οποία σταδιακά μεγαλώνουν και αλλάζουν σχήμα. Η κλινική πορεία είναι απρόβλεπτη. Αν και η λεύκη μπορεί να εμφανιστεί ανά πάσα στιγμή, από τη γέννηση έως τα βαθιά γεράματα, συχνότερα παρατηρείται σε άτομα ηλικίας 10-30 ετών. Είναι δε πιο ορατή σε σκούρους τόνους δέρματος, λόγω της αντίθεσης του αποχρωματισμένου δέρματος έναντι του χρωματισμένου.
Η λειονότητα των ατόμων που επηρεάζονται έχουν αποχρωματισμένες περιοχές στο πρόσωπο, τα μαλλιά, τα χέρια, τα πόδια και τον κορμό. Σε σπάνιες καταστάσεις, εμφανίζονται μόνο στη μία πλευρά του σώματος (Segmental Vitiligo) ή καταλαμβάνουν μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας του δέρματος από το μη προσβεβλημένο δέρμα (Universal Vitiligo).
Η λεύκη δεν οφείλεται σε μόλυνση και δεν είναι μεταδοτική. Ένας συχνός υποκείμενος μηχανισμός που οδηγεί στην εμφάνισή της είναι το οξειδωτικό στρες, η αδυναμία του σώματος να εξουδετερώσει τα επιβλαβή μόρια όπως οι ελεύθερες ρίζες με αντιοξειδωτικά, αν και γενικά τα αίτια είναι πολυπαραγοντικά και όχι πλήρως διασαφηνισμένα. Τις περισσότερες φορές το συμβάν που προκαλεί και ενεργοποιεί τη λεύκη είναι άγνωστο. Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις εμφάνισής της μετά από ένα συναισθηματικό στρες, από ένα ηλιακό έγκαυμα, ή από έκθεση σε κάποιο χημικό.
Αν και δεν υπάρχει κάποια πλήρως αποτελεσματική θεραπεία για τη λεύκη, υπάρχουν τρόποι αντιμετώπισης των συμπτωμάτων, στους οποίους καταφεύγουν συχνότερα τα άτομα με πιο σκούρο δέρμα, λόγω της εντονότερης χρωματικής διαφοράς που έχει με τα αποχρωματισμένα σημεία. Αναλόγως του εντοπισμού και της έκτασής τους, ο δερματολόγος επιλέγει την πιο κατάλληλη θεραπεία.
Όπως μας εξηγεί περαιτέρω ο δρ Στάμου, πέρα από τη μη ιατρική λύση που αφορά την εφαρμογή makeup, υπάρχουν διάφοροι τύποι φαρμάκων που μπορούν να συνταγογραφηθούν. Επιπλέον, μπορεί να εφαρμοστεί φωτοθεραπεία, θεραπεία με λέιζερ και χειρουργική θεραπεία. Τα φάρμακα τοπικής εφαρμογής έχουν το μειονέκτημα των παρενεργειών και απαιτούν στενή παρακολούθηση. Για παράδειγμα με τη μακροχρόνια χρήση κορτικοστεροειδών μπορεί να παρουσιαστεί ατροφία του δέρματος και να γίνει επιρρεπές σε ευρυαγγείες.
Η φωτοθεραπεία με μονοχρωματικό φως στενού φάσματος προκαλεί ικανοποιητικό επαναχρωματισμό στην πλειονότητα των ασθενών με πρώιμη ή εντοπισμένη νόσο. Πραγματοποιείται με τη χρήση του Excimer Laser, το οποίο δεν προκαλεί ανεπιθύμητες ενέργειες. Γι' αυτό, μπορεί να εφαρμόζεται 2 έως 3 φορές την εβδομάδα, επιτυγχάνοντας έτσι ένα ταχύτερο αποτέλεσμα στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της λεύκης. Εκτός από τον επαναχρωματισμό του δέρματος, έχει ανοσοκατασταλτικές και ανοσοτροποποιητικές ιδιότητες, δηλαδή καταστέλλει την επίθεση που πραγματοποιεί ο οργανισμός ενάντια στα ίδια του τα μελανοκύτταρα.
Για τη γενικευμένη λεύκη συστήνεται η χημειοφωτοθεραπεία (PUVA), η οποία είναι μια συνδυαστική αγωγή φωτοθεραπείας και ψωραλενίου, μιας φαρμακευτικής ουσίας που χρησιμοποιείται τοπικά για να ακολουθήσει η εφαρμογή της φωτοθεραπείας.
Η συνιστώμενη συχνότητα της θεραπείας είναι 2 φορές την εβδομάδα. Η αποτελεσματικότητα είναι συγκρίσιμη με το Excimer Laser όμως, η χημειοφωτοθεραπεία δεν συστήνεται για παιδιά κάτω των 12 ετών. Όταν όλες οι άλλες προσεγγίσεις έχουν αποτύχει, υπάρχει η δυνατότητα χειρουργικής θεραπείας με Micrografs. Έσχατη λύση αποτελεί ο αποχρωματισμός του υγιούς δέρματος με την τοπική εφαρμογή μονοβενζόνης σε περιπτώσεις εκτεταμένης λεύκης.
Για τα μικρά παιδιά όπως και για τους ενήλικες έχει αποδειχθεί από μελέτες ότι η θεραπεία με Excimer Laser είναι αποτελεσματικότερη και πιο ασφαλής.
Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει προσπάθεια από πολλούς αρμόδιους φορείς, προκειμένου να ενημερωθεί και να ευαισθητοποιηθεί το κοινό για τη λεύκη, η οποία τελικά βοήθησε στη μείωση του κοινωνικού στίγματος.
«Υπολογίζεται ότι μεταξύ 30 και 40% των ατόμων που πάσχουν από αυτή τη δερματική νόσο έχουν ψυχολογικά ή ψυχιατρικά προβλήματα. Γίνονται στόχος εκφοβισμού, που δυστυχώς έχει οδηγήσει κάποιους νέους ακόμα και στην αυτοκτονία. Δεδομένου ότι μπορεί να πυροδοτηθεί από ένα γεγονός που προκαλεί έντονη συναισθηματική φόρτιση αλλά και να οδηγήσει σε δευτερογενείς ψυχικές διαταραχές, καλό είναι να υπάρχει μια διεπιστημονική προσέγγιση για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων, ειδικά εάν είναι έφηβοι, λόγω της απειρίας τους να τις διαχειριστούν», καταλήγει ο δρ Χρήστος Στάμου.