Η νόσος Αλτσχάιμερ είναι τόσο σημαντικός παράγοντας
κινδύνου κατάγματος ισχίου όσο κανένας άλλος γνωστός παράγοντας.
Γι’ αυτό οι
φροντιστές και οι θεράποντες ιατροί των ασθενών λαμβάνουν κάθε προληπτικό
μέτρο, προκειμένου να τους προστατεύσουν και να αποφύγουν τις σοβαρές
επιπτώσεις που μπορεί να έχει ένα κάταγμα ισχίου στη συγκεκριμένη πληθυσμιακή
ομάδα.
Και αυτό διότι ακόμα και η υποβολή τους σε ολική αρθροπλαστική ισχίου
μπορεί να γίνει με πολύ αυστηρά κριτήρια.
«Η πιθανότητα κατάγματος ισχίου στην ηλικία των 50
ετών ανέρχεται στο 15-22% για τις γυναίκες και στο 6-11% για τους άνδρες.
Υπολογίζεται ότι 1 στις 6 γυναίκες θα το υποστούν κάποια στιγμή στη ζωή τους.
Κάθε χρόνο εκατομμύρια άτομα άνω των 60 ετών βιώνουν αυτήν τη επώδυνη εμπειρία
και τα στοιχεία δείχνουν ότι ο αριθμός των περιστατικών αναμένεται να
διπλασιαστεί μέχρι το έτος 2040. Στους
ανθρώπους της τρίτης ηλικίας τα κατάγματα αυτά είναι πολύ συχνότερα και μερικές
φορές με ολέθριες συνέπειες. Οι επιπτώσεις είναι σοβαρότερες, καθώς
αντιμετωπίζουν αυξημένη νοσηρότητα, λειτουργικά προβλήματα και θνησιμότητα»,
μας εξηγεί ο ορθοπαιδικός χειρουργός Δρ. Αθανάσιος Τσουτσάνης. Οι δύο
ισχυρότεροι παράγοντες κινδύνου είναι η χαμηλή οστική πυκνότητα και οι πτώσεις.
«Είναι γενικά αποδεκτό ότι στον γηριατρικό πληθυσμό η συντριπτική πλειονότητα
είναι κατάγματα ευθραυστότητας. Όμως, οι πιθανότητες να υποστεί κάποιος ηλικιωμένος ένα νέο
κάταγμα στην άρθρωση αυτή εξαπλασιάζεται όταν υπάρχει ιστορικό προηγούμενου
κατάγματος στο ισχίο», προσθέτει.
Όσοι πάσχουν από Αλτσχάιμερ κινδυνεύουν περισσότερο
να σπάσουν το ισχίο τους απ’ ότι οι συνομήλικοί
τους που δεν έχουν μείωση της γνωστικής τους λειτουργίας. Είναι λιγότερο
πιθανό να αναρρώσουν σε σημείο που να φτάσουν το επίπεδο λειτουργικότητας της
άρθρωσης που είχαν πριν από το κάταγμα, είναι πιθανότερο να χρειαστούν νοσηλεία
σε κάποιο ίδρυμα ή κέντρο αποκατάστασης και έχουν υψηλότερο ποσοστό
θνησιμότητας. Όσοι μένουν σε ίδρυμα διατρέχουν διπλάσιο κίνδυνο να υποστούν
κάταγμα ισχίου, απ’ ότι τα άτομα χωρίς άνοια.
Μπορεί να υπάρχουν πολλοί λόγοι
που να το δικαιολογούν, συμπεριλαμβανομένων των περισσότερων πτώσεων και της
οστεοπόρωσης στους συγκεκριμένους ασθενείς. Επίσης, έχει βρεθεί ότι ο
χαμηλότερος ΔΜΣ, η απώλεια βάρους, η μείωση της μυϊκής μάζας, η ανεπαρκής
σίτιση και οι πτώσεις στο πλάι είναι πιο συχνές στους ασθενείς με Αλτσχάιμερ.
Επίσης, οι ασθενείς με άνοια έχουν περισσότερες
πιθανότητες παραληρήματος κατά τη διάρκεια της παραμονής τους σε ίδρυμα, με τις
πιθανότητες να κυμαίνονται από 15-60% (αναλόγως των κριτηρίων που χρησιμοποιούνται).
Αυτοί οι ασθενείς έχουν χειρότερη έκβαση. Καθώς το παραλήρημα μπορεί να
προληφθεί και να θεραπευτεί, ο εντοπισμός εκείνων που είναι πιθανό να το
εκδηλώσουν θα μπορούσε να βοηθήσει στη βελτίωση της ποιότητας φροντίδας και στα
μετεγχειρητικά αποτελέσματα.
«Η ικανότητα του ασθενούς να συμμετέχει στην
περιεγχειρητική φροντίδα είναι κρίσιμης σημασίας για τη χειρουργική
αποκατάσταση του κατάγματος. Αυτή η ικανότητα εξαρτάται τόσο από τη σοβαρότητα της άνοιας όσο και της
υποστήριξης και φροντίδας που θα λάβουν μετεγχειρητικά. Για τους ασθενείς που
δεν πληρούν τις δύο αυτές προϋποθέσεις είναι δύσκολο να αποφασιστεί μια ολική
αρθροπλαστική ισχίου, που είναι η ενδεδειγμένη αντιμετώπιση ενός τύπου
κατάγματος (υποκεφαλικό) στη συγκεκριμένη άρθρωση. Ο λόγος είναι ότι μπορεί να
εμφανίσουν μετεγχειρητικό αποπροσανατολισμό, είναι πιθανό να αντιτίθενται στη
μετεγχειρητική φροντίδα, να έχουν επιθετική συμπεριφορά και να σηκώνονται από
το κρεβάτι χωρίς επίβλεψη, με κίνδυνο να πέσουν. Στη λήψη της απόφασης πρέπει
να συνυπολογιστούν και οι άλλες παθήσεις που ενδεχομένως να έχει και να
περιορίζουν την ικανότητα του να κινηθεί, οι οποίες είναι συχνές στους πολύ
μεγάλους ανθρώπους», επισημαίνει ο Δρ. Τσουτσάνης. «Ευτυχώς υπάρχει η
τεχνική AMIS, μια ελάχιστης
επεμβατικότητας τεχνική ολικής αρθροπλαστικής του ισχίου, η οποία ενδείκνυται
για ασθενείς με βεβαρυμένο ιατρικό ιστορικό, λόγω της ταχείας ανάρρωσης που
προσφέρει».
Οι μελέτες που αναφέρουν τα αποτελέσματα της ολικής
αρθροπλαστικής στους υπέργηρους είναι ενθαρρυντικές, καταδεικνύοντας την
ικανότητά τους να επανέρχονται στα επίπεδα λειτουργικότητας και δραστηριότητας
που είχαν πριν από το κάταγμα ισχίου. Ακόμη και σε ασθενείς ηλικίας άνω των 90
ετών, η εν λόγω επέμβαση μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την ποιότητα ζωής τους,
αποτρέποντας την ανάγκη για υψηλά επίπεδα βοήθειας και εποπτείας.
«Επειδή, λοιπόν, εμπλέκονται πολλοί παράγοντες στη
λήψη της απόφασης για την υποβολή ενός ασθενή με Αλτσχάιμερ και κάταγμα ισχίου
σε ολική αρθροπλαστική, θα ήταν προτιμότερο να λαμβάνονται μέτρα για την
πρόληψή των καταγμάτων και κυρίως των πτώσεων. Πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη
έμφαση και στην αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης με τη λήψη φαρμάκων, τα οποία
έχει αποδειχθεί ότι προλαμβάνουν τα κατάγματα. Η διατροφική πρόσληψη ασβεστίου
και η έκθεση στον ήλιο είναι πολύ σημαντικοί προληπτικοί παράγοντες. Εξίσου
απαραίτητη είναι και η γυμναστική. Έχει βρεθεί ότι τα προγράμματα ασκήσεων
ακόμα και 2 φορές εβδομαδιαίως ενισχύουν το μυϊκό σύστημα και μειώνουν τις
πιθανότητες καταγμάτων, βελτιώνοντας τη φυσική κατάσταση και τη λειτουργικότητα
του ασθενή», καταλήγει ο Δρ. Αθανάσιος Τσουτσάνης.