Συνήθως για το ροχαλητό και για την υπνική άπνοια
ενοχοποιούνται τα παραπανίσια κιλά. Όμως δεν είναι μόνο αυτά που επηρεάζουν,
έχοντας αυτές τις επιπτώσεις.
Η σκολίωση του διαφράγματος (γνωστή ως στραβό
διάφραγμα) δυσχεραίνει την αναπνοή -συχνά σε μεγάλο βαθμό- κάνοντας τον ασθενή
να αναπνέει από το στόμα.
Το ρινικό διάφραγμα είναι το τμήμα εκείνο, που
στηρίζει εσωτερικά τη μύτη και χωρίζει τις ρινικές κοιλότητες.
Το διάφραγμα της
μύτης είναι στραβό σε περίπου οκτώ στους δέκα ανθρώπους. Οι περισσότεροι, ενώ
ταλαιπωρούνται από πολλά συμπτώματα, δεν το γνωρίζουν καν.
Το διάφραγμα μπορεί να στραβώσει λόγω τραυματισμού,
κατά τη διάρκεια του τοκετού ή να γεννηθεί κανείς με αυτό.
Όταν το διάφραγμα είναι στραβό, το άτομο αισθάνεται
ενοχλήσεις και δυσκολεύεται να αναπνεύσει σωστά και σε βάθος, όπως θα ήθελε
(και θα έπρεπε). Αξίζει να σημειωθεί ότι το στραβό διάφραγμα δεν φαίνεται
εξωτερικά και δεν είναι απαραίτητο κάποιος να έχει εξαιτίας του στραβή μύτη.
«Εκτός από το γνωστό μπούκωμα -που ο ασθενής το
συνηθίζει και εξοικειώνεται μαζί του, γιατί δεν έχει μέτρο σύγκρισης, καθώς
αναπνέει έτσι όλη του τη ζωή- συχνά νιώθει κούραση, ροχαλίζει και, μάλιστα,
βαριά, ζαλίζεται, έχει πονοκέφαλο, συχνό ξηρό βήχα, προβλήματα με τα αυτιά και
άλλα ενοχλητικά συμπτώματα.
Το στραβό διάφραγμα ενοχοποιείται ακόμη και για
κρίσεις πανικού, λόγω της έλλειψης αέρα, για αυτό και πολλοί ασθενείς παίρνουν
ακόμη και αγχολυτικά», μας εξηγεί η Δρ. Ανατολή Παταρίδου, MD, χειρουργός
ωτορινολαρυγγολόγος κεφαλής και τραχήλου, παιδο-ΩΡΛ, επιστημονική συνεργάτης
Νοσοκομείου ΥΓΕΙΑ-ΜΗΤΕΡΑ (www.pataridou.gr).
Η διάγνωση της σκολίωσης του διαφράγματος γίνεται
στο ιατρείο με ενδοσκοπική εξέταση με βιντεοκάμερα. Η εξέταση είναι εύκολη,
γρήγορη και ανώδυνη, όταν γίνει με σωστή προετοιμασία της μύτης.
Με την εξέταση αυτή ελέγχονται όλα τα προβλήματα
μέσα στη μύτη: το ρινικό διάφραγμα, οι χόνδρινες ρινικές άκανθες ή η σκολίωση
του οστέινου τμήματος του διαφράγματος, οι υπερτροφικές ρινικές κόγχες, οι
υπερτροφικές αδενοειδείς εκβλαστήσεις (κρεατάκια), καθώς και οι ρινικοί
πολύποδες, που σχετίζονται ή όχι με αλλεργική ρινίτιδα.
Μετά τη διάγνωση τίθεται το ερώτημα: Ναι ή όχι στο
χειρουργείο; Όσοι προχωρούν σε χειρουργική επέμβαση διόρθωσης του στραβού
ρινικού διαφράγματος, λένε ότι απορούν πώς ανέπνεαν τόσο καιρό και πως η
καθημερινότητά τους και η ζωή τους έχει αλλάξει ριζικά μετά την επέμβαση.
Παρόλα αυτά η συγκεκριμένη επέμβαση είναι αρκετά
παρεξηγημένη, γιατί συχνά δεν διορθώνει όλα τα ανατομικά σημεία του
διαφράγματος.
Όπως λέει η
κυρία Ανατολή Παταρίδου: «Κάθε ασθενής έχει διαφορετική σκολίωση. Αν, λοιπόν, η
επέμβαση δεν γίνει ενδοσκοπικά, τότε μπορεί να μη γίνει ολοκληρωμένη
αποκατάσταση του στραβού διαφράγματος, οπότε ο ασθενής δε νιώθει ότι έχει
ριζική διόρθωση του προβλήματός του».
Επιπλέον στις κάτω ρινικές κόγχες, όταν είναι
υπερτροφικές, χρειάζεται να γίνει κογχοπλαστική και όχι απλώς καυτηριασμός,
γιατί σε 8-10 μήνες ο ασθενής θα ξαναμπουκώσει, επειδή οι κόγχες θα διογκωθούν
πάλι. Πολλές φορές πάλι οι ασθενείς φοβούνται το μετά, ότι θα χρειαστεί να
νοσηλευτούν, ότι θα πρηστούν, θα έχουν μελανιές και θα πονάνε, πράγματα που,
χάρη στις καινούργιες ενδοσκοπικές τεχνικές, δεν ισχύουν.
Ειδικότερα με την ενδοσκοπική χειρουργική μπορούν
να διορθωθούν όλες οι ανατομικές περιοχές, στις οποίες υπάρχει βλάβη, κάτι που
δεν είναι εφικτό με άλλες μεθόδους. Ταυτόχρονα μπορούν να χειρουργηθούν οι
γνωστές κόγχες, είτε με καυτηριασμό, είτε με κογχοπλαστική. Ακόμη κι αν κατά τη
διάρκεια της επέμβασης διαπιστωθούν πολύποδες ή κάποια ανατομική παραλλαγή,
όπως η λεγόμενη φυσαλιδώδης κόγχη ή η παρουσία πύου σε παραρρίνιες κοιλότητες,
μπορούν να διορθωθούν και αυτά χειρουργικά την ίδια στιγμή.
Αν, εκτός από στραβό διάφραγμα, κάποιος έχει
παραμόρφωση του εξωτερικού σχήματος και θέλει να διορθωθεί και αυτό, τότε
μπορεί να γίνει την ίδια στιγμή του χειρουργείου για τη διόρθωση του
διαφράγματος.
Να σημειωθεί ότι στα παιδιά η διόρθωση του ρινικού
διαφράγματος γίνεται με επέμβαση μετά την ηλικία των 14 ετών συνήθως, αλλά και
νωρίτερα, αν υπάρχει σοβαρού βαθμού δυσκολία στην αναπνοή, άσθμα ή ρινικοί
πολύποδες.
«Την επόμενη ημέρα και μετά την ανώδυνη αφαίρεση
του πωματισμού, ο ασθενής μπορεί πλέον να αναπνεύσει κανονικά. Το αποτέλεσμα στην
λειτουργία της μύτης είναι μόνιμο», διασαφηνίζει η χειρουργός
ωτορινολαρυγγολόγος κεφαλής και τραχήλου, παιδο-ΩΡΛ, επιστημονική συνεργάτης
Νοσοκομείου ΥΓΕΙΑ-ΜΗΤΕΡΑ.