Σάββατο 16 Μαΐου 2020
Δελτίου τύπου της ομάδας εργασίας αρτηριακής υπέρτασης της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας
Η 17η Μαΐου έχει οριστεί από το 2006 ως Παγκόσμια
Ημέρα κατά της Αρτηριακής Υπέρτασης και σκοπός της είναι η ενημέρωση και ευαισθητοποίηση
για την έγκαιρη διάγνωση και αποτελεσματική αντιμετώπιση της νόσου.
Υπολογίζεται ότι σήμερα 1.13 δισεκατομμύρια ασθενείς πάσχουν παγκοσμίως από
υπέρταση και μόλις 1 στους 5 καταφέρνουν με υγιεινοδιαιτητικά μέσα και την
κατάλληλη αγωγή να τη ρυθμίσουν.
Οι κύριοι παράγοντες οι οποίοι συμβάλλουν
πέραν της ηλικίας στην εμφάνιση υψηλών
επιπέδων πίεσης στο πληθυσμό είναι η μειωμένη φυσική δραστηριότητα, η
παχυσαρκία, η υπερκατανάλωση άλατος, το αλκοόλ και το κάπνισμα. Η αρτηριακή υπέρταση προκαλεί χρόνιες βλάβες
σε καρδιά, αγγεία, εγκέφαλο, οφθαλμούς και νεφρούς και υπολογίζεται ότι
ευθύνεται για το 6% των θανάτων παγκοσμίως. Συγκεκριμένα, έχει αποδειχθεί η
υπέρταση είναι υπεύθυνη για το 60% των αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων και το
40% των εμφραγμάτων του μυοκαρδίου, ενώ αποτελεί σημαντική αιτία καρδιακής και
νεφρικής ανεπάρκειας.
Ο στόχος του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας είναι να
μειώσει τα περιστατικά υπέρτασης κατά 25% μέχρι το 2025. Προς αυτήν την
κατεύθυνση πέραν των μέτρων υγιεινής διατροφής και τρόπου ζωής σημαντική θέση
έχει η κατάλληλη στρατηγική θεραπείας. Η τελευταία αποτυπώνεται στις πρόσφατες
οδηγίες αντιμετώπισης της αρτηριακής υπέρτασης από την Ευρωπαϊκή Εταιρεία
Υπέρτασης οι οποίες θέτουν πιο αυστηρούς στόχους για την αρτηριακή πίεση στην
πλειοψηφία των ασθενών υπό θεραπεία με ιδανικό εύρος συστολικής αρτηριακής
πίεσης 120-129 mmHg και διαστολικής αρτηριακής πίεσης 70-79 mmHg. Για να
επιτευχθεί η ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης προτείνεται η χρήση συνδυασμών
αντιυπερτασικών φαρμάκων σε 1 χάπι τόσο για καλύτερη αποτελεσματικότητα στην
ελάττωση της πίεσης όσο και για καλύτερη συμμόρφωση των ασθενών στο απλούστερο
θεραπευτικό σχήμα. Επιπροσθέτως, καθώς στην παθοφυσιολογία της αρτηριακής
υπέρτασης σημαντικό ρόλο έχει και η διέγερση του συμπαθητικού νευρικού
συστήματος, σειρά μελετών έχει αποδείξει ότι μία επεμβατική διακαθετήρια
μέθοδος με την οποία επιτυγχάνεται κατάλυση της συμπαθητικής νεύρωσης των
νεφρών είναι δυνατό να μειώσει την αρτηριακή πίεση. Πρόσφατα δημοσιεύτηκε
πολυκεντρική μελέτη όπου σε υπερτασικούς ασθενείς άνευ αντιυπερτασικής αγωγής
επιτεύχθηκε με ασφάλεια μεγαλύτερη μείωση της συστολικής πίεσης ιατρείου κατά
6.5 mmHg στην ομάδα της απονεύρωσης έναντι της ομάδας της εικονικής επέμβασης.
Στην πρόσφατη πανδημία με το νέο Κορωνοϊό SARS-CoV2
(COVID-19), ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η υψηλή επίπτωση της αρτηριακής
υπέρτασης. Σε μελέτη 44.672 ασθενών με COVID-19, το 4.2% έπασχαν από καρδιαγγειακό νόσημα ενώ το 12.8% εμφάνιζε
αρτηριακή υπέρταση. Σύμφωνα με μια άλλη μελέτη, το 48% των ασθενών που
κατέληξαν παρουσίαζαν αρτηριακή υπέρταση έναντι 23% των επιζώντων. Ωστόσο δεν
υπάρχουν σαφή στοιχεία ότι η αρτηριακή υπέρταση αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα
κινδύνου μόλυνσης από SARS-CoV2. Επομένως, οι υπερτασικοί ασθενείς πρέπει να εφαρμόζουν
τις ίδιες προφυλάξεις που εφαρμόζουν τα άτομα της ηλικίας τους ανάλογα με το
προφίλ και τις συννοσηρότητες τους. Πρέπει να τονιστεί ότι η θνησιμότητα
υπερτασικών ασθενών με COVID-19 ήταν σημαντικά μειωμένη σε εκείνους οι οποίοι
ελάμβαναν φάρμακα του άξονα ρενίνης αγγειοτενσίνης έναντι εκείνων που δεν είχαν
αγωγή με φάρμακα της κατηγορίας αυτής.
Τα αποτελέσματα αυτά υποστηρίζουν περαιτέρω ότι δεν
υπάρχει καμία ισχυρή επιστημονική βάση αυτή τη στιγμή για διακοπή ή μεταβολή
της δοσολογίας των φαρμάκων του άξονα ρενίνης-αγγειοτενσίνης σε υπερτασικούς
ασθενείς στα πλαίσια της πανδημίας. Λαμβάνοντας μάλιστα υπόψιν τη σχετική
δυσκολία πρόσβασης σε δομές υγείας το χρονικό διάστημα της κρίσης λόγω του νέου
κορωναϊού μία αλλαγή της αντιυπερτασικής αγωγής σε ασθενείς οι οποίοι έχουν
ρυθμισμένα επίπεδα αρτηριακής πίεσης πιθανώς θα οδηγούσε σημαντικό ποσοστό
υπερτασικών να παρουσιάσουν «αστάθεια» στη ρύθμισή τους η οποία συνοδεύεται με
αύξηση του καρδιαγγειακού κινδύνου.