«Τω καιρώ εκείνω» η νύφη, «μάνα» και «πατέρα» έλεγε τους γονείς του άντρα της. Ο γαμπρός, συνήθως δεν ακολουθούσε αυτόν τον κανόνα. Θα μιλούσε στον πεθερό, αν τον κοίταζε αυτός ή -το πολύ, πολύ- μπορεί να άκουγες κανένα «ρε συ», «ψιτ» κ.λπ.
Η προσφώνηση αυτή της νύφης αρχίζει από τότε -μετά το τελετουργικό του γάμου- όταν «εν πομπή και με κλαρινάδα» πήγαιναν όλοι στο σπίτι του πεθερού, για να «εγκαταστήσουν» το αντρόγυνο.
«Την ευχή σου πατέρα», ικέτευε κυριολεκτικά η νύφη. «Παιδί μου, όπως βρήκες και όχι, όπως ήξερες», ήταν η απάντησή του.
Η πεθερά τότε δεν μιλούσε. Κρατούσε δυνάμεις.
Και από την επομένη άρχιζε το τζέρτζελο. Η μάνα, όπως είναι γνωστό, το λεν’ και οι σπουδαγμέν’ δεν θα αποδεχτεί ποτέ, μα ποτέ ότι ξέφυγε ο γιος της, το παλικάρι της, το καρποστάλ του χωριού, από την προστασία και την επιτήρησή της˙ τέλος πάντων από την καθοδήγησή της.
Ποιος/α είναι η αιτία; Η νύφη. Και, αν η πεθερά ήταν η ίδια -εκ γενετής- «λύκος καψαλός», άστα να πάνε.
Γινόταν αυτό που καθαρότατα περιγράφει το δημοτικό τραγούδι.
Η κακή πεθερά
Εκεί ‘ς τον πέρα μαχαλά, ‘ς την παραδώθε ρούγα,/Ήταν μια σκύλα πεθερά, μια πετροκαταλούσα,/Κ’ επαρακάλειε κ’ έλεγε σαν στρίγλα και σαν λάμια,/ Για να γεννήσ’ η νύφη της όφιο με δυο κεφάλια/Και να γεννήσ’ η θύγω της ένα ωμορφοπαίδι./Έκαμ’ η νύφη της παιδί κ’ η θύγω της τον όφιον ̇/Πήρε της νύφης το παιδί και τ’ς έβαλε τον όφιον,/ Και το παιδί ν εφώναξε και το παιδί φωνάζει/-δε θέλω ‘γω το γάλα σου γιατ’ είν’ πικρό φαρμάκι/Μόν’ θέλω της μανούλας μου πούναι γλυκό σαν μέλι.
(Παναγιώτη Αραβαντινού, ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ, Συλλογή Δημωδών Ασμάτων, ΔΑΜΙΑΝΟΣ-ΔΩΔΩΝΗ, 1967, σελ. 273)
Για μια τέτοια πεθερά ο θυμόσοφος λαός γνωμάτευσε: «Όσο είναι τα ρεβίθια φαΐ, είναι η πεθερά σόι».
Μόνιμα στο στόμα της έχει τον συμπέθερο. «Δεν προλαβαίνω να αγοράζω καφέ. Έρχεται ο πατέρας της και τ’ φκιάχν’ μια τέντζερ’ καφέ. Φεύγ’ μεθ’σμέμος απ’ τον καφέ».
Υπήρχαν περιπτώσεις που η μάνα συμπαθούσε τη νύφη, αλλά η «λατρεία» της για το γιο της, δεν την άφηνε να εκδηλώσει μια τέτοια συμπάθεια. «Δε λέω. Καλή είναι, τρομάρα της, αλλά τον δικό μ’ τον κουτεντέ, τον κάν’ ό,τι θελ’. Κοντεύει να ξεχάσ’ ντιπ, καταντίπ, τ’ν μάνα τ’».
Και να ήθελε κάποιος να ξεχάσ ’ τη μάνα του, δεν τον άφηνε η ίδια. «Πού πάτε; Στο πανηγύρ’ στο διπλανό χωριό; Μαζί; Να πάτε», ήταν η πρώτη αντίδρασή της.
Στη συνέχεια ξεμονάχιαζε τη νύφη κι άρχιζε το φαϊρόπ. «Ιγώ είμαι να καθουμαι ιδώ, να μι τρων’ τα βάσανα».
Κι αν η νύφη τολμούσε να της πει «έλα και συ μάνα», τότε «φωτιά που την έκαψε».«Δεν άρμεξες τα γίδια, δεν έμασες το τριφύλ’, δεν τάισες τις κότες, δεν πότ’σες τον κήπο, δεν πίστρωσες τα παντελόνια του άντρα σ’, δεν άπλωσες τον τραχανά και θέλ’ς να πας στο πανηγύρ’ να απλώσεις και τ’ν αρίδα σ’;»
Κι άρχιζε το μονολόγημα. «Αχ, τα μαζών’(ει) με το βιλόν’ το πιδί μ’στ’ν ξενιτιά, κι αυτή τα ξοδεύ(ει) μι του τσουβάλ’ στα πανηγύρια».
Τελικά, η όλη κατάσταση αφορούσε μια μάχη εξουσίας μεταξύ δύο γενεών. Συγκρούονταν διαφορετικές αντιλήψεις. Από τη μια «μπλέκεται εκεί που δεν την σπέρνουν.