Πέμπτη 21 Απριλίου 2016
Η ομιλία του βουλευτή Ιωαννίνων Γιάννη Καραγιάννη στη συζήτηση του σχεδίου νόμου για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς
Η
ουσιαστική προσέγγιση και αντικειμενική κριτική στο παρόν νομοσχέδιο πρέπει, να
εστιάζεται στις απαντήσεις τριών ερωτημάτων:
Πρώτον,
αν αυτό είναι σύννομο με τις βασικές αρχές και αξίες του συνεργατισμού, όπως
αυτές διαμορφώθηκαν το 1995 στο Παγκόσμιο Συνέδριο Συνεταιρισμών του
Μάντσεστερ.
Δεύτερον,
αν στηρίζει την ανάπτυξη των συνεταιρισμών και τη συνεργατική
επιχειρηματικότητα.
Τρίτον,
αν προωθεί το χώρο της κοινωνικής οικονομίας ως καθοριστικού συντελεστή
ανάπτυξης της πρωτογενούς παραγωγής και του νέου αγροτοδιατροφικού μοντέλου της
χώρας.
Η
απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι θετική και δεν χωράει καμία αμφισβήτηση. Το
νέο σχέδιο νόμου όχι μόνο είναι σύννομο με τις βασικές αρχές και αξίες του
συνεργατισμού, αλλά έρχεται να αποκαταστήσει τη χαμένη τους τιμή μετά από πολλά
χρόνια διασυρμού του συνεργατικού θεσμού από συγκεκριμένες πολιτικές στη χώρα
μας. Έρχεται ουσιαστικά να διορθώσει τα αίτια της αποτυχίας των συνεταιρισμών
στην Ελλάδα. Και ποια είναι αυτά:
1. Η
απαρχαιωμένη νομοθεσία. Το νομικό (μέχρι τώρα) πλαίσιο για τους συνεταιρισμούς
αποτέλεσε κεντρικό άξονα άσκησης πολιτικής και, όπως αποδείχτηκε, χειραγώγησης
των συνεταιρισμών ιδιαίτερα των αγροτικών, που χρησιμοποιήθηκαν ως μέσο άσκησης
πολιτικής με διαδικασίες κυρίως κομματικού χαρακτήρα και αδιαφάνειας.
2. Οι
αδιαφανείς και σε πολλές περιπτώσεις διεφθαρμένες επιχειρηματικές συναλλαγές
διοικήσεων συνεταιρισμών με κράτος και κόμματα.
3. Ο
εφησυχασμός των μελών και του συνεταιρισμού στην πολιτική των επιδοτήσεων.
4. Η
έλλειψη συνεταιριστικής παιδείας.
5. Η
απουσία αυστηρών ελεγκτικών μηχανισμών.
6. Η
έλλειψη μακροπρόθεσμου στρατηγικού σχεδιασμού και πολιτικής εξαγωγών με
προσανατολισμό τις ανάγκες της αγοράς.
7. Η
έλλειψη σύγχρονων μεθόδων οργάνωσης και ο διαχωρισμός εκλεγμένων διοικήσεων με
το απαραίτητο για κάθε σύγχρονη επιχείρηση τεχνοκρατικό μάνατζμεντ.
Οι
παραπάνω λόγοι στάθηκαν τροχοπέδη για την ανάπτυξη του χώρου της κοινωνικής
οικονομίας στη χώρα μας, ο οποίος σήμερα παρουσιάζει μεγάλη υστέρηση σε σχέση
με την Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο, αν σκεφτούμε πως ένας στους επτά
ανθρώπους του πλανήτη είναι μέλος κάποιου συνεταιρισμού και πως υπάρχουν χίλιοι
πεντακόσιοι συνεταιρισμοί, εκ των οποίων οι εννιακόσιοι δεκατρείς στην
Ευρωπαϊκή Ένωση, με συνολικό τζίρο ένα τρισεκατομμύριο ευρώ.
Το
δεύτερο αρχικό ερώτημα έχει να κάνει με τη στήριξη της συνεργατικής
επιχειρηματικότητας από το παρόν νομοσχέδιο. Από πού προκύπτει το αντίθετο;
Δεν
πρέπει να ξεχνάμε ότι, ανεξάρτητα της νομικής της μορφής, μια σύγχρονη
επιχείρηση για να μπορέσει να επιβιώσει μέσα σε αυτό το ανταγωνιστικό
περιβάλλον, θα πρέπει να ικανοποιεί συγκεκριμένες καταναλωτικές ανάγκες, να
έχει σύγχρονη οργάνωση, εσωτερικό έλεγχο, ικανά και αφοσιωμένα στελέχη,
στρατηγική και στόχους.
Ποιος
εμποδίζει ένα σύγχρονο συνεταιρισμό να οργανωθεί στην κατεύθυνση αυτή; Εκτός
και αν οι αναγκαίοι και απαραίτητοι έλεγχοι θεωρούνται προβληματικοί, γεγονός
που θα έβαζε σε αμφισβήτηση ακόμη και το τμήμα εσωτερικού ελέγχου των
εισηγμένων ανωνύμων εταιρειών.
Ποιος
εμποδίζει τη δημιουργία clusters επιχειρήσεων του χώρου της κοινωνικής
οικονομίας τόσο για οικονομίες κλίμακας όσο και για λόγους εξωστρέφειας; Για
ποια, όμως, συνεταιριστική επιχειρηματικότητα κάνουμε λόγο σήμερα, όταν ο
κύκλος εργασιών των εναπομείναντων συνεταιρισμών στην Ελλάδα αγγίζει τα 900
εκατομμύρια και τα χρέη τους ξεπερνάνε τα 3 δισεκατομμύρια;
Πώς θα
γίνει η αναδιοργάνωση ορισμένων από αυτούς χωρίς σοβαρά επιχειρηματικά σχέδια,
έλεγχο και αναζήτηση ευθυνών για πράξεις και παραλείψεις μελών διοικητικών
συμβουλίων και γενικών διευθυντών;
Το
τρίτο αρχικό ερώτημα έχει να κάνει με το κατά πόσο το νομοσχέδιο αυτό προωθεί
την κοινωνική οικονομία σε μια δύσκολη συγκυρία για τη χώρα και πώς ο χώρος
αυτός θα μπορέσει να παίξει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη. Όπως οι σύγχρονοι
συνεταιρισμοί γεννήθηκαν ταυτόχρονα με τη γέννηση του σύγχρονου καπιταλισμού,
έτσι και τώρα η κρίση θα γίνει ευκαιρία αναγέννησης της κοινωνικής οικονομίας.
Μπορεί
το κοινωνικό κεφάλαιο να είναι στην Ελλάδα χαμηλό και να λείπει ο συνεκτικός
ιστός, που είναι απαραίτητος για συνεταιρισμό, αλλά η ύφεση και η υποτονική
επιχειρηματική δραστηριότητα δημιουργεί κενά για ανάπτυξη νέων συνεταιρισμών
τόσο στην πρωτογενή παραγωγή όσο και στη συνεταιριστική πίστη.
Τελειώνοντας,
θα ήθελα να επισημάνω πως κανένα μοντέλο περιφερειακής ανάπτυξης δεν στερείται
υπηρεσιών του χώρου της κοινωνικής οικονομίας. Η στήριξη των εθνικών μας
προϊόντων και η ανάδειξη των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της ελληνικής
περιφέρειας δεν μπορεί να γίνει χωρίς σύγχρονους συνεταιρισμούς και ομάδες
παραγωγών.
Το νέο
αγροτοδιατροφικό μοντέλο της χώρας με την παραγωγή προϊόντων υψηλής διατροφικής
αξίας και ποιότητας δεν μπορεί να μην συμπεριλάβει επιχειρήσεις του χώρου της
κεντρικής οικονομίας προς όφελος των παραγωγών και των καταναλωτών, ιδίως με
τις δυνατότητες που προσφέρει η νέα ΚΑΠ.