Σάββατο 8 Μαρτίου 2014
Αναγνώριση από το ΣτΕ του θεσμικού ρόλου των αναγνωρισμένων Κυνηγετικών Οργανώσεων
Απόφαση
«κλειδί» του ΣτΕ έκρινε απαραίτητη την αυτοπρόσωπη παρουσία των μεμονωμένων
κυνηγών και των κυνηγών που δεν είναι μέλη αναγνωρισμένων και συνεργαζόμενων
Κυνηγετικών Συλλόγων για την έκδοση ή ανανέωση αδειών θήρας χωρίς να τους δίνει
το δικαίωμα εξουσιοδότησης σε τρίτους.
«Μετά
από μία επταετία δικαστικού αγώνα, η Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδος προσέθεσε
ακόμα ένα βέλος στην φαρέτρα της για την προάσπιση της κυνηγετικής
δραστηριότητας», αναφέρουν από την Κυνηγετική Συνομοσπονδία.
Με
την 2754/2012 απόφαση του το ΣτΕ ακυρώνει την υπ. Αρίθ. 95445/3976/12-7-2006
απόφαση της Γεν. Δ/νσης Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Φυσικού
Περιβάλλοντος με την οποία ορίζονταν ότι κατά την διαδικασία εκδόσεως των
αδειών θήρας, παρέχεται η δυνατότητα και στους μεμονωμένους κυνηγούς καθώς και
σε κυνηγούς μέλη κυνηγετικών συλλόγων μη αναγνωρισμένων ως συνεργαζόμενων με το
αρμόδιο Υπουργείο, να καταθέτουν αιτήσεις και δικαιολογητικά για έκδοση ή
ανανέωση αδειών θήρας μέσω τρίτων προσώπων, εξουσιοδοτημένων από τους
ενδιαφερόμενους.
Κατά την παράθεση του σκεπτικού της Απόφασης
του το ΣτΕ αναγνωρίζει ότι λόγοι δημοσίου συμφέροντος υπαγορεύουν της διατάξεις
που προβλέπουν την «λειτουργία ιδιαίτερων οργανώσεων σωματειακού χαρακτήρα,
όπως οι ανωτέρω συνεργαζόμενοι με το αρμόδιο Υπουργείο κυνηγετικοί σύλλογοι, οι
οποίες υπόκεινται σε αυξημένο έλεγχο και εποπτεία του Υπουργείου Αγροτικής
Ανάπτυξης και Τροφίμων, καθ’ όσον είναι υποχρεωμένες να οργανώνονται και να
λειτουργούν σύμφωνα με τα κατά τα ανωτέρω, πρότυπα καταστατικά που προβλέπονται
στην προαναφερόμενη κανονιστική υπουργική απόφαση και να τελούν σε άμεση
συνεργασία με τις αρμόδιες για την προστασία της θήρας αρχές».
Επίσης σκοπός της ύπαρξης των αναγνωρισμένων
Κυνηγετικών Συλλόγων είναι και η ανάγκη «αποκλεισμού των μεσαζόντων από την
διαδικασία έκδοσης αδειών» και «διασφάλισης του δημοσίου συμφέροντος ώστε να
επιτυγχάνεται η «ελεγχόμενη από την Διοίκηση παραγωγή έργου για την προστασία
και ανάπτυξη του θηραματικού πλούτου της χώρας» και εξασφάλισης του δημοσίου
χρήματος. Στα πλαίσια της εξασφάλισης
του δημοσίου χρήματος αναγνωρίζει επίσης ότι «οι αναγνωρισμένοι και
συνεργαζόμενοι με το Υπουργείο Γεωργίας Κυνηγετικοί Σύλλογοι υφίστανται
υποχρεωτικά ετήσιο, τακτικό, διοικητικό και οικονομικό έλεγχο από Δημόσια Αρχή
(Δασική Υπηρεσία) ως προς την διαχειριστική διαφάνεια, νομιμότητα και
σκοπιμότητα των δαπανών και εσόδων τους σε αντίθεση με τα πάσης άλλης μορφής
Σωματεία, τα οποία δεν υφίστανται κανέναν τέτοιο έλεγχο».
Υπογραμμίζει επίσης ότι, δεν αντίκειται στις
διατάξεις των άρθρων 12 και 4 παρ. 1 του Συντάγματος η αναγνώριση μόνο στους
αναγνωρισμένους κυνηγετικούς συλλόγους της δυνατότητας να υποβάλλουν αιτήσεις
μελών τους για έκδοση άδειας θήρας γιατί δικαιολογείται από τις εγγυήσεις που
διασφαλίζονται λόγω του αυξημένου ελέγχου του Υπουργού επί των συνεργαζόμενων
κυνηγετικών συλλόγων (ΣτΕ 3942/2001) και προσθέτει ότι ο αποκλεισμός των
μεμονωμένων κυνηγών ή των κυνηγών μελών μη αναγνωρισμένου κυνηγετικού συλλόγου
από την χορήγηση εξουσιοδότησης προς τρίτα πρόσωπα για την διενέργεια πράξεων
για την έκδοση άδειας θήρας υπαγορεύεται από λόγους δημοσίου συμφέροντος, «ώστε
να εξασφαλίζεται η άμεση επικοινωνία τους με την αρμόδια υπηρεσία και να
καθίσταται δυνατή η διερεύνηση από τα αρμόδια όργανα αν με τη χορήγηση σε
συγκεκριμένο πρόσωπο της άδειας θήρας, με την οποία παρέχεται δικαίωμα χρήσης
κυνηγετικού όπλου, δημιουργούνται πρόδηλοι κίνδυνοι για το δικαιούχο της άδειας
και γενικότερα για την ανθρώπινη ζωή και τον θηραματικό πλούτο της χώρας».
Μετά από μία επταετία δικαστικού αγώνα, η
Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδος προσέθεσε ακόμα ένα βέλος στην φαρέτρα της για
την προάσπιση της κυνηγετικής δραστηριότητας. Το χρονικό διάστημα των επτά (7)
ετών προσπάθειας, φανερώνει την δυσκολία του έργου, όπως και την σοβαρότητα των
θεμάτων που καλείται να αντιμετωπίσει η ΚΣΕ. Μόνο έτσι, με σωστή πρόβλεψη και
μακροχρόνιο σχεδιασμό, μπορεί να εξασφαλιστεί το μέλλον του κυνηγιού στην
Ελλάδα. Ακόμα και το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της χώρας (ΣτΕ) παραδέχεται
ότι μόνο μέσω των αναγνωρισμένων – συνεργαζόμενων με το Υπουργείο Κυνηγετικών
Οργανώσεων μπορεί να υπάρξει σωστή διαχείριση, με στόχο την προστασία και την
ανάπτυξη του θηραματικού πλούτου της χώρας. Επίσης μέσω των υποχρεωτικών
ετήσιων διοικητικών και διαχειριστικών ελέγχων που γίνονται στις αναγνωρισμένες
κυνηγετικές οργανώσεις εξασφαλίζεται η
σωστή διαχείριση των χρημάτων των κυνηγών, πράγμα που δεν υπάρχει στα «πάσης
άλλης μορφής Σωματεία, τα οποία δεν υφίστανται κανέναν τέτοιο έλεγχο». Η
υποστήριξη των ελλήνων κυνηγών προς τις αναγνωρισμένες κυνηγετικές οργανώσεις
αποτελεί μονόδρομο για την συνέχιση της κυνηγετικής δραστηριότητας στην χώρα
μας.