Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013
Εξαρθρώθηκε από την Υπηρεσία Οικονομικής Αστυνομίας & Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος εγκληματική οργάνωση, τα μέλη της οποίας εμπλέκονται σε υποθέσεις σύνταξης πλαστών διαθηκών και παράνομης ιδιοποίησης περιουσιακών στοιχείων ατόμων που είχαν πεθάνει
Είχαν
γίνει ζάμπλουτοι με πλαστές διαθήκες
Συγκεκριμένα
συνελήφθησαν για τη συμμετοχή τους στην οργάνωση έξι ημεδαποί, τρεις άνδρες και
τρεις γυναίκες, μεταξύ των οποίων και ένας αστυνομικός, ενώ έχει ταυτοποιηθεί
και αναζητείται ακόμη ένα μέλος της οργάνωσης, βρετανικής υπηκοότητας
Σε
βάρος τους σχηματίστηκε δικογραφία κακουργηματικού χαρακτήρα για απάτες,
πλαστογραφίες και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες
Από
την πολυετή δράση της οργάνωσης, τουλάχιστον από το 2000, τα μέλη της
επωφελούμενα από τα περιουσιακά στοιχεία, κινητά και ακίνητα, αποκόμισαν
χρηματικά ποσά που ξεπερνούν το (1.000.000) ευρώ.
Παράλληλα
αποστέρησαν από το ελληνικό δημόσιο το νόμιμο δικαίωμά του να διεκδικήσει την
κινητή και ακίνητη περιουσία των θανόντων.
Σε
τουλάχιστον δεκαεννέα περιπτώσεις είχαν συντάξει πλαστές ιδιόχειρες διαθήκες με
αποτέλεσμα να ιδιοποιηθούν παράνομα εικοσιένα ακίνητα σε Αττική, Ιωάννινα και
Καβάλα.
Με
Απόφαση του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας ο αστυνομικός τέθηκε σε
διαθεσιμότητα και παράλληλα διατάχθηκε σε βάρος του Ένορκη Διοικητική Εξέταση
Από
την Υπηρεσία Οικονομικής Αστυνομίας & Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος,
εξαρθρώθηκε εγκληματική οργάνωση τα μέλη της οποίας ενέχονται σε υποθέσεις σύνταξης
πλαστών διαθηκών και παράνομης ιδιοποίησης περιουσιακών στοιχείων ατόμων που
είχαν αποβιώσει.
Για
την υπόθεση αυτή συνελήφθησαν στο πλαίσιο αστυνομικής επιχείρησης, προχθές
(24.09.2013), σε περιοχή της Αττικής, έξι (6) ημεδαποί, τρεις άνδρες ηλικίας
22, 23 και 26 ετών και τρεις γυναίκες ηλικίας 48, 57 και 72 ετών αντίστοιχα,
ενώ έχει ταυτοποιηθεί και αναζητείται ακόμη ένα μέλος της οργάνωσης, 45χρονος
Ελληνοαφρικανός, βρετανικής υπηκοότητας.
Ο
22χρονος από τους συλληφθέντες άνδρες, που είναι αστυνομικός και υπηρετεί σε
υπηρεσία της Αττικής, τέθηκε σε διαθεσιμότητα και σε βάρος του διατάχθηκε
Ένορκη Διοικητική Εξέταση.
Η
κακουργηματικού χαρακτήρα δικογραφία που σχηματίστηκε για όλους τους
εμπλεκόμενους, η οποία περιλαμβάνει (600) περίπου έγγραφα από τα οποία πάνω από
(80) είναι καταθέσεις, αφορά τη σύσταση και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση,
τις απάτες, τις πλαστογραφίες και τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες.
Ειδικότερα,
από την αστυνομική έρευνα, προέκυψε ότι η συγκεκριμένη οργάνωση συγκροτήθηκε
τουλάχιστον από το έτος 2000, από τις τρεις συλληφθείσες γυναίκες και τον
αλλοδαπό υπήκοο, ενώ σταδιακά προσχώρησαν σε αυτή και οι υπόλοιποι
εμπλεκόμενοι.
Διέθετε συγκεκριμένη μεθοδολογία δράσης, αλλά και σαφή ιεραρχική
διάρθρωση και δομή, στην κορυφή της οποίας με διευθυντικό και αρχηγικό ρόλο
ήταν η 48χρονη ημεδαπή και ο 45χρονος αλλοδαπός.
Πιο
αναλυτικά ως προς τη δράση της ομάδας, τα μέλη της εντόπιζαν ακίνητα, μέσω των
καταστάσεων που αναρτώνται στα ειρηνοδικεία της χώρας περί σφράγισης ακινήτων
θανόντων ατόμων, λόγω απουσίας συγγενών ή/και κληρονόμων αυτών.
Μετά
από μικρό χρονικό διάστημα και αφού τα ακίνητα είχαν σφραγιστεί από ειρηνοδίκη,
εισέρχονταν παράνομα σ' αυτά και συγκέντρωναν στοιχεία σχετικά με την κινητή
και ακίνητη περιουσία των θανόντων (ιδιόχειρες σημειώσεις, βιβλιάρια
καταθέσεων, στοιχεία θυρίδων σε τράπεζες κ.λπ.).
Στη
συνέχεια, μετά την παρέλευση κάποιων ετών και αφού προηγουμένως διαπίστωναν ότι
τα περιουσιακά στοιχεία του ατόμου που είχε αποβιώσει δεν κληροδοτούνταν σε
νόμιμους κληρονόμους, συνέτασσαν πλαστές ιδιόχειρες διαθήκες, σύμφωνα με τις
οποίες τα περιουσιακά στοιχεία του θανόντα κληροδοτούνταν σε κάποιο ή κάποια
μέλη της οργάνωσης.
Ακολούθως
προσκόμιζαν τις πλαστές διαθήκες ενώπιον αρμοδίων Πρωτοδικείων της χώρας
(κυρίως της Αττικής) και σε συνδυασμό με άλλα ψευδή αποδεικτικά μέσα
(καταθέσεις ψευδομαρτύρων/μελών της οργάνωσης), πετύχαιναν την έκδοση ευνοϊκών
γι' αυτούς αποφάσεων των δικαστηρίων και έτσι θεμελίωναν κληρονομικό δικαίωμα
επί της περιουσίας των θανόντων.
Με
τη μέθοδο αυτή, από την μέχρι στιγμής έρευνα, έχει διαπιστωθεί ότι συντάχθηκαν
τουλάχιστον (19) πλαστές ιδιόχειρες διαθήκες για κινητή και ακίνητη περιουσία
(16) ατόμων που έχουν αποβιώσει. Με τις πλαστές αυτές διαθήκες, τα μέλη της
ομάδας κατάφεραν να ιδιοποιηθούν παράνομα (21) ακίνητα, σε Αθήνα, Βύρωνα,
Καισαριανή, Παγκράτι, Κηφισιά, Π. Φάληρο, Ιωάννινα και Καβάλα, ενώ διερευνώνται
ακόμα δύο (2) υποθέσεις ακινήτων.
Επιπλέον,
προέκυψε ότι από την πολυετή δράση της οργάνωσης, για δεκατρία και πλέον έτη,
τα μέλη της επωφελήθηκαν περιουσιακά στοιχεία, κινητά και ακίνητα, θανόντων
ατόμων και αποκόμισαν χρηματικά ποσά, τα οποία στο σύνολό τους φθάνουν το
(1.126.465,81) ευρώ (χωρίς να υπολογίζεται η αξία των ακινήτων που
μετεγγράφηκαν στα μέλη), ενώ παράλληλα αποστέρησαν από το ελληνικό δημόσιο το
νόμιμο δικαίωμά του να διεκδικήσει την κινητή και ακίνητη περιουσία των
θανόντων.
Συγκεκριμένα
:
από
την πώληση των παρανόμως κτηθέντων ακινήτων αποκόμισαν το ποσό των (225.539,65)
ευρώ
από
τη μίσθωση των παρανόμως κτηθέντων ακινήτων το ποσό των (230.943,60) ευρώ
από
εκποίηση διαφόρων περιουσιακών στοιχείων των θανόντων (μετοχές, κοσμήματα,
κ.λπ.) που υπήρχαν σε θυρίδες τραπεζών, το ποσό των (669.982,56) ευρώ.
Κατά
τη διάρκεια της αστυνομικής επιχείρησης, πραγματοποιήθηκαν έρευνες σε οικίες
των συλληφθέντων στην Αττική, όπου βρέθηκαν μεταξύ άλλων και κατασχέθηκαν:
πλήθος
προσωπικών εγγράφων, πιστοποιητικών, πράξεις αποδοχής κληρονομιάς κ.λπ. που
σχετίζονται με την υπόθεση
ειδικό
χαρτί (ριζόχαρτο) που χρησιμοποιείτο για τις πλαστογραφήσεις
χρηματικό
ποσό ύψους (47.748) ευρώ
δεκατρία
(13) βιβλιάρια τραπεζικών καταθέσεων
πλήθος
εγγράφων που αφορούν μεταφορά χρηματικών ποσών μέσω εταιρείας ταχυπληρωμών
πέντε
(5) πιστωτικές - χρεωστικές κάρτες
ένα
(1) μπλοκ αποδείξεων πληρωμής.
Οι
συλληφθέντες οδηγήθηκαν στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, ο οποίος
παρέπεμψε την υπόθεση στον Ανακριτή για κύρια ανάκριση, ενώ η έρευνα
συνεχίζεται προκειμένου να διευκρινιστεί όλο το εύρος της παράνομης
δραστηριότητας της εγκληματικής οργάνωσης και να εξακριβωθεί η τυχόν συμμετοχή
των μελών της σε άλλα παρόμοια αδικήματα.