Τα αντάρτικα σώματα που υπήρχαν στην τουρκοκρατούμενη Ήπειρο και ήταν σε συνεννόηση με την Ηπειρωτική Εταιρεία δυνάμωσαν τη δράση τους και συγκροτήθηκαν και άλλα. Αναφέρονται μεταξύ άλλων τα σώματα: του Μέμου στο βόρειο τμήμα του Κασιδιάρη από την ανατολική του πλευρά, των Λεοντόπουλου και Έξαρχου στη δυτική πλευρά του Κασιδιάρη, του Φουρτούνα στην περιοχή της Βάλτιστας (Χαραυγή) και Καστάνιανης, των Λιόλιου, Κολοβού και Πάντου στην ανατολική πλευρά της Μουργκάνας. Σκοπός των αντάρτικων ομάδων ήταν να απασχολούν τον τουρκικό στρατό στα μετόπισθεν για να διευκολύνουν τον Ελληνικό Στρατό κατά τη διάρκεια του Πολέμου για την απελευθέρωση της Ηπείρου.
Στις 7 Οκτωβρίου 1912 ο καπετάν Κρομμύδας (συνωμοτικό ψευδώνυμο του δασκάλου Σπύρου Μήτση από την Ιερομνήμη) με την ομάδα του, που αποτελείτο από 40 ένοπλους άνδρες, έκαψε το κοτσέκι (αποθήκη αγροτικών προϊόντων που συνέλεγαν ως φόρους οι Οθωμανοί) και το καρακόλι (αστυνομικό σταθμό) της Πογδόριανης και άλλα 15 κοτσέκια της περιοχής.
Η Πογδόριανη εκείνη την εποχή ήταν τσιφλίκι του Αχμέτ Εγιούπ Πασά και περιελάμβανε τις σημερινές κοινότητες Παρακαλάμου, Ρεπετίστας, Μαυρονόρους και Αρετής, που όλες μαζί είχαν έκταση 37 χιλιάδων στρεμμάτων. Γι’ αυτό και το κοτσέκι της Πογδόριανης ως το πιο μεγάλο της περιοχής είχε δίπλα του και καρακόλι, ήταν ο κυριότερος στόχος του Κρομμύδα.
Μαζί με τα κτίρια του κοτσεκιού κάηκαν και όλα τα αγροτικά προϊόντα που ήταν μέσα σ’ αυτό: σιτάρια, κριθάρια, καλαμπόκια, όσπρια, καρύδια κ.α. Ότι απέμεινε άκαγο ή μισοκαμένο το πήραν οι κάτοικοι του χωριού.
Ο Σούμπασης (αντιπρόσωπος του οθωμανικού Δημοσίου ή των τσιφλικάδων) Ιμπραήμ εφέντης και οι άλλοι Τούρκοι, φύλακες, φρουροί και υπάλληλοι του κοτσεκιού, είχαν πάει στα Γιάννινα μαζί με τους αστυνομικούς του καρακολιού.
Η πιθανότερη αιτία της απουσίας τους ήταν να είχαν πάρει διαταγή από τον Εσάτ Πασά των Ιωαννίνων να συγκεντρωθούν στην πόλη λόγω των πολεμικών γεγονότων. Είχε μείνει μόνο ένας Αλβανός φύλακας, ο Ιμπραήμ Γκέγκα, τον οποίο έπιασαν οι αντάρτες και τον σκότωσαν απέναντι από τη «Βρύση του Καπετάνιου» κοντά στον «Σκυλοθάφτη». Πριν τον σκοτώσουν του έδωσαν την ευκαιρία να σωθεί. Του είπαν να φύγει αλλά αυτός δεν έφευγε, ήθελε να μείνει στη θέση του σαν πιστό σκυλί.
Όταν τα παλληκάρια του Κρομμύδα κατέβηκαν στα «Καλύβια» Πογδόριανης (το σημερινό Κάτω Παρακάλαμο), για να κάψουν το κοτσέκι και το καρακόλι που ήταν εκεί, ο ίδιος ο Κρομμύδας παρέμεινε στο «Χωριό» (το σημερινό Άνω Παρακάλαμο), στο πλουσιόσπιτο του Καστάνη, όπου είχαν βάλει στο φούρνο να ψηθεί μια παχιά στείρα γίδα, για να φάνε αυτός και οι άνδρες του.
Μετά το κάψιμο του κοτσεκιού και του καρακολιού της Πογδόριανης και των άλλων χωριών, έφτασε στον Κασιδιάρη από την Αθήνα ο Κωνσταντίνος Αθ. Μέμος, Μοσιορίτης (Σιταριώτης) μαζί με τους Πογδοριανίτες Μιχαήλ Γ. Ντότη, Αριστείδη Π. Τζιούμα, Αναστάσιο Γρ. Ιωάννου και ίσως και 2-3 άλλους. Ήρθαν αρματωμένοι με όπλα μάλιγχερ που δεν τα ήξεραν οι ντόπιοι, οι οποίοι γνώριζαν μέχρι τότε τους γκράδες με τα φυσεκλίκια. Όπως είπαν ήταν σταλμένοι από την Ηπειρωτική Εταιρεία και ήρθαν μέσω των βουνών της Πίνδου και έκαναν αρκετές μέρες να φτάσουν στον Κασιδιάρη. Στη μικρή ομάδα του Μέμου που ήρθε από την Αθήνα προσχώρησαν κι άλλοι και η ομάδα αποτελέσθηκε συνολικά από 25 – 30 άνδρες. Από αυτούς είναι γνωστοί οι εξής Πογδοριανίτες όπως θυμούνται οι παλιότεροι: Κοσμάς Πρ. Γκιολέκας, Αναστάσιος Γρ. Ιωάννου, Παναγιώτης Μητρούσης, Βασίλειος Κ. Μήτσης (γνωστός με το ψευδώνυμο Μπάμπας, Βασιλ-Μπάμπας), Αθανάσιος Β. Μπαλάσκας, Χρήστος Γ. Μπίλας, Χρήστος Δ. Νάσης (γνωστός και με το επίθετο Φετάνης), Μιχαήλ Γ. Ντότης, Γεώργιος Παλούκας, Αριστείδης Π. Τζιούμας, Γεώργιος Χρ. Τζιούμας, Βασίλειος Π. Τσιάνος και Βασίλειος Ψώμης.
Στην ομάδα του Μέμου είχαν προσκολληθεί αντάρτες και από άλλα γειτονικά χωριά. Γνωστότερος είναι ο Γεώργιος Χριστοδούλου, με το ψευδώνυμο καπετάν Χαντζιάρας, από τη Γκρίμπιανη (Αρετή), ο οποίος σε άλλες περιπτώσεις είχε δική του ολιγομελή ομάδα.
Μια μέρα ο Μέμος με τα παλληκάρια του κατέβηκε από τον Κασιδιάρη στα «Σιάδια» της Πογδόριανης με τη Σημαία μπροστά. Πρώτη φορά έβλεπε ο κόσμος αντάρτες φανερά στο μεσοχώρι. Από τα Σιάδια οι αντάρτες πήγαν στον Αϊ- Γιάννη, όπου εψάλη δοξολογία, στην οποία χοροστάτησε ο Ηγούμενος του Μοναστηριού του Σωσίνου, Φιλόθεος. Ζητωκραύγασαν υπέρ της Ελλάδας και της ελευθερίας, βγήκαν πάλι στα Σιάδια, πυροβόλησαν στον αέρα, γλέντησαν με το «τακίμι» (κομπανία) του περίφημου κλαρινίστα Ντέμου κι ανέβηκαν ξανά στο βουνό. Στο χωριό κόντεψαν να πιστέψουν ότι ήρθε η λευτεριά.
Στις 14 Οκτωβρίου 1912, μία εβδομάδα μετά το κάψιμο του κοτσεκιού και του καρακολιού της Πογδόριανης, 100 περίπου Τούρκοι στρατιώτες, κάπως ανοργάνωτοι και σαν απόσπασμα περισσότερο παρά σαν τακτικός στρατός, κινήθηκαν από το ντερβένι προς Μόσιορη (Σιταριά) και Πογδόριανη, να χτυπήσουν τους αντάρτες και να μπουν στα χωριά. Ήταν πρωί. Οι αντάρτες πληροφορήθηκαν την κίνηση των Τούρκων, έπιασαν θέσεις και τους περίμεναν στον Αϊ – Γιάννη της Μόσιορης, βόρεια – βορειοδυτικά του χωριού αυτού. Εκεί δόθηκε μάχη. Από την πλευρά των ανταρτών ήταν 35-40 άνδρες του Κρομμύδα και 25-30 άνδρες του Μέμου.
Οι αντάρτες αντιμετώπισαν με επιτυχία τους Τούρκους, οι οποίοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, χωρίς να μπορέσουν να μπουν στη Μόσιορη. Κι όπως μαθεύτηκε αργότερα, αρκετοί Τούρκοι τραυματίες και ίσως και μερικοί νεκροί, φορτώθηκαν σε κάρα για τα Γιάννινα. Εκ των ανταρτών δεν υπήρξαν θύματα, ούτε νεκροί, ούτε τραυματίες, γιατί αυτοί πολέμησαν από πλεονεκτικές θέσεις στα γύρω υψώματα.
Μετά τη θριαμβευτική αυτή νίκη, ο Κρομμύδας με την ομάδα του αναχώρησε για την περιοχή του στο νότιο τμήμα του Κασιδιάρη, στη Θεσπρωτία και στα χωριά γύρω από τα Γιάννινα, όπου έδωσε νικηφόρες μάχες στο Πενταλόνι της Τσαρκοβίστας, στη Σκάλα Κεραμίτσας, στις Νεγράδες, στη Βελτσίστα και αλλού.
Σε λίγες μέρες και συγκεκριμένα στις 17 Οκτωβρίου 1912, πρωί – πρωί, εμφανίστηκε τακτικός τουρκικός στρατός, αποτελούμενος από 600 - 800 άνδρες. Ερχόταν από τα Γιάννινα και θα έκανε την εισβολή στα χωριά από το νότιο μέρος. Όμως οι αντάρτες είχαν ανατινάξει στο μεταξύ με δυναμίτες το γεφύρι του Καλαμά κοντά στη Γκρίμπιανη. Ήταν γερό πέτρινο γεφύρι από την εποχή του Αλί Πασά. Αφού οι ερχόμενοι Τούρκοι βρήκαν το γεφύρι γκρεμισμένο άλλαξαν πορεία. Βάδισαν προς Βροντισμένη, συνέχεια προς Βελλά, Χάνι Δολιανών, Χάνι και Λίμνη Ζαραβίνας και από εκεί στους ανατολικούς πρόποδες του Κασιδιάρη προς Κρυονέρι, Μόσιορη και Πογδόριανη.
Αυτή τη φορά τους Τούρκους αντιμετώπισε μόνος του ο Μέμος με τα παλληκάρια του και μερικούς ένοπλους χωρικούς, χωρίς δηλαδή τον Κρομμύδα, που όπως είπαμε είχε φύγει. Η ανταλλαγή πυροβολισμών που ακολούθησε, έγινε από το Κρυονέρι ως τα αμπέλια της Μόσιορης και κυρίως στον Αϊ – Γιάννη της Μόσιορης. Παρά τη μεγάλη αριθμητική διαφορά των αντιμαχομένων, οι αντάρτες κράτησαν τις θέσεις τους επί 4-5 ώρες. Τελικά όμως μπροστά στον όγκο των πολλαπλάσιων και καλά εξοπλισμένων Τούρκων αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, ανεβαίνοντας άτακτα το βουνό, χωρίς όμως απώλειες.
Μετά την άνιση αυτή μάχη, η ομάδα του Μέμου διαλύθηκε. Έμεινε ο ίδιος με 2-3 μόνο άνδρες, που αργότερα του έφυγαν και αυτοί.
Οι Τούρκοι μπήκαν στα χωριά Κρυονέρι, Μόσιορη (Σιταριά), Μαυρονόρος, Πογδόριανη (Παρακάλαμος), Γκρίμπιανη (Αρετή), Βροντισμένη και Κουκλιούς και τα έκαψαν. Από τους 7 συνοικισμούς της Πογδόριανης έκαψαν τους 6: Πάνω Γορίτσα (Μπολαίικα), Κάτω Γορίτσα (σημερινή έδρα της κοινότητας Παρακαλάμου), Κατσιουμεριά (Σταυροδρόμι), Κόντρα (Μοσχομάντσα), παλιά Πογδόριανη ή «Χωριό» (σημερινός Άνω Παρακάλαμος) και Παηδονιά.
Δεν έκαψαν το συνοικισμό Ρεπετίστας, πιθανόν επειδή τον χρησιμοποίησαν για καταυλισμό τους.
Έκαψαν τα πάντα: σπίτια, σχολεία, καλύβες, στάβλους. Εδώ – εκεί γλίτωσαν και μερικά άκαγα ή μισοκαμένα σε ποσοστό 10% περίπου. Γλίτωσαν αυτά από αμέλεια και απροσεξία των Τούρκων στρατιωτών ή πιθανόν έσβησε μόνη της η φωτιά πριν εξαπλωθεί ή φρόντισε να τη σβήσει κάποιος δικός μας, κρυμμένος κάπου εκεί κοντά. Έκαναν βέβαια οι Τούρκοι και γενναίο πλιάτσικο. Άρπαξαν και φόρτωσαν στην πλάτη τους ή σε ζώα ότι βρήκαν κι ότι μπόρεσαν. Εκκλησίες και μοναστήρια δεν έκαψαν, αλλά έκαναν και σε αυτά καταστροφές και λεηλασία.
Όλοι οι κάτοικοι των χωριών έφυγαν από τα σπίτια τους. Πήραν μαζί τους τα παιδιά στην αγκαλιά κι όσα ζώα είχαν και μπόρεσαν και πρόλαβαν να πάρουν, όπως και λίγα σκεπάσματα και τρόφιμα, ψωμί, αλεύρι, τυρί, ότι είχαν και μπορούσαν να το μεταφέρουν στον ώμο τους ή σε φορτηγά ζώα. Ευτυχώς δεν είχαν μαζέψει τα καλαμπόκια από τον κάμπο, γιατί αν και ήταν η εποχή της συγκομιδής πολύ λίγα μάζεψαν, αλλιώς αν τα αποθήκευαν στα σπίτια και τις καλύβες θα είχαν καεί και αυτά.
Αρχικά οι άνθρωποι τράβηξαν κατά τον Κασιδιάρη, που γέμισε κόσμο, πάνω από 2.500 άτομα.
Κατά την «Απαρίθμηση των Κατοίκων των Νέων Επαρχιών της Ελλάδος του Έτους 1913» (Ειδική Απογραφή), που έκανε η Διεύθυνση Στατιστικής του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας με τη βοήθεια του Στρατού, λίγο μετά την απελευθέρωση, ο πληθυσμός τω χωριών, που δέχθηκε την επιδρομή των Τούρκων τον Οκτώβριο του 1912 ήταν: Κρυονέρι 103, Μόσιορη 408, Μαυρονόρος 288, Πογδόριανη 800, Κουκλιοί 612, Γκρίμπιανη (αναφερόμενη ως «Καλύβια») 74, Βροντισμένη 104 και Ιερομνήμη 376. Σύνολο 2.765 άνθρωποι. Η Ιερομνήμη δεν κάηκε, επειδή όμως οι Τούρκοι έφτασαν ως εκεί, οι κάτοικοι της φοβήθηκαν και έφυγαν.
Πλαγιές, κορυφές, λακκιές, χαράδρες, σπηλιές, έγιναν προσωρινές κατασκηνώσεις των καταδιωγμένων. Ειδικά στην Παλιογκρίμπιανη με τις δύο εκκλησίες της και τα χαλάσματα, μαζεύτηκαν περισσότεροι άνθρωποι. Όσοι χώρεσαν, κυρίως γυναίκες και παιδιά, κοιμήθηκαν το πρώτο βράδυ στον Αϊ – Νικόλα και την Παναγιά (Ζωοδόχος Πηγή).
Όμως οι Τούρκοι ανέβηκαν πυροβολώντας και στον Κασιδιάρη. Και οι άνθρωποι, κυνηγημένοι σαν τ’ αγρίμια, καβάλησαν την κορυφή του βουνού κι έπεσαν πίσω στα «Σκάπετα» με τις κουμαριές και πιο πέρα. «Σκάπετα» ονομάζεται η περιοχή που είναι δυτικά του Κασιδιάρη και που περιλαμβάνει 11 χωριά. Λέγεται και «Λάκκα Πωγωνίου» ή «Κάτω Πωγώνι».
Εκεί στα νότια χωριά της περιοχής αυτής: Καλουδέ (Ψηλόκαστρο), Δημόκορη, Λάβδανη, Κάτω Λάβδανη, Βραστοβά και Κουρεμάδι, αλλά κι έξω από την περιοχή αυτή στα χωριά Σιούτιστα (Καστρί), Κοσόλιανη (Αετόπετρα) και Λίστα, βολεύτηκαν οι άνθρωποι όπως μπορούσαν, σε φιλόξενα σπίτια, σε αχυροκαλύβες και στο ύπαιθρο ή σε πρόχειρες σκηνές.
Μέσα στη δυστυχία δεν έλειψαν και τα αστεία. Σε μια καλύβα στα Αχούρια του Κουρεμαδιού, είχαν καταφύγει πάνω από 50 άνθρωποι, άντρες, γυναίκες και παιδιά. Τη νύχτα ξάπλωσαν όπως - όπως να κοιμηθούν. Μέσα στην κατασκότεινη καλύβα ακούστηκε κάποιος να λέει: «Τι γίνεται τώρα; Εδώ ανακατευτήκαμε και λάμπα δεν έχουμε. Ούτε τη γυναίκα μας δεν γνωρίζουμε». «Δεν πειράζει» ακούστηκε μια άλλη φωνή, «όποια βρεθεί δίπλα μας το ίδιο κάνει». Αστείο χωριάτικο και χωρίς πονηριά. Μου το διηγήθηκε το 1978 ένας συγχωριανός μου 86 χρονών, που βρισκόταν κι ο ίδιος μέσα στην καλύβα εκείνη τη νύχτα και ήταν τότε 20 χρονών.
Ήταν ευτύχημα, που δεν είχε έρθει ακόμα ο χειμώνας με τα κρύα και τα χιόνια. Ήταν μαλακό φθινόπωρο. Μερικοί, ελάχιστοι, παρέμειναν κρυμμένοι σε απόμερες και δασωμένες κοιλότητες ή σε σπηλιές του Κασιδιάρη.
Αυτή η καταδίωξη και «προσφυγιά» κράτησε 15 μέρες, μέχρι που έφυγαν οι Τούρκοι. Κατά τη διάρκεια του περιπετειώδους και δραματικού αυτού 15ήμερου οι άνθρωποι, που αναγκαστικά έφυγαν από τα σπίτια τους, υπέφεραν πολλά. Πείνασαν και ταλαιπωρήθηκαν. Μερικές γυναίκες ήταν έγκυες, όπως η Μαγδαληνή σύζυγος Παν. Σκόδου, στο Γιώργο. Τρία τουλάχιστον παιδιά γεννήθηκαν σε αυτή τη φυγή και περιπλάνηση: οι δύο, ο Σπύρος Ν. Σκαρώνης και ο Ευστάθιος Αθ. Νάτσης, στον Αϊ – Νικόλα της Παλιογκρίμπιανης και η Ελένη Σπ. Σπανού σε σκηνή στις κουμαριές. Μου είπε ο ίδιος ο Ευστάθιος Νάτσης: «Εγώ γεννήθηκα στον Αϊ – Νικόλα της Παλιογκρίμπιανης μέσα στην εκκλησία στις 17 Οκτωβρίου 1912, όταν έφυγε ο κόσμος την ημέρα που έκαψαν οι Τούρκοι το χωριό. Μου το έλεγε συχνά η μάνα μου».
Τρία τουλάχιστον βρέφη πέθαναν από τις κακουχίες. Μου έλεγε για το δικό της παιδί η Κωνστάντω, σύζυγος Προκοπίου Μπούλια: «Μου πέθανε ένα παιδί στο δρόμο ασαράντηγο και το είχα πεθαμένο στην πλάτη μου ζαλωμένη δύο μέρες, δεν είχα που να το χωματίσω. Τελικά το θάψαμε στην Κοσόλιανη».
Τι να πρωτογράψω απ’ όσα μου διηγήθηκαν!
Ο πατέρας μου, όπως ανέβαινε οικογενειακώς σε μια λακκιά του Κασιδιάρη, παρά λίγο να σφάξει την κόρη του Καλυψώ ενός έτους και τον ανιψιό του Δημήτρη Κόντη τριών ετών, παιδί της αδελφής του, επειδή έκλαιγαν γοερά και υπήρχε κίνδυνος να προδοθεί από το κλάμα η θέση τους στους ανηφορίζοντες επίσης Τούρκους. Τα παιδιά σώθηκαν χάρη στην αντίσταση της μάνας μου και της γιαγιά του Δ. Κόντη, που τα είχαν στην αγκαλιά. Έμειναν παραπίσω λέγοντας: «Ας μας σκοτώσουν εμάς οι Τούρκοι μαζί με τα παιδιά, εσείς φευγάστε».
Η Καλυψώ, ένα χρόνο αργότερα, πέθανε από κάποια παιδική αρρώστια, ενώ ο Δ. Κόντης έζησε πολλά χρόνια ακόμα.
Μια γυναίκα 20 χρονών την ξεμονάχιασαν οι Τούρκοι στρατιώτες στον Κασιδιάρη και τη βίασαν.
Κατά τη διάρκεια της όλης εκκαθαριστικής επιχείρησης οι Τούρκοι σκότωσαν στην Πογδόριανη τουλάχιστον 11 ανθρώπους:
1) Φιλόθεος, ηγούμενος του Μοναστηριού του Σωσίνου. Είχε φύγει κι αυτός από το Μοναστήρι, για να σωθεί όπως όλοι. Στις «Γκορτσιές» του Κασιδιάρη κάθισε να ξεκουραστεί (ήταν πάνω από 60 ετών) κι εκεί τον βρήκαν οι Τούρκοι και τον σκότωσαν.
2) Αλεξάνδρα, αδελφή του Φιλόθεου, πάνω από 70 ετών. Τη σκότωσαν μαζί με τον αδερφό της.
3) Κώστας Ν. Νικολάου ή Παπανικολάου (ή Σφάγκος ή Παπακώστας), ιερέας. Τον σκότωσαν στο άλσος του Τσιόντζιου πάνω από του Γιάννη Κρομμύδα το σπίτι, αριστερά από το «Κεφαλοκάστανο» που ήταν κρυμμένος.
4) Γεώργιος Ν. Νικολάου ή Παπανικολάου (ή Σφάγκος). Τον σκότωσαν μπροστά στο σπίτι του, τον παλούκωσαν και τον έστησαν όρθιο στον τοίχο του σπιτιού του απ’ έξω.
5) Γεώργιος Β. Βορδής. Τον σκότωσαν στη «Ελιά του Τσίκα» στις νοτιοδυτικές πλαγιές του Σώσινου, όπου είχε πάει να κρυφτεί πίσω από μια πέτρα.
6) Σιούλας Κερκέμης. Τον σκότωσαν έξω από το σπίτι του.
7) Κώνσταντίνος Γ. Μήτσης. Τον Βρήκαν κρυμμένο στον λάκκο του Αϊ – Γιάννη και τον σκότωσαν.
8) Κοσμάς Πρ. Γκιολέκας. Ήταν αντάρτης του Μέμου. Κατά τη διάλυση της ομάδας του Μέμου μετά τη μάχη της Σιταριάς, κατέφυγε στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής Παηδονιάς, όπου τον βρήκαν και τον σκότωσαν.
9) Ιωάννης Δ. Τζιούμας. ΄Ηταν μισοπάλαβος. Προσπάθησε να εμποδίσει τους Τούρκους να βάλουν φωτιά στο σπίτι του στην Παηδονιά κι αυτοί αφού τον έπιασαν και τον έδεσαν, τον μετέφεραν δεμένο χειροπόδαρα μέσα στο σπίτι του και τον έκαψαν μαζί με αυτό.
10) Ζώης Γιαννόπουλος. Τον σκότωσαν στην Παηδονιά.
11) Κάποια «Μπούσιω», σύζυγος πιθανόν του Γεωργίου Παν. Μπούση, άγνωστο που και πως της σκότωσαν.
Δεν μου είναι γνωστό πόσοι και ποιοι σκοτώθηκαν από τα άλλα χωριά.
Όταν οι Πογδοριανίτες επέστρεψαν στο χωριό, στεγάστηκαν όπως μπόρεσαν στα άκαγα ή μισοκαμένα σπίτια που γλίτωσαν, στις εκκλησίες και τα μοναστήρια ή σε υπόστεγα, σκηνές και καλύβες που κατασκεύασαν πρόχειρα κι επιδόθηκαν στο μάζεμα του καλαμποκιού, για να εξασφαλίσουν το ψωμί τους, περιμένοντας την πολυπόθητη απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό. Στο μεταξύ είχαν αρχίσει καταρρακτώδεις βροχές.
Τα στοιχεία και οι αφηγήσεις αντλήθηκαν από το βιβλίο του Ανδρέα Γκόγκου «ΠΑΡΑΚΑΛΑΜΟΣ» τόμος Α'.