Η
λοίμωξη που προκαλεί ο νέος κορωνοϊός επηρεάζει τόσο πολύ το ενδοκρινικό
(ορμονικό) σύστημα, ώστε μπορεί να απορρυθμιστούν προϋπάρχουσες ενδοκρινικές
και μεταβολικές παθήσεις όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, η υποβιταμίνωση D και η
υπολειτουργία των επινεφριδίων, αναφέρει η Ευρωπαϊκή Ενδοκρινολογική Εταιρεία
(ESE).
Μπορεί
επίσης να πυροδοτηθεί η εκδήλωση αυτών των παθήσεων σε άτομα τα οποία μέχρι
πρότινος ήταν υγιή, προσθέτει.
Σε
άρθρο της που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Endocrine, η ESE τονίζει
πως τα επιστημονικά δεδομένα για την εμπλοκή του ενδοκρινικού συστήματος στη
λοίμωξη COVID-19 είναι τόσο ισχυρά, ώστε πλέον αναδύεται ένας ξεχωριστός
«ενδοκρινικός φαινότυπος» της COVID-19.
Με τον
όρο «φαινότυπος» περιγράφεται το σύνολο των εμφανών μορφολογικών
χαρακτηριστικών που εκδηλώνει ένας οργανισμός σε μία δεδομένη στιγμή, εξαιτίας
των γονιδίων του, του περιβάλλοντος όπου ζει ή της αλληλεπίδρασης αυτών των
δύο. Στην περίπτωση του ενδοκρινικού φαινοτύπου της COVID-19, η αιτία είναι οι
άμεσες και οι έμμεσες επιδράσεις που έχει ο κορωνοϊός στον οργανισμό γενετικά
ευάλωτων ανθρώπων.
Όπως εξηγεί η ESE, ανέθεσε σε ομάδα ενδοκρινολόγων να εξετάσουν όλα τα επιστημονικά δεδομένα που έχουν συλλεχθεί το τελευταίο έτος. Οι γιατροί διαπίστωσαν ότι η μία μελέτη μετά την άλλη επιβεβαιώνουν πως ο κορωνοϊός και η λοίμωξη COVID-19 επηρεάζουν τους ενδοκρινείς αδένες που παράγουν τις ορμόνες. Γι' αυτό το λόγο, στις αναθεωρημένες οδηγίες που εξέδωσε η ESE υπογραμμίζει την ανάγκη να βρίσκονται σε εγρήγορση όσοι είναι ήδη διαγνωσμένοι με κάποιο ενδοκρινολογικό πρόβλημα, καθώς και οι γιατροί που νοσηλεύουν ασθενείς με COVID-19.
Τις
νέες οδηγίες ενστερνίζεται η Ελληνική Ενδοκρινολογική Εταιρεία, όχι μόνο ως
μέλος της ESE αλλά και επειδή «τα υπάρχοντα επιστημονικά δεδομένα είναι
ξεκάθαρα και δεν είναι δυνατό να παραβλέψουμε τις επιπτώσεις της COVID-19 στο
ενδοκρινικό σύστημα», λέει η Δρ. Ανδρομάχη Βρυωνίδου-Μπομποτά, πρόεδρος της
Ελληνικής Ενδοκρινολογικής Εταιρείας, διευθύντρια Τμήματος Ενδοκρινολογίας
& Μεταβολισμού-Διαβητολογικό Κέντρο, ΓΝΑ Κοργιαλένειο-Μπενάκειο ΕΕΣ. «Ο
κορωνοϊός θέτει σε πρόσθετους κινδύνους τους ασθενείς με διαβήτη, παχυσαρκία,
υποβιταμίνωση D, μεταβολικά προβλήματα, καθώς και εκείνους με διαταραχές της
υπόφυσης, των επινεφριδίων και του θυρεοειδούς. Ακόμα, όμως, και σε άτομα που
δεν αντιμετωπίζουν τέτοιου είδους προβλήματα, μπορεί να τα ενεργοποιήσει. Η
ανεπάρκεια βιταμίνης D, λ.χ., παρατηρείται ιδιαιτέρως συχνά σε όσους
νοσηλεύονται εξαιτίας της COVID-19 και σχετίζεται με αρνητικές εκβάσεις.
Επομένως, δεν πρέπει να θεωρείται ως μια απλή υποβιταμίνωση, αλλά να λαμβάνεται
σοβαρά υπόψη. Πόσο μάλλον που, παρά την ονομασία της, η βιταμίνη D είναι στην
πραγματικότητα μία ορμόνη».
Ορμόνες
του ανδρικού φύλου
Η
πιθανή συσχέτιση του κορωνοϊού και της λοίμωξης COVID-19 με το ορμονικό σύστημα
είχε γίνει εμφανής νωρίς στην πανδημία. Μία από τις πρώτες παρατηρήσεις ήταν
πως οι άνδρες είναι πιθανότερο να νοσήσουν σοβαρότερα από το νέο ιό και
διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου. Στη διαφορά μεταξύ των φύλων ενδεχομένως
να παίζουν ρόλο και κοινωνικοί παράγοντες (π.χ. αυξημένο κάπνισμα μεταξύ των
ανδρών, μικρότερη τήρηση των μέτρων ατομικής προστασίας). Ωστόσο οι υπάρχουσες
έρευνες υποδηλώνουν πως υπάρχει και βιολογική εξήγηση του φαινομένου.
«Για να
μολύνει τα ανθρώπινα κύτταρα, ο κορωνοϊός χρησιμοποιεί δύο πρωτεϊνικούς
υποδοχείς (ACE2 και TMPRSS2) που υπάρχουν στην επιφάνειά τους», εξηγεί η Δρ.
Καλλιόπη Παζαΐτου-Παναγιώτου, γραμματέας εκπαίδευσης της Ελληνικής
Ενδοκρινολογικής Εταιρείας, διευθύντρια Τμήματος Ενδοκρινολογίας, Ιατρικό
Διαβαλκανικό Θεσσαλονίκης. «Πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι οι ορμόνες του ανδρικού
φύλου (ανδρογόνα) αυξάνουν την παραγωγή αυτών των υποδοχέων στα επιθηλιακά
κύτταρα των πνευμόνων, με αποτέλεσμα να διευκολύνουν την είσοδο του κορωνοϊού
στα αναπνευστικά κύτταρα. Αυτό μπορεί να εξηγεί την αυξημένη νοσηρότητα και
θνητότητα στους άνδρες. Επιπρόσθετα, ο υποδοχέας ACE2 απαντάται σε όλο σχεδόν
το σώμα και η αυξημένη έκφραση και δραστηριότητά του σχετίζεται με πιο σοβαρή
νόσηση από COVID-19. Άλλες μελέτες έχουν καταδείξει διαφορές στην ανοσολογική
απόκριση ανδρών και γυναικών, η οποία και πάλι σχετίζεται με τις ορμόνες του
φύλου. Σε μελέτη, εξάλλου, με άνδρες που είχαν καρκίνο του προστάτη,
διαπιστώθηκε πως όσοι υποβάλλονταν σε θεραπεία με αντιανδρογόνα ήταν λιγότερο
ευάλωτοι στην COVID-19, συγκριτικά με ασθενείς που δεν έπαιρναν αυτή τη
θεραπεία».
Αυτά
και άλλα στοιχεία οδήγησαν την ESE να εφιστά την προσοχή κατά τη χορήγηση
τεστοστερόνης, κυρίως ως θεραπείας υποκατάστασης για τον υπογοναδισμό στους
ηλικιωμένους. Ο υπογοναδισμός είναι η ανεπάρκεια της τεστοστερόνης που μπορεί
να είναι εκ γενετής (π.χ. λόγω κρυψορχίας ή ορισμένων γενετικών συνδρόμων) ή
επίκτητη. Στους ηλικιωμένους άνδρες μπορεί να παρατηρηθεί λόγω διαφόρων
παραγόντων όπως η παχυσαρκία, οι θεραπείες για ορισμένους καρκίνους κ.λπ.
Σακχαρώδης
διαβήτης
Ανάλογα
σημαντικά δεδομένα υπάρχουν και για το σακχαρώδη διαβήτη, ο οποίος έχει
συσχετιστεί με αυξημένη νοσηρότητα και θνησιμότητα από COVID-19. «Ο διαβήτης
έχει αναδειχθεί ως μία από τις συχνότερες συννοσηρότητες που σχετίζονται με τη
σοβαρότητα και την έκβαση της COVID-19», λέει η Δρ. Γεωργία Κάσση, ειδική
γραμματέας της Ελληνικής Ενδοκρινολογικής Εταιρείας, διευθύντρια ΕΣΥ,
επιστημονικά υπεύθυνη Ενδοκρινολογικού Τμήματος ΓΝΑ Αλεξάνδρα. «Η θνησιμότητα
από τύπου 1 και τύπου 2 διαβήτη αυξήθηκε σταθερά στη διάρκεια της πανδημίας.
Νεότερα δεδομένα υποδηλώνουν πως υπάρχει αμφίδρομη συσχέτιση μεταξύ του διαβήτη
και της λοίμωξης που προκαλεί ο κορωνοϊός. Η σχέση αυτή αφορά τόσο την
επιδείνωση του ήδη υπάρχοντος διαβήτη, όσο και την εκδήλωσή του για πρώτη φορά
σε ανθρώπους οι οποίοι, πριν αρρωστήσουν από κορωνοϊό, είχαν φυσιολογική
γλυκόζη αίματος. Απαιτείται προσεκτική διαχείριση των διαβητικών ασθενών με
COVID-19, με κατάλληλες τροποποιήσεις της αγωγής τους, για να προστατευθούν από
τις πιο επικίνδυνες επιπλοκές της λοίμωξης και τη νοσηλεία εξαιτίας της.
Ανάλογη φροντίδα χρειάζονται και οι ασθενείς που διαγιγνώσκονται με διαβήτη,
μετά τη λοίμωξη από τον νέο κορωνοϊό».
Παχυσαρκία
Η ESE
επισημαίνει ότι ανάλογες τάσεις παρατηρούνται και στην παχυσαρκία, η οποία
αυξάνει την επιρρέπεια στη μόλυνση από τον επικίνδυνο ιό αλλά και την
πιθανότητα αρνητικών εκβάσεων. Γι' αυτό τον λόγο απαιτούνται διατροφικές
παρεμβάσεις οι οποίες όχι μόνο θα συμβάλλουν στη ρύθμιση του σωματικού βάρους,
αλλά θα διορθώσουν και τυχόν διατροφικές ανεπάρκειες. «Μολονότι οι παχύσαρκοι
άνθρωποι προσλαμβάνουν κατά κανόνα πολλές θερμίδες, ο κορμός της διατροφής τους
συχνά είναι ανθυγιεινά τρόφιμα, με χαμηλή θρεπτική αξία. Το επακόλουθο είναι να
πάσχουν συχνά από υποθρεψία, δηλαδή από σοβαρές ελλείψεις σε βασικά θρεπτικά
συστατικά», εξηγεί ο Δρ. Γεώργιος Πιαδίτης αντιπρόεδρος της Ελληνικής
Ενδοκρινολογικής Εταιρείας, διευθυντής Τμήματος Ενδοκρινολογίας &
Μεταβολισμού, Νοσοκομείο «Ερρίκος Ντυνάν».
Βλάβες
στα όργανα και μεταβολισμός ασβεστίου
Η
ανασκόπηση της ESE αποκαλύπτει επίσης πολλά επιστημονικά δεδομένα που
υποδηλώνουν ότι ο κορωνοϊός βλάπτει απευθείας τα όργανα που παράγουν ορμόνες.
Μελέτες έχουν δείξει ότι μεταξύ άλλων, προκαλεί βλάβες στο πάγκρεας (παράγει
την ορμόνη ινσουλίνη), στα επινεφρίδια (παράγουν κορτιζόλη και άλλες ορμόνες),
την υπόφυση του εγκεφάλου (παράγει την ορμόνη TSH), τον θυρεοειδή αδένα
(παράγει τις ορμόνες Τ3 και Τ4).
Η
λοίμωξη COVID-19 σχετίζεται επίσης με διαταραχές στο μεταβολισμό του ασβεστίου,
καθώς και με τα αυτόματα κατάγματα στη θωρακική μοίρα της σπονδυλικής στήλης.
Και οι δύο αυτές καταστάσεις σχετίζονται με αυξημένη νοσηρότητα και θνησιμότητα
από την COVID-19.
Δέκα
συμβουλές για γιατρούς και ασθενείς
Όσον
αφορά τον εμβολιασμό κατά της COVID-19, η ESE τονίζει πως είναι απαραίτητος σε
όλους τους πάσχοντες από μεταβολικά και ενδοκρινικά νοσήματα, οι οποίοι πρέπει
να σπεύσουν να εμβολιασθούν αφού πρώτα συνεννοηθούν με το θεράποντα ιατρό τους.
Παραθέτει επίσης δέκα χρήσιμες συμβουλές για τους ιατρούς και τους ασθενείς. Οι
συμβουλές είναι οι εξής:
1. Να
εμβολιάζονται έναντι της COVID-19 όλοι οι επαγγελματίες Υγείας,
συμπεριλαμβανομένων των ενδοκρινολόγων.
2. Να
εμβολιάζονται όλοι οι ασθενείς με ενδοκρινοπάθειες εναντίον του κορωνοϊού. Δεν
υπάρχουν αντενδείξεις για τον εμβολιασμό τους, πλην τυχόν αλλεργίας. Ειδικά οι
ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη ή/και παχυσαρκία πρέπει να εμβολιασθούν κατά
προτεραιότητα.
3. Οι
ασθενείς με ανεπάρκεια των επινεφριδίων πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά
μετά τον εμβολιασμό τους. Αν παρουσιάσουν συστηματικές παρενέργειες (π.χ.
πυρετό), μπορεί να χρειαστούν προσαρμογή της δόσης των γλυκοκορτικοειδών που
λαμβάνουν.
4. Έως
ότου τελειώσει η πανδημία, συνιστάται η συνέχιση της παρακολούθησης των ασθενών
εξ αποστάσεως (τηλέφωνο, βιντεοκλήση).
5. Οι
ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη πρέπει να ρυθμίζουν ικανοποιητικά τη γλυκόζη
(σάκχαρο) αίματος και την αρτηριακή πίεσή τους, κυρίως αν λαμβάνουν και
αντιϋπερτασικά φάρμακα.
6. Οι
ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη και παχυσαρκία πρέπει να τηρούν σχολαστικά όλα τα
μέτρα ατομικής προστασίας από τον νέο κορωνοϊό. Σε περίπτωση υποψίας ότι έχουν
μολυνθεί από τον ιό, πρέπει να επικοινωνούν αμέσως με τον γιατρό τους.
7. Τα
επίπεδα γλυκόζης στο αίμα πρέπει να παρακολουθούνται στενά στους ασθενείς που
εισάγονται στο νοσοκομείο με COVID-19, ακόμα και αν δεν έχουν ιστορικό
σακχαρώδους διαβήτη.
8.
Πρέπει να παρέχεται στους ασθενείς κατάλληλη διατροφική φροντίδα, ούτως ώστε να
βελτιώνεται ο έλεγχος του σωματικού βάρους στους παχύσαρκους ασθενείς και να
αποφεύγεται η υποθρεψία.
9. Η
υποβιταμίνωση D πρέπει να προλαμβάνεται και να αντιμετωπίζεται, ειδικά στους
ηλικιωμένους ανθρώπους
10.
Κατά την εισαγωγή ασθενών με COVID-19 στα νοσοκομεία, πρέπει να ελέγχονται τα
επίπεδα ασβεστίου ορού και να γίνεται ακτινογραφία θώρακος, για να αναζητηθούν
τυχόν ενδείξεις ανεπάρκειας ασβεστίου και μορφομετρικών σπονδυλικών καταγμάτων.
Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τους πάσχοντες από υποπαραθυρεοειδισμό.
«Οι
συστάσεις της ESE αποτελούν αναθεώρηση εκείνων που είχαν εκδοθεί τον Μάρτιο του
2020, όταν μόλις είχαν αρχίσει να αναδύονται επιστημονικά δεδομένα για τη
συσχέτιση των μεταβολικών και ορμονικών διαταραχών με την COVID-19», τονίζει η
κυρία Βρυωνίδου-Μπομποτά. «Οι αναθεωρημένες συστάσεις καταδεικνύουν τις
επιδράσεις των ορμονών στη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα από την πανδημία και
τον σημαντικό ρόλο που παίζουν οι ενδοκρινολόγοι ιατροί στην φροντίδα των
ασθενών».