Υπενθυμίζεται πως η κλίμακα του συμπληρωματικού φόρου εκκινεί από το 0,1% για τις πρώτες 100.000 ευρώ μετά το αφορολόγητο των 300.000 ευρώ, και αυξάνεται κλιμακωτά έως το 1% για περιουσίες από το 1 εκατ. ευρώ και άνω.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΓΓΠΣ σήμερα στην Ελλάδα 5.569.336 άτομα διαθέτουν κατοικίες, καταστήματα, εμπορικά ακίνητα και οικόπεδα εντός σχεδίου ή οικισμού συνολικής αντικειμενικής αξίας 520,49 δισ. ευρώ. Κατά μέσο όρο η αξία των ακινήτων αυτών ανέρχεται σε 93.456,65 ευρώ.
Από τα 5.569.336 άτομα, τα 291.322 ή το 5,5% του συνόλου είναι ιδιοκτήτες αστικών ακινήτων αντικειμενικής αξίας άνω των 300.000 ευρώ, ήτοι είναι εκείνοι που εκτός από τον βασικό ΕΝΦΙΑ επιβαρύνονται και με τον συμπληρωματικό φόρο. Εξ αυτών το 10% περίπου είναι ιδιοκτήτες που διαθέτουν αστικά ακίνητα αντικειμενικής αξίας άνω του 1 εκατ. ευρώ.
Σήμερα, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, η τρέχουσα εμπορική αξία των ακινήτων είναι έως και 40% μικρότερη της αντικειμενικής. Στη βάση αυτή, εάν η φορολόγηση γινόταν βάσει της εμπορικής αξίας, πολλοί εκ των 116.498 ιδιοκτητών που εμφανίζονται να διαθέτουν αστικά ακίνητα αξίας μεταξύ 300.000-400.000 δεν θα ήταν υποχρεωμένοι να επιβαρυνθούν με συμπληρωματικό φόρο, καθώς οι τιμές των ιδιοκτησιών τους θα ήταν πολύ μακρότερες των 300.000 ευρώ.
Το πρώτο σενάριο προβλέπει τη μείωση του αφορολογήτου του συμπληρωματικού φόρου, που σήμερα είναι 300.000 ευρώ. Αν μειωθεί το αφορολόγητο στις 200.000 ευρώ, ο φόρος θα επεκταθεί σε άλλους 250.000 ιδιοκτήτες. Δηλαδή τον συμπληρωματικό φόρο θα πληρώσουν περίπου 580.000 ιδιοκτήτες ακινήτων.