(Αγώνας κατά της
ξύλινης γλώσσας και
του ξύλινου μυαλού)
|
Και για να είμαστε σωστοί είναι ανάγκη να θυμηθούμε τι γίνεται χρόνια τώρα. Επειδή ο πολιτικός λόγος συνδέεται με την εξουσία (και ξέρουμε πόσο την κυνηγούν αυτή τη ρημάδα), οι λεβέντες μας οι πολιτικοί, προκειμένου να την κατακτήσουν, στοχεύουν στην παραπλάνηση ή στον εκφοβισμό των πολιτών. Και για το λόγο αυτό η αποδεικτική ισχύς των επιχειρημάτων αντικαθίσταται από αυταπόδεικτες έννοιες ή από λέξεις με τέτοια ηθική διάσταση (έθνος, λαός, εθνική κυριαρχία, αναγκαία η δόση, ζήτημα λειτουργίας του κράτους η συνεννόηση με την ΤΡΟΪΚΑ κλπ.) που εμποδίζουν το λογικό έλεγχο και παγιδεύουν το δέκτη.
Είναι γνωστό πως, όταν ο πολιτικός λόγος παίρνει αυτή τη μορφή, με την παραποίηση των εννοιών και τη στρέβλωση των αξιών, γίνεται προπαγάνδα. Αυτή την προπαγάνδα εμένα να μού επιτρέψετε, κ. Υφυπουργέ, να την απορρίπτω και να προτιμώ τον τεκμηριωμένο και αποδεικτικό λόγο, το δικό σας λόγο εννοώ. Και θα με αφήσεις να σού πω τα λόγια του Κ. Παλαμά.
Γιατί μ’ αρέσει η γλώσσα σου, γιατί μ’ αρέσει εμένα,
Σαν κάποια αργά ανεβάσματα σε κάποια ορθά βουνά.
Μέσα της πέλαγα άψαχτα. Στα δάση, τα παρθένα
Φωλιάζουν όλα τ’ άπιαστα και τ’ άγρια πουλιά»
και διώξε εκείνα τα σκυλιά
που μας χαλάν το φύτρο…»
(Με τα τούβλα δεν μπαζώνεις τα πάντα…) |
«Το έχεις καταλάβει πως κυκλοφορείς μέσα σε μια γλώσσα στρωμένη, ετοιμασμένη, δοκιμασμένη από τα πριν; Που ελέγχεται από ανθρώπους άλλους, τροποποιείται, συντάσσεται, κατευθύνεται από άλλους; Που τα όριά της, η λογική της , η εκφραστικότητά της κ.λπ. καθοριστήκανε, αιώνες τώρα, χωρίς να σε ρωτήσουνε, προτού εσύ υπάρξεις; Δε μιλάω για δημοτική ή καθαρεύουσα αυτό είναι μια άλλη (βρώμικη) ιστορία. Μιλάω γενικά για τη γλώσσα, γι’ αυτό το παράλληλο και φοβερότερο Σύστημα. Που οργανώθηκε σιγά σιγά με τόσες επιμέρους αντιμαχόμενες (κι υποταγμένες) γλώσσες. Και όλοι (απελπιστικά όλοι) σου λένε: Αν θες να υπάρξεις, να σε ακούσουμε, να σε (ενδεχομένως) αναγνωρίσουμε, μέσα εδώ θα κινηθείς σ’ αυτόν τον κύκλο, αλλιώς καταδικάζεσαι, καταδικάστηκες».
Καλοί νοικοκύρηδες∙ συγύριζαν τα λίγα πράγματά τους,
το τραπέζι, το κρεβάτι, την ντουλάπα του τοίχου,
έψηναν τον καφέ τους, μαγείρευαν, τίναζαν τα σεντόνια, σκούπιζαν, πλέναν τα ρούχα τους, διάβαζαν όλη τη νύχτα, είχαν μάθει τα ονόματα των πουλιών, των ανθών και των άστρων, φρόντιζαν και τον κήπο τους – δυο μέτρα όλο κι όλο∙ σεμνοί μετρημένοι, ωστόσο δεν τους έλειψε το θάρρος να πουν ως την άκρη τα όνειρά τους, επιθυμίες, έρωτες και πράξεις που δεν είχαν τολμήσει. Τότε άνθρωποι φθονεροί και μοχθηροί τους γύμνωσαν στη μέση του δρόμου, τους έφτυσαν, τους προπηλάκισαν, τους λιθοβόλησαν. Αυτοί δεν είχαν τίποτα πια παρά μονάχα
το ματωμένο τους χαμόγελο. Και το ‘δωσαν,
κρύβοντας με τ’ αριστερό τους χέρι τα γεννητικά όργανά τους,
πρώτη φορά τόσον ωραίοι και τόσο νέοι.
Μωρέ γκτσούπ, παλιοχαλέπιτο που κατάντ’σησες τ’ γλώσσα χαλέ και φρετσώνεις πάνω της. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που χαλέπωσε για τα καλά το μυαλό σου.