Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2019
Ενδομητρίωση: Ποια συμπτώματα πρέπει να σας οδηγήσουν στον γιατρό
Πολλές γυναίκες νιώθουν πόνο χαμηλά στην κοιλιά
όταν έχουν έμμηνο ρύση, αλλά για μερικές ο πόνος είναι ανυπόφορος και τις
εμποδίζει να διεκπεραιώσουν τις καθημερινές δραστηριότητές τους. Αν και είναι
διάχυτη η αντίληψη ότι κάθε πόνος κατά την περίοδο είναι φυσιολογικός, ο
ισχυρός πόνος συχνά έχει υποκείμενη αιτία: την ενδομητρίωση.
Η ενδομητρίωση είναι μία από τις συχνότερες
διαταραχές στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας. Υπολογίζεται ότι προσβάλλει το
5-10% από αυτές, με τα δύο τρίτα των κρουσμάτων να εκδηλώνονται σε γυναίκες
ηλικίας 20-35 ετών. Ένα στα δέκα περιστατικά, εξάλλου, παρατηρείται σε νεότερες
γυναίκες και κορίτσια (ηλικίες κάτω των 20 ετών).
«Η ενδομητρίωση εκδηλώνεται όταν αναπτύσσεται έξω
από τη μήτρα ιστός ο οποίος δομικά και λειτουργικά είναι παρόμοιος με τον
βλεννογόνο που επιστρώνει το ενδομήτριο, δηλαδή το εσωτερικό τοίχωμά της»,
εξηγεί ο μαιευτήρας-χειρουργός γυναικολόγος Δρ. Ιωάννης Π. Βασιλόπουλος, MD,
MSc, ειδικός στην Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή και ιδρυτικό μέλος του Institute of
Life. «Ο ετερότοπος αυτός ιστός συνήθως αναπτύσσεται γύρω ή μέσα σε όργανα της
πυέλου, όπως το εξωτερικό τμήμα της μήτρας, οι ωοθήκες, οι σάλπιγγες (μπορεί να
τις αποφράξει), η ουροδόχος κύστη κ.λπ. Η δημιουργία του έχει ως συνέπεια να
εμφανίζονται στα προσβεβλημένα όργανα κύστεις αίματος ή οζίδια και να
αναπτύσσεται φλεγμονή ή συμφύσεις (ουλώδης ιστός). Ο ετερότοπος ιστός μπορεί
επίσης να πιέζει τα όργανα και να προσβάλλει νεύρα».
Οι επιδράσεις αυτές συχνά (αλλά όχι πάντοτε)
προκαλούν ορισμένα συμπτώματα, τα οποία πρέπει να προβληματίζουν τη γυναίκα και
να την οδηγούν στον γυναικολόγο ιατρό. Τα συμπτώματα αυτά είναι τα εξής, κατά
τον Δρ. Βασιλόπουλο:
* Ισχυρός πόνος ο οποίος μπορεί να αρχίζει πριν από
την περίοδο και να συνεχίζεται για αρκετές ημέρες μετά το τέλος της
(δυσμηνόρροια). Είναι το κύριο σύμπτωμα της ενδομητρίωσης. Σε πολλές γυναίκες ο
πόνος αντανακλάται στη μέση, στην κοιλιά, στην πύελο (λεκάνη) ή ακόμα και στα
κάτω άκρα. Ο πόνος της ενδομητρίωσης μπορεί επίσης να εντείνεται με το πέρασμα
των χρόνων.
* Πόνος στη διάρκεια του σεξ (δυσπαρευνία). Επίσης
είναι πολύ συχνός στις γυναίκες με ενδομητρίωση.
* Πόνος ή άλλα ενοχλήματα κατά την ούρηση ή/και την
κένωση των εντέρων. Εκδηλώνονται όταν έχουν προσβληθεί όργανα του ουροποιητικού
ή το έντερο. Όταν, π.χ., ο ετερότοπος ιστός αναπτύσσεται στο τοίχωμα του
εντέρου, στα πιθανά ενοχλήματα συμπεριλαμβάνονται τυμπανισμός, διάρροια,
δυσκοιλιότητα και ναυτία. Σε ακραίες περιπτώσεις, όταν οι βλάβες είναι πολύ
μεγάλες, υπάρχει κίνδυνος για απόφραξη του εντέρου.
* Αιμορραγικές διαταραχές, όπως μεγάλη απώλεια
αίματος κατά την έμμηνο ρύση, πολυήμερη έμμηνος ρύση (περίοδος που διαρκεί πάνω
από 7 ημέρες), μικρός ή ακατάστατος έμμηνος κύκλος (περίοδος κάθε 27 ημέρες ή
νωρίτερα) ή/και διαφυγή αίματος πριν από την έμμηνο ρύση.
* Διακυμάνσεις της ψυχικής διάθεσης λόγω του πόνου.
* Μειωμένη γονιμότητα. Υπολογίζεται ότι τέσσερις
στις δέκα γυναίκες με ενδομητρίωση αντιμετωπίζουν πρόβλημα υπογονιμότητας,
συχνά επειδή ο ετερότοπος ενδομητρικός ιστός έχει προκαλέσει απόφραξη στις
σάλπιγγες, έχει εισέλθει στις ωοθήκες ή έχουν δημιουργηθεί εξαιτίας του κύστεις
με «παγιδευμένο» αίμα στις ωοθήκες (σοκολατοειδείς κύστεις). Η δημιουργία
ουλώδους ιστού και συμφύσεων επίσης μπορεί να επηρεάσει τη γονιμότητα.
Εξαιτίας όλων των αυτών συμπτωμάτων η ενδομητρίωση
συγχέεται μερικές φορές με άλλες καταστάσεις που προκαλούν πυελικό πόνο, όπως η
φλεγμονώδης νόσος της πυέλου ή οι κύστεις ωοθηκών. Αν, εξάλλου, συνοδεύεται από
διαταραχές του εντέρου, η (λανθασμένη) διάγνωση μπορεί να είναι σύνδρομο του
ευερέθιστου εντέρου, επειδή και αυτό προκαλεί κρίσεις διάρροιας, δυσκοιλιότητας
και κραμπών στην κοιλιά. Μερικές φορές, μάλιστα, το σύνδρομο του ευερέθιστου
εντέρου συνυπάρχει με την ενδομητρίωση, γεγονός που μπορεί να περιπλέξει ακόμα
περισσότερο τη διάγνωση.
Ωστόσο δεν αναπτύσσουν όλες οι γυναίκες με
ενδομητρίωση πόνο, ούτε είναι η σοβαρότητά του πάντοτε αξιόπιστη ένδειξη για
την έκταση της νόσου. Μπορεί, λ.χ., μια γυναίκα να έχει ήπια ενδομητρίωση με
ανυπόφορο πόνο και μια άλλη να έχει προχωρημένη ενδομητρίωση με ελάχιστο ή
καθόλου πόνο. Στην πραγματικότητα, υπολογίζεται ότι περίπου οι μισές γυναίκες
με ενδομητρίωση δεν έχουν εμφανή συμπτώματα.
Τις πιθανότητες μιας γυναίκας να εκδηλώσει
ενδομητρίωση αυξάνουν ορισμένοι παράγοντες, όπως η ατεκνία και το οικογενειακό
ιστορικό της νόσου. «Το οικογενειακό ιστορικό είναι ισχυρός παράγοντας
κινδύνου», λέει ο Δρ. Βασιλόπουλος. «Μελέτες έχουν δείξει πως οι συγγενείς
πρώτου βαθμού (αδελφές, ανιψιές, θυγατέρες) των γυναικών με ενδομητρίωση, διατρέχουν επταπλάσιο κίνδυνο
να εκδηλώσουν και αυτές τη νόσο.
Τί πρέπει επομένως να κάνουν οι γυναίκες; «Εάν
είστε γυναίκα πριν την εμμηνόπαυση και έχετε ύποπτα συμπτώματα, επικοινωνήστε
δίχως καθυστέρηση με τον γυναικολόγο σας», συνιστά ο Δρ. Βασιλόπουλος. «Η
διάγνωση της ενδομητρίωσης μπορεί να αποδειχθεί δύσκολη και πολλές γυναίκες
υποφέρουν επί χρόνια πριν μάθουν τελικά τι έχουν, ώστε να υποβληθούν στην
ενδεδειγμένη θεραπεία».
Η διάγνωση τυπικά βασίζεται στο λεπτομερές ατομικό
και οικογενειακό ιατρικό ιστορικό, την κλινική εξέταση και σε ένα
υπερηχογράφημα κάτω κοιλίας. Ωστόσο η οριστική διάγνωση τίθεται με την
λαπαροσκόπηση, κατά την οποία ο γιατρός ελέγχει το εσωτερικό της κοιλιάς με μια
μικρή κάμερα για να εντοπίσει τυχόν εστίες ετερότοπου ενδομητρικού ιστού.
Στη διάρκεια της λαπαροσκόπησης μπορεί να λάβει
δείγματα ιστού για να τα στείλει για βιοψία, ώστε να επιβεβαιώσει τη διάγνωση.
Αναλόγως με τα ευρήματα και τη βαρύτητα της
ενδομητρίωσης καθορίζεται και η απαιτούμενη θεραπεία.
Σε κάθε περίπτωση «είναι πολύ σημαντικό να γίνεται
έγκαιρη και σωστή διάγνωση της ενδομητρίωσης», τονίζει ο ειδικός. «Η κατάσταση
μπορεί να επηρεάσει τη σχολική, εργασιακή και κοινωνική ζωή των ασθενών, καθώς
και τις σχέσεις τους με την οικογένεια, τα παιδιά, τον σύντροφο και τους
συναδέλφους τους. Μπορεί επίσης να δημιουργήσει προβλήματα στη γονιμότητα ενώ ο
πόνος από μόνος του μπορεί να υπονομεύει σημαντικά την ποιότητα της ζωής τους.
Με την έγκαιρη διάγνωση και την κατάλληλη θεραπεία, όμως, οι ασθενείς συνήθως
κατορθώνουν να ελέγξουν τα συμπτώματά τους και να ζήσουν πολύ καλύτερα».