Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2016

Παρουσίαση του αυτοβιογραφικό ντοκιμαντέρ του Αριστέα Στέργιου Γραμμόζη, για τους Έλληνες Αρειμένιους Βλάχους από την Αδελφότητα εν Αττική Ηπειρωτών Κεφαλοβρυσιτών Ιωαννίνων

Εκπροσωπώντας την Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία Ελλάδος, την κορυφαία αποδημική οργάνωση των Ηπειρωτών, τη Κυριακή το απόγευμα 20 Νοεμβρίου 2016, στον κινηματογράφο ''Κνωσσός'' της Πατησίων, ύστερα από πρόσκληση της Αδελφότητας εν Αττική Ηπειρωτών Κεφαλοβρυσιτών Ιωαννίνων, παρακολούθησα το αυτοβιογραφικό ντοκιμαντέρ του Αριστέα Στέργιου Γραμμόζη, με επιμέλεια του Θόδωρου Μαραγκού, για τους Έλληνες Αρειμένιους Βλάχους.
Το ντοκιμαντέρ αυτό είναι συνέχεια του βιβλίου του Κεφαλοβρυσίτη Αρειμένιου (Βλάχου) Αριστέα Στέργιου Γραμμόζη ''Οι Έλληνες, οι Αρειμένιοι βλάχοι και η κρυμμένη αλήθεια''. Στην εκδήλωση και πριν την προβολή μίλησαν, η ομότιμη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών, που συντόνιζε και την εκδήλωση Μαρία Τζάνη, ο κοινωνιολόγος, ερευνητής και συγγραφέας Γεώργιος Λεκάκης, ο συγγραφέας Γεώργιος Τσικόπουλος και ο Αλέξανδρος Κόντος, φιλόλογος, διδάκτωρ Γλωσολογίας του Πανεπιστημίου της Σορβόννης
Στην νεότερη ιστορία μας, υπήρξαν και υπάρχουν πολλοί Έλληνες που νιώθουν βαθιά το χρέος της έρευνας του παρελθόντος της πανάρχαιας ιστορίας μας, που νιώθουν βαθιά το τεράστιο βάρος της κληρονομιάς που ο καθένας από εμάς φέρει.

Ο Αριστέας Γραμμόζης, είναι ένας από αυτούς. Περήφανος για τη βλάχικη καταγωγή του, αφιέρωσε 35 χρόνια στην έρευνα του γλωσσικού ιδιώματος των Αρειμενίων Ελλήνων Βλάχων. Λόγω της ιδιομορφίας τους, έχουν κρατήσει αυτούσιες και ζωντανές πανάρχαιες μνήμες, λέξεις και έθιμα, που χρησιμοποίησε ο Έλλην άνθρωπος πριν από 10.000 χρόνια, τα οποία σήμερα αποκαλούμε "μυθικά χρόνια".
Ο συγγραφέας Αριστέας Γραμμόζης, με το βιβλίο του ''Οι Έλληνες, οι Αρειμένιοι βλάχοι και η κρυμμένη αλήθεια'' και με το εν συνέχεια ντοκιμαντέρ του, προσφέρει σήμερα στο αναγνωστικό κοινό ένα έργο ζωής: Την αναζήτηση των απαρχών και ριζών της γλώσσας των προγόνων του, των Αρειμενίων Βλάχων της αρχαιότατης Ελληνικής Ηπείρου.

Ο ακούραστος ερευνητής-συγγραφέας απαντά με το βιβλίο του, και το ντοκιμαντέρ του, σε δικά του ερωτήματα ζωής, όπως σημειώνει στο βιβλίο, μέ πρώτο την διερεύνηση του καίριου θέματος του λατινογενούς ή όχι της γλώσσας του, ως η συμβατική εκφρασμένη άποψη ισχυρίζεται.
Και βεβαίως η άποψη αυτή ελέγχεται ως μή ορθή και για τις άλλες γλώσσες, ως η ρουμανική ή οι ιβηρικές αρχαίες γλώσσες, οι οποίες βεβαίως ωμιλούντο αιώνες προτού οι Λατίνοι ή οι Ρωμαίοι καταλάβουν τις χώρες τους.
Η Ελληνογένεια δε της λατινικής γλώσσας και του λατινικού αλφαβήτου, το οποίο προήλθε, κατά τις μαρτυρίες του Παυσανίου από το αρχαίο αιολικό/αρκαδικό, το οποίο ο Εύανδρος και η μητέρα του προσεκόμισαν στο Λάτιο και μαζί με σειρά άλλων Ελλήνων αποίκων στην Ιταλία (Τυρρηνοί Πελασγοί ή Ετρούσκοι, Οίνωτρες, Πευκέτες, Ιάπυξ, Δαύνος) μετέδωσαν την αρχαιότατη ελληνοπελασγική πρόγονό μας γλώσσα, στις προρωμαϊκές/προλατινικές γλώσσες της Ιταλίας, λύνει το πρόβλημα της καταγωγής της λατινικής από την ελληνική γλώσσα και του Ρωμαϊκού πολιτισμού ως συνέχειας του Ελληνοκού πολιτισμού.


Η πρό των Λατίνων δε εξάπλωση του ελληνικού στοιχείου στον κόσμο, για την οποία ο συγγραφεύς αφιερώνει μεγάλο τμήμα στο βιβλίο του με ευρείες και πολύτιμες αναφορές στην Αρχαία Ελληνική Γραμματεία και στη νεώτερη ελληνική και ξένη βιβλιογραφία. Μας απαντά ευθέως στο ερώτημα ότι οι Έλληνες είχαν ήδη, με τις προϊστορικές, (ορθότερα πρωτοϊστορικές) αποικίσεις, ταξείδια και εγκαταστάσεις τους (π.χ. μινωϊκά και μυκηναϊκά Εμπορεία και Πελασγικές εξορμήσεις στον Πλανήτη μας), δημιουργήσει εστίες και θύλακες μετάδοσης του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής γλώσσας στο σύνολο των περιμεσογειακών και περιαιγαιακών χωρών αλλά και δια των ποταμίων, θαλλασίων και ωκεανίων οδών σε κάθε κατεύθυνση. Και τα γεγονότα αυτά παρουσιάζονται με αποδείξεις στο βιβλίο και με εν πολλοίς άγνωστη βιβλιογραφία, πηγή επίσης πολύτιμων πληροφοριών περί του γεννήτορος Πολιτισμού στον κόσμο, του προγονικού μας Ελληνικού Πολιτισμού, με εργαλείο και αιχμή την ελληνική γλώσσα. Παράλληλα με την ιστορική ιχνηλάτηση και καταγραφή των ιστορικών δεδομένων, ο συγγραφέας επικεντρώνει την έρευνα στις επιστημονικές γλωσσολογικές αποδείξεις της ελληνικότητας της γλώσσας των Βλάχων, στην οποία είναι σκόπιμο να τονισθούν ότι:
Πράγματι η περιοχή της Ηπείρου κατά την απώτατη αρχαιότητα ήταν σε γεωγραφική και ιστορική σχέση και επικοινωνία με τις απαρχές της ελληνογενέσεως στην Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα, όπου εγεννήθησαν οι προπάτορες των Ελληνικών φύλων, Δώρος και Αίολος και Ξούθος από την γενεά του Έλληνος και του Δευκαλίωνος και ανεπτύχθησαν τα φύλα των Δωριέων και των Αιολέων με αρχαιότερους τους Δωριείς και την ελληνική δωρική διάλεκτο κατά τον Ιάμβλιχο, όπου οι Δωριείς στην Πίνδο ωνομάσθηκαν Μακεδνοί και όπου άνθισαν αιολικής καταγωγής σπουδαίοι αρχαιότατοι ελληνικοί και δωρικοί πολιτισμοί, των Περραιβών Πελασγών, των Μινυών, των Αινιάνων, των Θρακών και ετέθησαν οι βάσεις της ελληνικής σκέψης και πνεύματος ήδη από τον Ορφέα, τις Πιερίδες Μούσες και στη Δωδώνη όπου ελατρεύετο ο Ζεύς ο Πελασγικός. Και αποτελεί εν προκειμένω εξαιρετικής σημασίας ιστορικό δεδομένο ότι ο Ορφεύς, ο απέχων δώδεκα γενεές από τον Όμηρο (κατά τον ιστορικό Χάρακα) έγραψε και φιλοσοφούσε στην δωρική ελληνική διάλεκτο και με το αρχαιότατο δωρικό αλφάβητο. Προκύπτει επομένως ως αδήριτη ανάγκη η μελέτη και πλήρης επιστημονική κατανόηση των διαλέκτων της αρχαίας ελληνικής, με ιστορικώς προεξάρχουσες τις δωρικές και αιολικές/αρκαδικές, αλλά και των πλήρως ελληνογενών ελληνικών γραφών, τόσο των αλφαβητικών όσο και των Γραμμικών Α! (Μινωϊκής), Β! (Μυκηναϊκής) και Γ! (Αρκαδοκυπριακής) που σε συνδυασμό με τις ιστορικές και γενεαλογικές αναφορές στην Αρχαία Ελληνική Γραμματεία είναι και οι τρείς αμιγώς ελληνικές, όπως και η ιερογλυφική της επίσης δωρογενούς Μινωϊκής Κρήτης και όλα τα ελληνογενή μεταγενέστερα αλφάβητα των ελληνογενών Φρυγών (των Βρυγών της αρχαίας Μακεδονίας), των Καρών, των Ετρούσκων. Υπάρχουν και γι’ αυτά τα θέματα στο βιβλίο ικανές αναφορές και για την επίδραση των ελληνικών Γραφών στους μετέπειτα λαούς π.χ. της βορείου Ευρώπης.
Τέλος σημαντική είναι η ετυμολόγηση στο βιβλίο, βάσει της ελληνικής, ευρέος γλωσσικού δείγματος της βλαχικής γλώσσας, επειδή ακριβώς είναι δυνατό να εντοπισθούν σ’ αυτό, αρχαιότατα δωρικά και αιολικά χαρακτηριστικά, φωνητικά, προφοράς και αντιστοιχιών μεταξύ των διαλέκτων της ελληνικής και της γνωστότερης απ’αυτές, ήδη από το Σχολείο, της αττικής διαλέκτου. Περιοριζόμαστε σε ολιγάριθμα μόνο, αλλά όπως θα δούμε, χαρακτηριστικά παραδείγματα, τα οποία λύνουν και σημαντικά προβλήματα της Γλωσσολογίας και ως αντικείμενο μιας ιστορικά συμβατής, Ελληνικής Γλωσσολογίας, με βάση και μέσον την γλώσσα του Ελληνικού γεννήτορος Πολιτισμού, ως και αρχαιολογικώς αποδεικνύεται (βλέπε και το τελευταίο βιβλίο του Colin Renfrew: The Emergence of Civilization, με κέντρο την κεντρική και Βόρεια Ελλάδα και τις σχέσεις της με τον Πολιτισμό της Ελληνικής Μητροπόλεως και της πρώτης ελληνικής διασποράς στο κόσμο).
- Έτσι, το ερωτηματικό κιτσέ της βλαχικής = γιατί, αποδεικνύει ως έτυμό του το αιολικό κίς, κί αντι τίς, τί και τον τσιτακισμό του οδοντικού τ στην ελληνική πρβλ π.χ. πίτσα αντί πίττα.
- Η αντωνυμία νόϊ (=ημείς) παραπέμπει στο ομηρικό νωι<νωFi (=δύο) και στην ονομαστική και αιτιατική σε δυικό αριθμό στην αρχαιότατη ελληνική νώ (=εμείς οι δύο, εμάς τους δυό) και στην κτητική αντωνυμία νωίτερος (=ο ανήκων σε μας τους δύο, ημών των δύο). Η αρχαία ελληνική ρίζα νω – σε διάφορες διαλέκτους της ελληνικής και σε διάφορες μεταπτωτικές βαθμίδες της ελληνικής αυτής ρίζης ετιμολογεί και το βλαχικό νόϊ και τα λατινικά nos noster και το παλαιολαβικό na και το σανσκριτικό/παλαιοϊνδικό nau (νάου), προβάλλοντας την αρχαία ελληνική, στο σύνολο των διαλέκτων της, ως μητέρα γλώσσα και την ιδιαίτερη αιολική ή δωρική ή ιωνική φύση του καθενός παραγώγου και άρα και την σχέση της με συγκεκριμένη διάλεκτο της ελληνικής και το ελληνικό φύλο που τη μιλούσε. Εδώ υπογραμμίζουμε τα αμιγή δωρικά στοιχεία στην αρχαιοτάτη ινδική/σανσκριτική, με αντίστοιχη την εκστρατεία του Διονύσου, απο την Ελληνική Θράκη και με στρατηγούς τους Σατύρους και τους Σειληνούς και τους υιούς της Ιφθίμης, θυγατέρας του Δώρου.
- Το ρήμα furu = κλέπτω, με τύπους αορίστου furemu (=κλέψαμε) και furatu (=κλέψατε) αναδεικνύει την αρχαιότατη και αμιγώς ελληνική λέξη φώρ, πρβλ και την σημερινή φράση: επ’αυτοφώρω και ελληνικά υγρόληκτα ρήματα σε φώρω, έφωρα, αιολικό έφορρα, προφορά του αττικού ω ως διαλεκτικού ου στις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους και βεβαίως και τους αναύξητους τύπους του αορίστου στην αρχαία ελληνική και τις διαλέκτους της (π.χ. αναύξητος αόριστος στην αρχαία ιωνική-ομηρική και στην μυκηναϊκή των πινακίδων της Γραμμικής Β!).
- Η λέξη της βλαχικής spoun = λέω, αποκαλύπτω, διηγούμαι, παραπέμπει στο αρχαιότατο ελληνικό σέπω>Fέπω, πρβλ. Έπος και το ομηρικό εννέπω (με δύο ν) που νοεί ρήμα σύνθετο εν-σέπω (με δωρική αφομοίωση ν/σ) και β΄ συνθετικό με σ, και ελληνική ρίζα σεπ-/σοπ-/σπο-, εξ ής και το βλαχικό παράγωγο, αλλά και το αγγλικό spy σε ιστορική συνέχεια αλλά και το ρουμανικό spun, πρβλ και γερμ. spion, τα οποία ο συγγραφεύς περιλαμβάνει στο βιβλίο του.
- H λέξη της βλαχικής apa = νερό, σε σχέση πρός το λατινικό aqua<ακ-Fα ευρίσκει την ετυμολογική του στο θρακικό –απα, -αβα των υδρολεκτικών τοπωνυμίων με χειλικά π/β, σε σχέση με το αιολικό ακα και τα επίσης διαλεκτικά ελληνικά αχ- αγ- και ακ- π.χ. ακα = νερό, Αχαιοί, Αίγιον, Αιγαίον, αιγές = κύματα, Αίγ/υπτος=η υπο τας αίγας (υπο τα κύματα), ή το Αιγαίον, που δεικνύουν τη διαφοροποίηση των διαλέκτων της ελληνικής στην ετυμολογία του λατινικού και του ρουμανικού αντιστοίχου, οπότε δεν είναι η ρουμανική λατινογενής, ελλείποντος του απ- στην λατινική ενώ η υδρολεκτική ρίζα απαντά στην ελληνική και ως απ-, -ιπ, -υπ πρβλ. Εύριπος, Ύπανις ποταμός και ως αγ-/αχ-/ακ-/: π.χ Αιγαίον ανωτέρω και διαχωρίζοντας την λατινική και την ρουμανική ως προερχόμενες από διαφορετικές διαλέκτους της ελληνικής αναδεικνυοθυμένης της ρουμανικής ως ανηκούσης στις διαλέκτους της βλαχικής και δακικής ελληνοπελασηικής διαλέκτου της ελληνικής. Το θρακικό π και το μακεδονικό β των τοπωνυμιών ενοποιούν τον χώρο των ελληνικών διαλέκτων.
- Η λέξη της βλαχικής νιήκου = το βρέφος εκ του: νηπίον δηλοί εναλλαγή βλαχικού κ πρός αττικό και θρακικό π, όπως αντιστοίχως συμβαίνει με το αιολικό κ στη θέση του αττικού/θρακικού π κατ’ αντιστοιχία του αιολικού κως αντί του αττικού πως. Έτσι αναδεικνύεται το αιολικό χαρακτηριστικό στην λατινική και το θρακικό/μακεδονικό διαλεκτικότης ελληνικής στη ρουμανική γλώσσα, η οποία κατ’ ακολουθία αποδεικνύεται διαφορετικής προέλευσης διάλεκτος της αρχαίας ελληνικής απ’ ότι η λατινική, και καταρρίπτονται και εδώ, τα περί λατινογένειας των γλωσσών. Ήδη αποκωδικοποιείται η ήδη εφαρμοσθείσα μέθοδος ετυμολόγησης των λοιπών γλωσσών βάση των χαρακτηριστικών της ελληνικής και των διαλέκτων της, οι οποίες διακρίνουν τις άμεσες επιδράσεις δωρικών, αιολικών ή ιωνικών-αττικών χαρακτηριστικών στις εγγύτερες ή πλέον απομακρυσμένες γλώσσες του πλανήτη, συνθέτοντας τα χαρακτηριστικά της ελληνικής ως προγόνου ή γεννήτορος γλώσσης και πολιτισμού στον κόσμο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι λεγόμενες αρχαιοπινείς (ή αρχαιότυπες) διάλεκτοι της ελληνικής: τσακωνική, ποντιακή, σαρακατσανεϊκή, καππαδοκική, στις οποίες έχουν προστεθεί με σύγχρονες μελέτες και η διάλεκτος των ελληνοφώνων της Ιταλίας (η Grico) και η καλασική (των Καλάς του Αφγανιστάν και του Πακιστάν) και η αραουκανική (των Σπαρτιατών της Χιλής). Σ’ αυτές προτείνεται να ενταχθή και η βλαχική, η οποία αξίζει περαιτέρω να αναλυθή και επιστημονικώς να ετυμολογηθή, σε ένα ετυμολογικό Λεξικό με βάση τα καταγεγραμμένα χαρακτηριστικά των αρχαίων ελληνικών διαλέκτων, ως αμιγώς αρχαιοπινής διάλεκτος της ομιλουμένης ελληνικής.

Στον σκαπανέα ερευνητή κ. Αριστέα Γραμμόζη οφείλουμε χάριτας για την εθνικής σημασίας συνεισφορά του και του ευχόμεθα να μας προσφέρη και στο μέλλον τόσο σημαντικές εργασίες.