Γράφει ο Χρίστος Α. Τούμπουρος
«Φούσκωσαν τα Τζουμέρκα από Βραβεία. Εγώ βραβεύω, εσύ βραβεύεις, αυτός βραβεύει… Ποιος, ποιοι, ποιον, ποιους; Μα φυσικά όλους τους (έν) ασχολούμενους με την παράδοση. Το βραβείο μπορεί να είναι και ένας τρόπος αυτοεπιβεβαίωσης, ύπαρξης, με την έννοια της διδασκαλίας του Σαρτ. Σε βραβεύω, με βραβεύεις, άρα συνυπάρχουμε… Κι αφού συνυπάρχουμε, έστω και «παραδοσιακά»- ενίοτε δίνουμε και απάντηση στα υπαρξιακά κενά και αδιέξοδά μας. Τα σφραγίζουμε, βάζουμε βουλοκέρι με άλλο υλικό. Εκ παραδόσεως ορμώμενο. Καλυπτόμαστε, καλυφτήκαμε και του χρόνου να είμαστε καλά. Μακράς διάρκειας ή μακράς απόδοσης κάλυψη παρέχει η παράδοση.»
Αυτά έγραφα πρόσφατα εκφράζοντας τη διαφωνία μου για πολλές «παραδοσιακές ενέργειες», πολλών αρμοδίων ή μη, ενασχολουμένων με την παράδοση ή όχι, αυτοδιορισμένων «υπηρετών της παράδοσης» ή διαφόρων κυνηγών φωτογραφικής αποτύπωσης της αφεντομουτσουνάρας τους, συνθέτοντας ένα παραδοσιακό προσωπείο πολλών, μα πολλών διαστάσεων και παρασέρνοντας στο διάβα τους κάθε σωστή προσπάθεια. Και δεν έχει ο δρόμος τελειωμό…
|
(Γνήσια Τζουμερκιώτικη αποκριάτικη εκδήλωση.
Τώρα, έχουμε πολλά, μα πολλά «αποκριάτικα καρναβάλια»
και πάμπολλους μουσάτους καρναβαλιστές) |
Αγνώτες και αγνώμονες, αυτοτιτλοφορούνται σαν γνήσιοι και υγιείς Τζουμερκιώτες, λες και κατέχουν μόνοι τους το Τζουμερκόμετρο, και με διάφορες στοκιές που πετάνε εδώθε και εκείθε, ονοματίζουν και αποκαλούν «τουρίστες» «ξερόλες» -ξέρουν αυτοί ποιους-, «όσοι δεν είναι μαζί μας, ας τους ρίξουμε και ένα κοσμητικό επίθετο», επιδιδόμενοι σε ένα ανεπανάληπτο γλωσσικό τραλαλά, για να μείνουν οι γνήσιοι και καθάριοι, οι άμωμοι, άχραντοι, άσπιλοι και αμόλυντοι, οι αειπάρθενες Τζουμερκιώτικες υπάρξεις, πρωταθλητές στην κωλοτούμπα, και στη συσκότιση της αλήθειας. (Υπηρετούν το δόγμα: Άμα η αλήθεια δεν μας συμφέρει «κακό του κεφαλιού της).
Μπορεί να έχουν και δίκιο…
Για να δούμε, ω πατριώτες, είναι έτσι τα πράγματα;
Δικός τους χρησμός: Για τον τόπο τους, δικαιούνται να αποφασίζουν οι Τζουμερκιώτες που διαμένουν μόνιμα σ’ αυτόν. Δεν έχουν κανένα λόγο οι Αθηναίοι.
Ο κ. Χρήστος Χασιάκος και ο κ. Γιάννης Σεντελές, Δημαρχοι Κεντρικών και Βορείων αντίστοιχα Τζουμέρκων, δεν ήταν ποτέ μέχρι της εκλογής τους μόνιμοι κάτοικοι Τζουμέρκων. Απλά ήταν Τζουμερκιώτες. Από το Δήμο Αγνάντων όλοι οι υποψήφιοι Δήμαρχοι, δεν ήταν μόνιμοι κάτοικοι του Δήμου, εκτός μιας περίπτωσης, αλλά ανατρέπεται από το γεγονός ότι υπήρχε εξ Αθηνών Τζουμερκιώτης που ηγείτο της προεκλογικής εκστρατείας αντί αυτού, συνδιαλέγονταν αντί αυτού, που εκφωνούσε βαρυσήμαντες ομιλίες διασαφηνίζοντας το πρόγραμμα του υποψηφίου Δημάρχου, αντί αυτού κλπ. κλπ. (Δεν ξέρω γιατί έγιναν όλα αυτά, αλλά μάλλον λόγω «ανικανότητας» του υποψηφίου; Πάντως γέλασε και το παρδαλό κατσίκι.) Επομένως, άπαντες όσοι διεκδίκησαν το Δημαρχιακό αξίωμα, δεν ήταν γνήσιοι Τζουμερκιώτες και άρα έπρεπε να εκβληθούν από τις εκλογές, να ακυρωθεί η εκλογή τους και να χάσουν τα αξιώματά τους. Γνωρίζω όμως ότι μόνο ο κ. Γαρνέλης εξέπεσε του αξιώματός του, για άλλους λόγους, όχι γιατί είναι κρητικός στην καταγωγή.
Για να δούμε και κάτι άλλο.
Από οποιαδήποτε πλευρά κι αν το εξετάσει κανείς θα παραδεχτεί ότι μεγαλύτερο έργο υποδομής μεταπολεμικά στα Τζουμέρκα ήταν η κατασκευή του κτηρίου του Γυμνασίου Αγνάντων.
Το κτήριο αυτό κατασκευάστηκε από τους Αγναντίτες χωρίς η Πολιτεία να «δώσει μια δραχμή». Να δούμε κι αυτούς που δεν διέμειναν μόνιμα στην ‘Άγναντα. Ας διαβάσουμε το υπ αριθμ. 128/ 30 Δεκεμβρίου 1953 πρακτικό του Κοινοτικού Συμβουλίου Αγνάντων.
|
(Ανακηρύσσει ευεργέτην τον εν Σικάγω της Αμερικής ευδοκίμως
διαμένοντα εξαίρετον συμπολίτην κ. Ιωάννην Μασσιαλήν δια την ευγενήν
προσφοράν του εξ 25 δολλαρίων διατεθέντων κατά την επιθυμίαν του εις το
αναγειρόμενον κτίριον του Γυμνασίου Αγνάντων.) |
Το ίδιο και για τον ίδιο λόγο (αριθμ. 129) ανακηρύσσει ευεργέτην τον κ. Μιχαήλ Παππά. Κι αυτός διέμενε εν Σικάγω Αμερικής.
Μήπως πρέπει να ανακαλέσουμε την απόφαση αυτή της Κοινότητας Αγνάντων; Διότι δεν «εδικαιούντο» αυτοί οι άνθρωποι να έχουν λόγο για τα της διοίκησης της τότε Κοινότητας; Μήπως με κάτι τέτοια αυτογελοιοποιούμαστε;
Να προχωρήσουμε.
Φέτος για δεύτερη φορά λειτούργησε το Θερινό Σχολείο Τζουμέρκων. Καθαρή επιτυχία της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Τζουμέρκων. Κάτι που δεν κατάφερε ούτε ο Δήμος Αρταίων, Ιωαννίνων, πολιτιστικοί φορείς Άρτας, Ιωαννίνων κλπ. Η πλειονότητα των μελών της Ι. Λ. Ε. Τ. ζουν στα Τζουμέρκα; Μήπως έπρεπε να τους αποκλείσουμε; Να τους αφαιρέσουμε το λόγο.
(Αναρωτιέμαι μήπως λειτουργεί σήμερα και ο θεσμός του μέτοικου στα Τζουμέρκα;)
Και κάτι ακόμη. Το παραδοσιακό έργο που παρουσιάστηκε φέτος στα Τζουμέρκα, είναι οι Λαογραφικές Ρίζες «Πέτρος Χαχούλης». Ένα έργο ζωής του Φώτη Χαχούλη, που αγωνίστηκε για δέκα ολόκληρα χρόνια και τα κατάφερε, έτσι που όλα τα Τζουμέρκα του χρωστούν ευγνωμοσύνη. Εγκαινιάστηκε την Παρασκευή 16 Αυγούστου στο Άνω Γραικικό. Δημιουργός και Εκτελεστής: Φώτης Χαχούλης. Δεν έχει λόγο αυτός; Να τον αποκλείσουμε; Τον ξέρω καλά. Μπορεί και να σκοτώσει κόσμο ο Φώτης, άμα κάποιος επιδιώξει να τον αποκόψει από τα Τζουμέρκα. (Και κοίτα καλά Φώτη. Μην σκεφτείς καθόλου να είσαι υποψήφιος. Δεν δικαιούσαι. Σύμφωνα πάντοτε με τη γνώμη των κατεχόντων το Τζουμερκόμετρο, λέω για τους ανθρώπους που χωρίς να ερυθριούν θέλουν να μας κάνουν να ξεχάσουμε ποιος, πότε και γιατί υπηρέτησε πολιτική, για πολλά χρόνια, που «εκόμισεν εις τα Τζουμέρκα την απομόνωση και τη στασιμότητα.)
|
(Φώτη για βάλε μερικούς μέσα να τους ξεπλύνεις) |
Και πες τους , φίλε Φώτη πώς :
«Το πάθος τ’ ακαπίστρωτο με σέρνει καβαλάρη»
Κωστής Παλαμάς
Εκεί, στα Τζουμέρκα μεγαλώσαμε…
Μακρόχρονος μόχθος, σκληρή δουλειά, ακριβό το δώρο της ζωής. Κόποι ανείπωτοι, ποτάμια ο ιδρώτας, κορμιά αντρειωμένα που αντιστέκονται στους μανιασμένους ανέμους, που στύβουν τις πέτρες μέσα στα χέρια τους, ατρόμητοι κι ακατάβλητοι εραστές, που «βατεύουν» τη γη, για να γευτούν τη Δημιουργία. Της Δημιουργίας αυτής γινόμαστε και εμείς ΚΟΙΝΩΝΟΙ.
Έτσι, που κανείς δεν πρόκειται να μας αποκόψει από τα Τζουμέρκα.
(Μπορεί κανείς να κατατάξει τους Τζουμερκιώτες στους έχοντες και μη έχοντες δικαίωμα να έχουν λόγο για τον τόπο τους; Ναι, το ξέρω. Δεν υπάρχουν μόνο σιαμουνίκλες σκουτιά. Υπάρχουν και σιαμουνίκλες μυαλά!)
Κάποτε πρέπει να τελειώσουμε, εκτός, εάν… κλπ, οπότε εδώ είμαστε εμείς.
Η εγκατάλειψη και η πλήρης παρακμή των Τζουμέρκων έχει την αιτία της. Και η αιτία ανάγεται στην πολιτική που ακολουθήθηκε, χρόνια τώρα. (Δεν χρειάζεται εν προκειμένω να επαναλάβουμε γνωστά πράγματα). Την πολιτική όμως αυτή για πολλά χρόνια υπηρέτησαν συγκεκριμένοι άνθρωποι ως όργανα πολιτικών φορέων.
Γιατί η ιστορία του καθενός στον πολιτικό τομέα, τον ακολουθεί εσαεί και τον διακρίνει∙ όσες προβατοπροβιές και να βάλει, όσο φούμο κι αν φάει, κι όσες κωλοτούμπες κι αν κάνει.
Επομένως τα περί ανεξάρτητου πολιτικού κλπ. κλπ. είναι κόλπα πολιτικάντικα. Ευθύνονται αποκλειστικά οι Δήμαρχοι που δεν έχει τη δυνατότητα ο Δήμος να αγοράσουν μαντίλι για να κλάψουν το δράμα τους; Συγκεκριμένη πολιτική δεν έφτασε τους δήμους σ’ αυτή τη θέση; Ποιος την υπηρέτησε αυτή την πολιτική; Ασφαλώς αυτοί που μιλάνε τώρα για ανεξαρτησία. Μεγάλο το θέμα…
Κοινή τους επιδίωξη, άπαντες να σιωπήσουν για «να βάλουν τα πρόβατα στο μαντρί!)
|
(«Ανεξάρτητοι» θα οδηγηθούν οι ψηφοφόροι στην «ανεξάρτητη» στρούγκα!) |
Τέλος, για όσους, ευτυχώς είναι πολύ λίγοι, (όπως θέλετε χαρακτηρίστε τους), διατύπωσαν την άποψη ότι «οι Αθηναίοι δεν έχουν καμιά δουλειά να ασχολούνται με τα θέματα των Τζουμερκων », έχω να πω τα εξής:
Είμαι Αγναντίτης - Τζουμερκιώτης και έτσι νιώθω. Αυτό είναι το χωριό μου, ο τόπος όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα. Στην Άγναντα, στα Τζουμέρκα έχω τις ρίζες μου και διακαής είναι ο πόθος μου να εγκατασταθώ μόνιμα στο χωριό. Δύσκολα θα με διώξουν και μένα και τόσους άλλους ή θα μας κάνουν να μην ασχολούμαστε με τα τού χωριού μας, και γενικότερα με τον τόπο μας, οποιοσδήποτε «καλόβουλος», άντε να μην πω τίποτε άλλο. Πιστοποιητικά Αγναντίτικης –Τζουμερκιώτικης συνείδησης δεν ζητάω καθόσον δεν έχω ανάγκη.
|
(Από τη Συνέντευηξη Τύπου-Διαμαρτυρία που οργάνωσε η Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία Ελλάδας για τον άδικο αποκλεισμό του Αθαμανίου από το
ενεργειακό χωριό. Ο Πρόεδρος της Π.Σ.Ε. κ. Γιώργος Οικονόμου) |
Άνθρωποι που εκστομίζουν φράσεις ασυναρμολόγητες -σκόρπιο αμμοχάλικο-, δηλαδή αρλούμπες και παπαρδέλες, χωρίς να κυριαρχεί σ’ αυτούς η σκέψη (έχουν;) και η λογική.
Δεν μπορούν να «κυβερνήσουν» τρεις γραμμές από τη γλώσσα τους και θέλουν-λένε- να «κυβερνήσουν» και το Τζουμέρκο. Τρομάρα τους…
Γι’ αυτούς ταιριάζουν τα λόγια του ποιητή:
Μες στα παληά τα σώματά των τα φθαρμένα
κάθονται των γερόντων η ψυχές.
Τι θλιβερές που είναι η πτωχές
και πως βαρυούνται την ζωή την άθλια που τραβούνε.