Το κείμενο που παραθέτω είναι απόσπασμα από το τελευταίο μάθημα στους φοιτητές της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης του Συνταγματολόγου Αριστόβουλου Μάνεση, πριν συλληφθεί το 1968 από το δικτατορικό καθεστώς για τις δημοκρατικές του ιδέες. Δημοσιεύτηκε στο βιβλίο του "Συνταγματική Θεωρία και Πράξη", Θεσσαλονίκη 1980, με τίτλο: "Το τελευταίο μάθημα επί δικτατορίας".
Να, λοιπόν, τι συμβούλεψε τους νέους ο πνευματικός αυτός άνθρωπος.
«Μην επιτρέψετε να σας εξανδραποδίσουν.
Διατηρήστε, μέσα στους ζοφερούς και άρρωστους καιρούς, άγρυπνη και ανυπόταχτη τη σκέψη σας, περιφρουρήστε την άγια υγεία και ρωμαλεότητα της ψυχής σας, κρατήστε στητό και αγέρωχο το ωραίο ανάστημά σας.
Και αν η Εξουσία, που την συμφέρει να έχει παθητικούς και πολιτικά αδιάφορους υπηκόους, σας πει ότι, έτσι κάνοντας, δεν είστε φρόνιμοι και νομοταγείς πολίτες, αποδείξτε της ότι καλός πολίτης είναι μόνον ο ελεύθερος πολίτης, ο συνειδητός, ενεργός και υπεύθυνος πολίτης. Και θυμίστε της ότι ο Περικλής είχε πει στον "Επιτάφιο": όποιος αδιαφορεί για τα πολιτικά πράγματα του τόπου του είναι, όχι φιλήσυχος, αλλ' άχρηστος, "αχρείος" πολίτης.
Και μη ξεχνάτε, στις σημερινές δύσκολες για την Πατρίδα μας και το Λαό μας περιστάσεις, τα λόγια του ποιητή - και θέλω μ' αυτά να σας αποχαιρετήσω:
"Όσοι το χάλκεον χέρι
βαρύ του φόβου αισθάνονται,
ζυγόν δουλείας ας έχωσι~
θέλει αρετήν και τόλμην
η Ελευθερία".
Από τότε, όταν ακούω τον τίτλο «πνευματικός άνθρωπος», σαφώς και υποκλίνομαι στη μνήμη του Αριστόβουλου Μάνεση, και ταυτόχρονα στη μνήμη της θείας μου, της Μαρίας, μιας ηρωίδας που με αγώνα, αντιμετωπίζοντας την ανέχεια και τη φτώχια με αξιοπρέπεια, περπάτησε ασταμάτητα το μάκρος του ονείρου, «να δω τα παιδιά μου αποκατεστημένα και τι στον κόσμο» κουβαλώντας για τους άλλους τη χαρά, γι' αυτή την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, για ένα θαύμα, να δρασκελίσουν οι δικοί της το σκοτάδι της φτώχιας και να τους φυσήξει ο αέρας της απαντοχής. Απαντοχή για κάτι καλύτερο, περήφανο, γεμάτο αγάπη, γεμάτο χαμόγελο. Και τα κατάφερε, έτσι όπως τα κατάφεραν όλες οι Τζουμερκιώτισσες μανάδες.
Και στο όνομα κάθε Πανεπιστημιακού, υποκλίνομαι βαθύτατα στις γνώσεις του, στην πνευματική του διαύγεια, στη γλωσσική του επάρκεια, στο ήθος και την αγωνιστικότητά του, και γενικά, επειδή σαν -προσοχή σαν και όχι ως- πνευματικός άνθρωπος δεν είναι απλά ο ταχυδρόμος πολιτιστικών εντολών, αλλά γίνεται ταυτόχρονα και συντάκτης νέων πολιτιστικών προτάσεων και μηνυμάτων. Αυτό τουλάχιστον θέλω να πιστεύω.
Τέτοια μηνύματα περίμενα από τους πνευματικούς μας ταγούς μετά το προχθεσινό θλιβερό ατύχημα (δυστύχημα;) στο τρόλεϊ, στο Περιστέρι όπου ένας νέος, ένα παλικάριεκλιπαρούσε τον ελεγκτή μέσα στο τρόλεϊ. «Είμαι άνεργος, δεν έχω χρήματα». Δεν είχε εισιτήριο. Κι έχασε τη ζωή του.
Ένας νέος, ένα παλικάρι δέκα οκτώ ετών έχασε τη ζωή του, για ένα εισιτήριο. Τόσο απλά!
«Το αηδόνι αυτό που κελαηδά μού φαίνεται πως κλαίει».
Κ. Παλαμάς
Και πάνω σ' αυτό το κλάμα, κλάμα γιατί οι λέξεις είναι ανήμπορες να περιγράψουν τη συμφορά και τέτοια ώρα που η θλίψη μπουκώνει το στόμα και δε βγαίνει μιλιά- άνθρωποι είμαστε κι έχουμε συναίσθημα- να, η κα Πανεπιστημιακός με τις δηλώσεις της μού τά 'φερε όλα τούμπα και μού ανέτρεψε τα πάντα περί πνευματικού ανθρώπου, πανεπιστημιακού κλπ.
Η λέξη τζαμπατζής ή τσαμπατζής (τουρκ. Cabaci) είναι κακόσημη λέξη.
Είναι το πρόσωπο που συστηματικά επιδιώκει ή καταφέρει να αποκτά ή να απολαμβάνει κάτι χωρίς να πληρώνει γι' αυτό.
Καταρχάς ως πανεπιστημιακός άνθρωπος θα έπρεπε να γνώριζε ή κάπου εκεί στους διαδρόμους της Νομικής όπου διδάσκει θα έπρεπε να είχε ακούσει τη φωνή του Μάνεση να διδάσκει για τα κοινωνικά δικαιώματα, για την απαίτηση του ατόμου έναντι του κράτους να προβεί αυτό σε θετικές παροχές κλπ. κλπ. Δεν έχω την απαίτηση να είχε διαβάσει τα βιβλία του. Το διάβασμα έχει αποκλειστεί από πολλούς και προ πολλού. «Είδος υπό εξαφάνιση».
Αλλά το σπουδαιότερο: Ο νεκρός δεν είναι τζαμπατζής. Είναι ιερό πρόσωπο.
Καμιά λοιπόν σχέση ούτε με τον Μάνεση κι ούτε με τη θεια μου τη Μαρία. Εκείνος/η εφύλαξαν Θερμοπύλες και σεβάστηκαν αξίες και θεσμούς.
Εσείς κα Διβάνη δεν σεβαστήκατε ούτε τον πεθαμένο!
Και ενώ αυτά σκεφτόμουν διαβάζω και τη δήλωση του κ. Τατσόπουλου, συγγραφέα και βουλευτή, ο οποίος έσπευσε να συμπαρασταθεί εμπράκτως και να καλύψει τρόπον τινά το ατόπημα, για να μη πω ανοσιούργημα της κας Διβάνη.
Έγραψε, λοιπόν, ο κ. Τατσόπουλος στο λογαριασμό του στο Facebook: «Η Λένα Διβάνη χρησιμοποίησε μια λάθος λέξη τη λάθος στιγμή. Οι αγαπημένοι μας συμπολίτες, που δεν κάνουν ποτέ λάθος, άτεγκτοι και αψεγάδιαστοι, έσπευσαν να την λυντσάρουν. Εδώ και μερικές ώρες δεν είναι ούτε συγγραφέας ούτε πανεπιστημιακός ούτε τίποτε. Είναι η Λάθος Λέξη. Ελλάδα 2013. Το πανηγύρι της μοχθηρίας».
Η λάθος λέξη και η λάθος στιγμή συνιστούν μέγιστη γλωσσική ατασθαλία! Μπορεί ο κ. Τατσόπουλος να «πήδηξε τη μισή Αθήνα», όπως ακριβώς αυτός διατείνεται, αλλά είναι υποχρεωμένος να αφήσει ήσυχη τη γλώσσα. (Αυτοί οι διορθωτές τι βλέπουν!)
Μαζί με τη γλώσσα ας αφήσει ήσυχους και τους αγαπημένους συμπολίτες του. Έχουν δουλειά να κάνουν. Κλαίνε αυτό το παλικάρι, δεκαοκτώ ετών που έχασε τη ζωή του, για ένα εισιτήριο.
Τέλος, τις απόψεις της Λένας Διβάνη συμμερίστηκε και ο συγγραφέας Χρήστος Χωμενίδης, κάνοντας «like» και δηλώνοντας ότι είναι κάθετος στο «ανθρωποφαγικό λυντσάρισμα».
Δεν μπορώ να πω τίποτε. Συγγραφέας είναι αυτός.
Υπάρχουν όμως πολλοί συγγραφείς που πρέπει να επιδοτούνται για τα βιβλία που δεν θα γράψουν!