Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2021

Τεχνητή νοημοσύνη: Τι προσφέρει στην εξωσωματική γονιμοποίηση;

 


Ένα νέο μεγάλο κεφάλαιο στην ιστορία της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής ανοίγει με την Τεχνητή Νοημοσύνη.

Τα δύο πρώτα παιδιά που γεννήθηκαν στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στη Μονάδα Institute of Life στο ΙΑΣΩ μέσω της εφαρμογής τεχνολογιών Τεχνητής Νοημοσύνης, δίνουν ελπίδα σε χιλιάδες ζευγάρια ότι οι προσπάθειές τους για την απόκτηση παιδιού θα έχουν άμεσα αποτελέσματα ακόμα και από την πρώτη εμβρυομεταφορά.

«Η εφαρμογή τεχνολογιών τεχνητής νοημοσύνης δεν παρεμβαίνει στο έμβρυο, δεν αλλάζει την εξωσωματική γονιμοποίηση, ούτε τροποποιεί τη διαδικασία. Με την Τεχνητή Νοημοσύνη έχουμε τον αλγόριθμο της φύσης», εξηγεί ο Διευθύνων Σύμβουλος του διοικητικού συμβουλίου και ιδρυτικό μέλος της Institute of Life δρ Ιωάννης Βασιλόπουλος, Μαιευτήρας - Χειρουργός,  εξειδικευμένος στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή.



Με απλά λόγια, μέσω της τεχνητής νοημοσύνης, οι έμπειροι ιατροί και εμβρυολόγοι του εργαστηρίου της Institute of Life αξιολογούν το έμβρυο που έχει γονιμοποιηθεί εργαστηριακά και κρίνουν αν θα είναι βιώσιμη η εμφύτευσή του στο ενδομήτριο της υποψήφιας μητέρας, με ποσοστό ακρίβειας που αγγίζει το 92,5%.

Επιπλέον το σύστημα Τεχνητής Νοημοσύνης μπορεί να επιλέξει το κατάλληλο σπερματοζωάριο για επιτυχή γονιμοποίηση του ωαρίου.

 «Πολλές φορές μία επιτυχημένη σε όλα τα στάδια διαδικασία εξωσωματικής γονιμοποίησης δεν καταλήγει σε εγκυμοσύνη γιατί το έμβρυο -για ανεξήγητο λόγο σε αρκετές περιπτώσεις- δεν συνέχισε να αναπτύσσεται μέσα στη μήτρα.

Με την Τεχνητή Νοημοσύνη, μπορούμε να επιλέξουμε το πλέον κατάλληλο για εμφύτευση έμβρυο, καθώς αξιολογούνται χαρακτηριστικά που δεν ήταν πριν ορατά στο ανθρώπινο μάτι», αναφέρει ο κ. Βασιλόπουλος.

Και συνεχίζει: «Το σύστημα Τεχνητής Νοημοσύνης ERICA που δημιουργήθηκε από τον διάσημο εμβρυολόγο Dr. Jacques Cohen -στενό συνεργάτης της IOL- αποτελεί ένα σπουδαίο όπλο στη φαρέτρα του εμβρυολογικού μας εργαστηρίου καθώς όχι μόνο θα αυξήσει τα ποσοστά επιτυχίας μας αλλά κυρίως θα αυξήσει τη στατιστική πιθανότητα επίτευξης εγκυμοσύνης από την πρώτη κιόλας εμβρυομεταφορά».

Η Institute of Life συμπληρώνει 6 χρόνια λειτουργίας και η γέννηση των πρώτων παιδιών με τη βοήθεια της Τεχνητής Νοημοσύνης, αποτελεί  κορυφαία στιγμή της πρωτοπόρας πορείας της όπως και η γέννηση παιδιών με το σύστημα της Μεταφοράς Μητρικής Ατράκτου, αλλά και επιβεβαίωση της στοχοπροσήλωσης των ανθρώπων της να επενδύουν στις πλέον σύγχρονες τεχνολογίες. 

Έτσι, το σύστημα Τεχνητής Νοημοσύνης εφαρμόζεται στην Institute of Life – ΙΑΣΩ για πρώτη φορά στην Ελλάδα και εστιάζει σε δύο πεδία: 

1. Με την εφαρμογή του συστήματος Τεχνητής Νοημοσύνης ERICA “Embryo Ranking Intelligent Classification Algorithm” βελτιστοποιείται η διαδικασία επιλογής εμβρύων προς εμβρυομεταφορά. Το νέο αυτό προγνωστικό λογισμικό αξιολογεί και ιεραρχεί τα γονιμοποιημένα στο εργαστήριο έμβρυα με βάση την ικανότητά τους να εμφυτευθούν επιτυχώς στο ενδομήτριο της υποψήφιας μητέρας. Με αυτό τον τρόπο αυξάνονται κατά πολύ οι πιθανότητες εγκυμοσύνης.

Το σύστημα ERICA αναλύει για κάθε έμβρυο περισσότερες από 20 παραμέτρους, πολλές από αυτές αόρατες στο ανθρώπινο μάτι. 

Πρόκειται για το πλέον προηγμένο σύστημα Τεχνητής Νοημοσύνης για αξιολόγηση εμβρύων στον κόσμο και εφαρμόζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα από την Institute of Life – ΙΑΣΩ. 

Με το σύστημα ERICA σε συνδυασμό με τα κλασικά κριτήρια επιλογής, επιλέγεται το έμβρυο με τη μεγαλύτερη πιθανότητα επίτευξης εγκυμοσύνης με ακρίβεια που αγγίζει το 92.5%.

2. Με το σύστημα Τεχνητής Νοημοσύνης οι εμβρυολόγοι και οι γιατροί της IOL εστιάζουν επίσης για πρώτη φορά στην επιλογή του κατάλληλου σπερματοζωάριου, έτσι ώστε να αυξηθούν οι πιθανότητες επιτυχούς γονιμοποίησης του ωαρίου.

«Η Τεχνητή Νοημοσύνη αποκτά πλέον κυρίαρχο ρόλο και στην Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή, καθώς προσφέρει αντικειμενική εκτίμηση και αξιολόγηση με βάση επιστημονικά και μόνο κριτήρια. Οι δρόμοι που ανοίγονται πλέον με τη βοήθεια της Τεχνητής Νοημοσύνης στον τομέα της υπογονιμότητας θα προσφέρουν στα ζευγάρια ακόμα μεγαλύτερη σιγουριά και ασφάλεια», καταλήγει ο δρ Ι. Βασιλόπουλος.