Καθώς μεγαλώνουμε τα βλέφαρα και γενικά η περιοχή
γύρω από τα μάτια παρουσιάζουν χαλάρωση του δέρματος και αύξηση του λίπους,
προκαλώντας βλεφαρόπτωση, το φαινόμενο της «σακούλας» ή τους γνωστούς μαύρους κύκλους.
Είναι γεγονός πως η φυσιολογική διαδικασία της γήρανσης επηρεάζει την περιοχή
των ματιών πριν από κάθε άλλο σημείο, λόγω του ότι το δέρμα είναι πολύ λεπτό
και ευάλωτο στις ρυτίδες έκφρασης. Η όψη αυτή των ματιών έχει αντίκτυπο στην
εμφάνιση ολόκληρου του προσώπου, με αποτέλεσμα να φαίνεται κουρασμένο,
γερασμένο και λυπημένο.
«Η βλεφαροπλαστική έχει στόχο τη βελτίωση της όψης του άνω και κάτω βλεφάρου,
που με την πάροδο του χρόνου χάνει την ελαστικότητά του. Η αποκατάσταση
συνεπάγεται αφαίρεση της περίσσειας του δέρματος ή του λίπους, ή και των δυο,
τόσο όσο χρειάζεται, χωρίς να επηρεάζεται η ανατομία των βλεφάρων, το σχήμα και
η φορά της βλεφαρικής σχισμής», επισημαίνει η δρ Αναστασία Σεφέρη–Δανιήλ, MD, PhD, Πλαστική Χειρουργός
στο Νοσοκομείο ΥΓΕΙΑ, μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Πλαστικής Επανορθωτικής
και Αισθητικής Χειρουργικής (HESPRAS).
«Η ζήτηση για βλεφαροπλαστική αυξάνεται τα τελευταία χρόνια, ενώ παράλληλα, εξελίσσεται και η διαδικασία. Λόγω του ότι πρόκειται για μια πολύ λεπτή επέμβαση, οι χειρουργοί εξετάζουν συνεχώς νέους τρόπους προσέγγισης και εκτέλεσής της, προκειμένου να εξασφαλίσουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τους ασθενείς» τονίζει η ειδικός.
Πλέον η κλασική βλεφαροπλαστική είναι ελάχιστα επεμβατική και αναίμακτη. Γίνεται με τοπική αναισθησία, σε μία συνεδρία, η επέμβαση διαρκεί περίπου 60-90 λεπτά και δεν απαιτεί νοσηλεία.
Κατά την επέμβαση αφαιρείται το πλεονάζον δέρμα αλλά και το λίπος, όπου χρειάζεται, είτε με εξωτερική τομή (στη σχισμή του βλεφάρου ή κοντά στις κάτω βλεφαρίδες, έτσι ώστε να μην είναι εύκολα εμφανής) είτε με εσωτερική τομή από τον επιπεφυκότα. Μάλιστα τα ράμματα είναι τόσο μικρά που θεωρούνται «αόρατα», αφαιρούνται μετά από 3-5 ημέρες, ενώ το ελάχιστο οίδημα ή εκχυμώσεις στην περιοχή υποχωρούν μέσα σε ένα 24ωρο με την εφαρμογή ψυχρών επιθεμάτων.
Το αποτέλεσμα είναι μόνιμο με την κατάλληλη φροντίδα του δέρματος στην περιοχή.
«Συμβαίνει συχνά να ζητούν βλεφαροπλαστική νεαρά άτομα καθώς –εκτός από μία κληρονομικότητα που μπορεί να έχουν για πτωτικό βλέφαρο– η εκτεταμένη χρήση των έξυπνων συσκευών με οθόνη προκαλεί μία πρόωρη “κούραση” στο βλέμμα. Παράγοντες, όπως το κάπνισμα, η έλλειψη ύπνου, η υπερβολική έκθεση στον ήλιο, η κατακράτηση υγρών από μία κακή διατροφή συμβάλλουν στην εμφάνιση του κουρασμένου βλέμματος πολύ νωρίτερα απ’ ότι θα εμφανιζόταν εξαιτίας μόνο της φυσιολογικής διαδικασίας της γήρανσης», σημειώνει η δρ Σεφέρη και προσθέτει ότι για τις ήπιες περιπτώσεις, η Πλαστική Χειρουργική διαθέτει ελάχιστα επεμβατικές μεθόδους.
Ειδικότερα, σε αρχικό στάδιο, όταν η περίσσεια του λίπους και του δέρματος είναι πολύ μικρή, μπορεί να αφαιρεθεί μέσω εξάχνωσης. Η μέθοδος εφαρμόζεται με τη χρήση λέιζερ, το οποίο με κάθε «χτύπημα» συρρικνώνει το λίπος και το δέρμα που αλλοιώνουν το βλέμμα.
Απαιτούνται περίπου 2-4 συνεδρίες, διάρκειας περίπου 15 λεπτών η καθεμία, με μεσοδιάστημα 6-10 ημερών για την ολοκλήρωση της διαδικασίας. Ο μικρός τοπικός ερεθισμός που προκαλείται υποχωρεί μέχρι το τέλος της συνεδρίας. Η μέθοδος ενδείκνυται μόνο για την ελαφριά χαλάρωση των βλεφάρων και για την ανάρτηση των φρυδιών. Δεν αντιμετωπίζει ούτε την κλασική περίσσεια του δέρματος, ούτε την χαλάρωση του μυϊκού στρώματος εκ των έσω, ούτε το πολύ λίπος, ενώ το αποτέλεσμα διαρκεί μέχρι και 3 χρόνια.
«Εάν κάποιος δεν θέλει να προβεί στην μόνιμη βλεφαροπλαστική και η βλεφαρόπτωση είναι πολύ ήπια, μπορεί να γίνει χρήση βοτουλινικής τοξίνης, η οποία θα διορθώσει το πτωτικό μέτωπο, «ανοίγοντας» έτσι το βλέμμα. Εντούτοις, με αυτή τη μέθοδο, η χρονική διάρκεια του αποτελέσματος είναι περιορισμένη και διαρκεί μερικούς μήνες», καταλήγει η δρ Σεφέρη.