Γράφει ο Κώστας Ζάγκαλης
Το 1976
η ελληνική γλώσσα έπαθε μεγάλη
(ιστορική) ζημιά. Ήταν τότε που πετάξαμε την Καθαρεύουσα. Μαζί με την
Καθαρεύουσα πετάξαμε θησαυρό.
Οδηγηθήκαμε εκεί από πάθη και όχι από μυαλό.
Δεν ήταν η Καθαρεύουσα που έπρεπε να είχαμε
πετάξει, αλλά οι δύο λέξεις: «καθαρεύουσα» και «δημοτική».
Στην
θέση των δύο αυτών λέξεων έπρεπε να είχαμε βάλει τις λέξεις «αυστηρή ελληνική»
και «απλή ελληνική». Όπως το κάνουν όλες οι γλώσσες του κόσμου. Και όχι μόνον
οι γλώσσες αλλά και όλες οι επιστήμες και τέχνες του κόσμου.
Διότι
το κύριο επιχείρημα για την κατάργηση της Καθαρεύουσας ήταν ότι ο λαός δεν την
καταλαβαίνει, δεν την μιλάει στο σπίτι του.
Άτοπο επιχείρημα! Δεν είναι μόνο την Καθαρεύουσα που δεν καταλαβαίνει ο
λαός, αλλά και τα ανώτερα μαθηματικά, την κλασσική μουσική, την ανώτερη
ζωγραφική κτλ.
Κανείς
όμως δεν διανοήθηκε να κλείσει την μαθηματική σχολή του πανεπιστημίου, τα
ωδεία, την συμφωνική μουσική, τις όπερες, τις ανώτατες σχολές καλών τεχνών. Αν
αγαπάμε τον λαό, πρέπει να τον
μορφώνουμε (να τον υψώνουμε) και όχι να κατεβάσουμε την Γνώση στο επίπεδο του
λαού.
Πράγματι,
για μας τους έλληνες είναι πολύ δύσκολο να συμβιβάσουμε την απλή με την αυστηρή
γλώσσα. Και αυτό για δύο ισχυρούς λόγους, που δεν τους συναντούν οι άλλοι
ευρωπαϊκοί λαοί. Ο πρώτος λόγος είναι η μακρά ιστορία της γλώσσας μας, που ήταν
αδιάλειπτα παραγωγική και απέδωσε γλώσσα ιδιαίτερα αναπτυγμένη/πλούσια, μακράν
πρώτη στην Ευρώπη και στον κόσμο. Ο
δεύτερος λόγος είναι ότι το 1453 αυτή η πορεία σταμάτησε, ο ελληνισμός έμεινε
χωρίς σχολές και χωρίς δασκάλους. Η αυστηρή ελληνική χάθηκε. Αν κάτι
συνεχίστηκε, ήταν η απλή ελληνική, που έμεινε στο στόμα του λαού. Η γλώσσα μας
από εκεί και πέρα περπάτησε προφορικά, χωρίς γραπτό λόγο, χωρίς γραμματική. Σε
αυτά τα χρόνια εξογκώθηκαν οι διαφορές μεταξύ των διαλέκτων, σε βαθμό που να μη
καταλαβαίνει η μια άκρη του ελληνισμού την άλλη. Ελάχιστοι παπάδες/καλόγεροι
και λόγιοι ξέρανε αυστηρή ελληνική. Έτσι,
η διάσταση μεταξύ αυστηρής και απλής ελληνικής έγινε τεράστια, όσο σε καμία
άλλη ευρωπαϊκή γλώσσα. Διότι, διάταση μεταξύ των δύο βαθμίδων στην γλώσσα
υπάρχει σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες, μόνο που αυτή είναι μικρή,
ελεγχόμενη και διδάσκεται στα σχολεία,
ώστε ο πολίτης να ξέρει και την αυστηρή και την απλή γλώσσα σε ίσο βαθμό και να
ξέρει που/πότε θα χρησιμοποιήσει την μία και που/πότε την άλλη.