Ο σακχαρώδης διαβήτης μπορεί να προκαλέσει σοβαρές βλάβες
στα μάτια, οι οποίες αναπτύσσονται σταδιακά, με την πάροδο του χρόνου, και αν
δεν γίνουν εγκαίρως αντιληπτές μπορεί να πλήξουν την όραση.
Ο Νοέμβριος είναι μήνας ευαισθητοποίησης για τον
σακχαρώδη διαβήτη, ενώ στις 14 Νοεμβρίου έχει καθιερωθεί να εορτάζεται η
Παγκόσμια Ημέρα κατά της νόσου. Με την αφορμή αυτή, ο δρ Αναστάσιος-Ι. Κανελλόπουλος, MD, Χειρουργός - Οφθαλμίατρος, ιδρυτής και επιστημονικός
διευθυντής του Ινστιτούτου Οφθαλμολογίας LaserVision, καθηγητής Οφθαλμολογίας του Πανεπιστημίου της Νέας
Υόρκης, παρουσιάζει οκτώ βασικά δεδομένα που όλοι πρέπει να γνωρίζουμε για τον
διαβήτη και τις επιπτώσεις του στα μάτια.
1. Ο κίνδυνος επιπλοκών στα μάτια απειλεί όλους τους
ασθενείς με διαβήτη. Αφορά τους πάσχοντες από όλες τις μορφές της νόσου (διαβήτης
τύπου 1, τύπου 2, διαβήτης κύησης), αλλά όσα περισσότερα χρόνια νοσεί ένα
άτομο, τόσο περισσότερο κινδυνεύει η όρασή του. Ο κίνδυνος είναι επίσης
μεγαλύτερος στους ασθενείς που δεν ρυθμίζουν καλά το σάκχαρό τους
(γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη Hb1c πάνω από 7%), καθώς και σε όσους έχουν συνοδά προβλήματα
(π.χ. καπνίζουν, έχουν αυξημένη χοληστερόλη ή/και κυρίως έχουν μη ελεγχόμενη
υπέρταση). Ο συνδυασμός σακχαρώδους διαβήτη με υπέρταση δείχνει να είναι ο
χειρότερος εχθρός του αγγειακού συστήματος, με τον αμφιβληστροειδή και τα
αγγεία του να πλήττονται πρώτα από αυτά τα νοσήματα.
2. Οι οφθαλμικές επιπλοκές του διαβήτη είναι συχνές. Η πιο γνωστή (αλλά όχι και η μοναδική) είναι η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια. Περίπου ένας στους τρεις πάσχοντες από διαβήτη ηλικίας άνω των 40 ετών έχει ενδείξεις της οφθαλμοπάθειας αυτής, η οποία εκδηλώνεται λόγω των βλαβών που προκαλεί η αυξημένη γλυκόζη (σάκχαρο) στα μικροσκοπικά αιμοφόρα αγγεία των ματιών. Άλλα προβλήματα που μπορεί να παρουσιάσουν οι διαβητικοί ασθενείς είναι καταρράκτης, γλαύκωμα κ.λπ.
Τα προβλήματα αυτά μπορεί να απειλήσουν την όραση. Στην πραγματικότητα, ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί την κύρια αιτία τύφλωσης στις ηλικίες κάτω των 65 ετών. Τα καλά νέα είναι ότι ο καλός γλυκαιμικός έλεγχος (καλή ρύθμιση του σακχάρου αίματος) μπορεί να μειώσει σημαντικά τον κίνδυνο αναπτύξεως διαβητικών οφθαλμοπαθειών.Επιπλέον, η έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση της διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας μειώνει έως και 95% τον κίνδυνο τύφλωσης εξαιτίας της. Επομένως, «η συνεργασία του διαβητολόγου με τον χειρουργό-οφθαλμίατρο δημιουργούν την απόλυτη ομάδα αντιμετώπισης, φυσικά μαζί με την προσήλωση και συμμετοχή των ασθενών», τονίζει ο κ. Κανελλόπουλος.
3. Χρειάζονται περίπου 10 χρόνια για να αναπτυχθούν
σοβαρά οφθαλμολογικά προβλήματα λόγω του διαβήτη. Αυτό δίνει στους ασθενείς το
περιθώριο να ρυθμίσουν το σάκχαρό τους και να επισκέπτονται τακτικά τον
οφθαλμίατρό τους (τουλάχιστον 1 φορά τον χρόνο) για να ελέγχουν προληπτικά τα
μάτια τους.
4. Οι πάσχοντες από διαβήτη έχουν διπλάσιες πιθανότητες
να αναπτύξουν πρόωρο καταρράκτη. Ο καταρράκτης είναι πρόωρος όταν εκδηλώνεται πριν
την ηλικία των περίπου 70 ετών, που είναι η συνήθης ηλικία εκδήλωσής του στην
Ελλάδα. Επιπλέον, ο καταρράκτης εξελίσσεται ταχύτερα στους διαβητικούς
ασθενείς. Αυτό οφείλεται στο ότι η αυξημένη γλυκόζη (σάκχαρο) οδηγεί σε
συσσώρευση κυττάρων και πρωτεϊνών στον φυσικό φακό του ματιού, με συνέπεια να
θολώνει. Η αυστηρή ρύθμιση των επιπέδων γλυκόζης μπορεί να καθυστερήσει την
ανάπτυξή του.
5. Οι έγκυοι με διαβήτη διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο
διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας. Έχουν επίσης αυξημένες πιθανότητες να
παρουσιάσουν απώλεια όρασης εξαιτίας της. Ο κίνδυνος αυτός, όμως, δεν αφορά τις
γυναίκες που εκδηλώνουν διαβήτη στη διάρκεια της κυήσεως (διαβήτης κύησης) αλλά
όσες έπασχαν ήδη από τη νόσο πριν την εγκυμοσύνη. Μάλιστα η διαβητική
αμφιβληστροειδοπάθεια μπορεί να επιδεινωθεί πολύ γρήγορα στην εγκυμοσύνη. Στις
γυναίκες που είχαν διαβήτη πριν μείνουν έγκυοι, συνιστάται να υποβάλλονται σε
προληπτικό οφθαλμολογικό έλεγχο νωρίς στην εγκυμοσύνη τους και ύστερα να τον
επαναλαμβάνουν αναλόγως με τις συστάσεις του οφθαλμιάτρου τους. Οι έγκυοι που
πέρασαν διαβήτη κύησης πρέπει να προσέχουν στις επόμενες δεκαετίες της ζωής
τους για την πιθανότητα εκδήλωσης διαβήτη τύπου 2.
6. Ο διαβήτης μπορεί να προκαλέσει παροδικό ή επίμονο
θόλωμα της όρασης. Ο πιο συχνός λόγος που συμβαίνει αυτό στους ασθενείς με αρρύθμιστο
σάκχαρο είναι το διαβητικό οίδημα της ωχράς κηλίδας. Ο δεύτερος συχνότερος λόγος
εντοπίζεται συνήθως σε άτομα στα οποία δεν έχει διαγνωστεί ακόμα ο διαβήτης και
είναι οι απότομες αλλαγές (αυξήσεις ή μειώσεις) της γλυκόζης (σακχάρου) αίματος.
Αυτές έχουν ως αποτέλεσμα το φαινόμενο του διαβητικού φακού, κατά το οποίο μέσω
πολύπλοκων βιολογικών διεργασιών προκαλείται απότομο οίδημα ή συρρίκνωση του
φυσιολογικού φακού του ματιού, με αποτέλεσμα απότομες αλλαγές της μυωπίας ή και
της υπερμετρωπίας.
7. Ο διαβήτης μπορεί να προκαλέσει μυϊκή πάρεση και
διπλωπία. Αυτό μπορεί να συμβεί κυρίως σε συνδυασμό με υπέρταση, καθώς μπορεί να
προκληθούν μικροαγγειακά επεισόδια στα εξειδικευμένα νεύρα που νευρώνουν τους
λεπτούς μύες των οφθαλμών. Το αποτέλεσμα είναι συνήθως μυϊκή πάρεση (όχι μόνιμη
παράλυση) και συνήθως οριζόντια διπλωπία. Στην πραγματικότητα, αυτός είναι ο
πιο συχνός λόγος διπλωπίας στη χώρα μας (μετά την θυρεοειδοπάθεια). Η διπλωπία
συνήθως διαρκεί λιγότερο από δύο μήνες (με μέγιστη διάρκεια τους τρεις σε
μερικές περιπτώσεις).
8. Οι ασθενείς με διαβήτη διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο
λοιμώξεων. Όταν η γλυκόζη (σάκχαρο) αίματος δεν ρυθμίζεται σωστά, μπορεί να
επηρεάσει το ανοσοποιητικό σύστημα, μειώνοντας την ικανότητά του να καταπολεμά
τις λοιμώξεις σε όλο το σώμα και επομένως στα μάτια. Για την προστασία από
αυτές, οι διαβητικοί ασθενείς πρέπει να τηρούν σχολαστικά όλους τους κανόνες
υγιεινής (καλό πλύσιμο των χεριών, αποφυγή αγγίγματος των ματιών με τα χέρια).
«Τα οφθαλμολογικά προβλήματα που προκαλεί ο σακχαρώδης
διαβήτης είναι πολλά και συχνά αρχίζουν νωρίς στην πορεία της νόσου. Γι' αυτό
έχει μεγάλη σημασία να κάνει ο πληθυσμός τακτικές οφθαλμολογικές εξετάσεις, οι
οποίες και τον διαβήτη μπορούν να αποκαλύψουν και να ανιχνεύσουν εγκαίρως τις
επιπλοκές του στα μάτια», τονίζει ο κ. Κανελλόπουλος. «Πόσο μάλλον που μιλάμε
για μία νόσο η οποία είναι ύπουλη, διότι αρχικά δεν προκαλεί συμπτώματα ώστε να
γίνει αντιληπτή χωρίς εξετάσεις».
Οι ασθενείς με διαβήτη συνιστάται να ελέγχονται προληπτικά από τον οφθαλμίατρο με την εξής συχνότητα:
·
Αν έχουν τύπου 1
διαβήτη χρειάζονται έλεγχο μία φορά τον χρόνο. Ο έλεγχος πρέπει να αρχίζει μέσα
σε 5 χρόνια από τη διάγνωση του διαβήτη τύπου 1.
·
Αν έχουν τύπου 2
διαβήτη, πρέπει να ελέγχονται 1 φορά τον χρόνο αμέσως μετά τη διάγνωση.
·
Αν είναι γυναίκες
με τύπου 1 ή τύπου 2 διαβήτη και μείνουν έγκυοι, καλό είναι να ελέγχονται μία
φορά πριν μείνουν έγκυοι ή εντός του πρώτου τριμήνου της κυήσεως. Ο έλεγχος
μπορεί να επαναληφθεί αργότερα στην εγκυμοσύνη και ακόμα μία ή περισσότερες
φορές έως ότου το μωρό γίνει 1 έτους.
·
Οι γυναίκες που αναπτύσσουν
διαβήτη στη διάρκεια της κυήσεως, συνήθως δεν χρειάζονται πρόσθετο
οφθαλμολογικό έλεγχο διότι είναι απίθανο να εκδηλώσουν διαβητική
αμφιβληστροειδοπάθεια.
«Εννοείται ότι η συχνότητα των ελέγχων θα αλλάξει, αν
υπάρξουν παθολογικά ευρήματα. Σε τέτοια περίπτωση οι ασθενείς πρέπει να τηρούν
τις συστάσεις του οφθαλμιάτρου τους», καταλήγει ο καθηγητής.