Πέμπτη 11 Μαρτίου 2021

Χρόνια προστατίτιδα: Ποια θεραπεία έρχεται κατά… «κύματα»;

 


Η  φλεγμονή του προστάτη αδένα που ονομάζεται προστατίτιδα μπορεί να είναι οξεία (αιφνίδια έναρξη) ή χρόνια (επίμονη). Μπορεί επίσης να είναι μολυσματική (που προκαλείται από λοίμωξη) ή μη μολυσματική. Ωστόσο, η ακριβής αιτία της μορφής της χρόνιας προστατίτιδας δεν είναι γνωστή και υπάρχει μια μεταβλητή απόκριση στα αντιβιοτικά και αντιφλεγμονώδη παυσίπονα. Για τους λόγους αυτούς, οι γιατροί προτιμούν να χρησιμοποιούν τον όρο «σύνδρομο χρόνιου πυελικού άλγους».

Το Χρόνιο Πυελικό Άλγος μπορεί να έχει χαρακτήρες δυνατού και σταθερού πόνου, πόνου που έρχεται και φεύγει, βαθέως πόνου, οξέως πόνου  (σαν μαχαιριά), η σαν αίσθημα πίεσης και βάρους βαθιά στην πύελο.

Η περιοχή της λεκάνης αποτελεί το «σταυροδρόμι» πολλών οργανικών συστημάτων του ανθρώπου, επισημαίνει ο δρ Στυλιανός Κοντός (http://urologyclinic.gr/ ), MD, PHD, FEBU, FLapS, FES, Χειρουργός Ουρολόγος με τριετή εξειδίκευση στη λιθίαση του ουροποιητικού στο Ηνωμένο Βασίλειο, μέλος του Βασιλικού Κολλεγίου Χειρουργών Ενδο-Ουρολόγων Ηνωμένου Βασιλείου, Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Πατρών.

Επιπροσθέτως ο ασθενής με Χρόνιο Πυελικό Άλγος μπορεί να εμφανίζει πόνο κατά την διάρκεια της σεξουαλικής επαφής, κατά την διάρκεια της εκκένωσης του εντέρου, ή ακόμα και όταν απλά είναι καθήμενος.

Ο πόνος μπορεί να γίνει έντονος όταν ο ασθενής στέκεται για πολύ ώρα, και να ηρεμήσει όταν αυτός ξαπλώσει. Ο πόνος του συνδρόμου του Χρόνιου Πυελικού Άλγους μπορεί να είναι από ήπιος μέχρι αβάσταχτος, και από απλώς ενοχλητικός, τόσο έντονος που να καθιστά τον ή την ασθενή πρακτικά ανάπηρο.

Σε ορισμένες περιπτώσεις ο έντονος πόνος έχει ως αποτέλεσμα ο ασθενής να χάνει τον ύπνο του, την ικανότητα να ασκηθεί, η ακόμα  και την δουλειά του. 

Ειδικότερα οι νέοι άνθρωποι νιώθουν ότι η ασθένεια τους έχει καταστήσει «ανάπηρους», με αποτέλεσμα συχνά να πέφτουν σε κατάθλιψη.

Σήμερα υπάρχει μια νέα σύγχρονη θεραπευτική επιλογή για ασθενείς με χρόνια προστατίτιδα, χωρίς τη χρήση φαρμάκων και χωρίς την ύπαρξη παρενεργειών. Για πρώτη φορά έχουμε τη δυνατότητα να θεραπεύσουμε τα συμπτώματα με τη χρήση κρουστικών κυμάτων χαμηλής έντασης, μία μέθοδος επιστημονικά τεκμηριωμένη που ενεργοποιεί μηχανισμούς νεοαγγείωσης στα σημεία που επενεργεί, με αποτέλεσμα τη βελτίωση της ροής του αίματος στη λεκάνη. Τα κρουστικά κύματα οδηγούν στη δημιουργία νέων αγγειακών κλάδων στην περιοχή.

Πλεονέκτημα της μεθόδου είναι το γεγονός ότι δεν χρειάζεται αναισθησία, αφού η μέθοδος είναι εντελώς ανώδυνη, ενώ μέχρι σήμερα δεν έχουν καταγραφεί παρενέργειες.

Οι κλινικές μελέτες επιβεβαιώνουν ότι η σταδιακή αποκατάσταση της αγγείωσης στην περιοχή, με μαγνητική αγγειογραφία. Παρατηρήθηκε βελτίωση στη στύση σε ποσοστό πάνω από 80%. Ασθενείς που λάμβαναν φάρμακα για χρόνια προστατίτιδα/CPPS, δεν τα χρειάζονταν πλέον σε ποσοστό 60-75%, ενώ σε ασθενείς που δεν ανταποκρίνονταν στα φάρμακα, μετά τη θεραπεία με κρουστικά, τα φάρμακα έδρασαν αποτελεσματικά σε ποσοστό 70%. Οι μετρήσεις έδειξαν επίσης αύξηση της ροής του αίματος στο πέος κατά 140%.

Ο κ. Κοντός, εξειδικευμένος στη μέθοδο, εφαρμόζει τη θεραπεία των κρουστικών κυμάτων την τελευταία πενταετία στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και στη χώρα μας. Τονίζει ότι οι περισσότεροι άνδρες που διαγνώστηκαν με χρόνια προστατίτιδα/CPPS τείνουν να έχουν μια βελτίωση στα συμπτώματά τους κατά τους επόμενους δύο μήνες. Σε μία μελέτη περίπου το ένα τρίτο των ανδρών δεν είχε περαιτέρω συμπτώματα τρεις μήνες αργότερα. Σε μια άλλη μεγάλη μελέτη, το ένα τρίτο των ανδρών έδειξε μέτρια έως σημαντική βελτίωση στο επόμενο εξάμηνο.

Η εφαρμογή γίνεται εξωτερικά μέσω μιας ειδικής κεφαλής σε επαφή, που μεταφέρει την ενέργεια των κρουστικών κυμάτων. Κατά τη διάρκεια της συνεδρίας ο ασθενής αισθάνεται μόνο πολύ ελαφρά «τσιμπήματα».

Η θεραπεία εφαρμόζεται στο ιατρείο, είναι απλή, ανώδυνη και χωρίς παρενέργειες. Δίνονται 2.400 κρούσεις σε κάθε συνεδρία σε συγκεκριμένα σημεία στη λεκάνη και απαιτούνται συνολικά έξι συνεδρίες, δύο φορές την εβδομάδα.

Τέλος, καταλήγει ο κ. Κοντός, είναι απολύτως ασφαλής, εντελώς ανώδυνη, ενώ δεν έχουν αναφερθεί παρενέργειες. Σε κάθε περίπτωση όμως ο γιατρός θα αποφασίσει αν ο ασθενής είναι κατάλληλος για τη θεραπεία.