Στις 7 Οκτωβρίου 1912 ο καπετάν Κρομμύδας (συνωμοτικό ψευδώνυμο του δασκάλου Σπύρου Μήτση από την Ιερομνήμη) με την ομάδα του, που αποτελείτο από 40 ένοπλους άνδρες, έκαψε το κοτσέκι (αποθήκη αγροτικών προϊόντων που συνέλεγαν ως φόρους οι Οθωμανοί) και το καρακόλι (αστυνομικό σταθμό) της Πογδόριανης και άλλα 15 κοτσέκια της περιοχής. Η Πογδόριανη εκείνη την εποχή ήταν τσιφλίκι του Αχμέτ Εγιούπ Πασά και περιελάμβανε τις σημερινές κοινότητες Παρακαλάμου, Ρεπετίστας, Μαυρονόρους και Αρετής, που όλες μαζί είχαν έκταση 37 χιλιάδων στρεμμάτων. Γι’ αυτό και το κοτσέκι της Πογδόριανης ως το πιο μεγάλο της περιοχής είχε δίπλα του και καρακόλι, ήταν ο κυριότερος στόχος του Κρομμύδα. Μαζί με τα κτίρια του κοτσεκιού κάηκαν και όλα τα αγροτικά προϊόντα που ήταν μέσα σ’ αυτό: σιτάρια, κριθάρια, καλαμπόκια, όσπρια, καρύδια κ.α. Ότι απέμεινε άκαγο ή μισοκαμένο το πήραν οι κάτοικοι του χωριού.
Ο Σούμπασης (αντιπρόσωπος του οθωμανικού Δημοσίου ή των τσιφλικάδων) Ιμπραήμ εφέντης και οι άλλοι Τούρκοι, φύλακες, φρουροί και υπάλληλοι του κοτσεκιού, είχαν πάει στα Γιάννινα μαζί με τους αστυνομικούς του καρακολιού.
Η πιθανότερη αιτία της απουσίας τους ήταν να είχαν πάρει διαταγή από τον Εσάτ Πασά των Ιωαννίνων να συγκεντρωθούν στην πόλη λόγω των πολεμικών γεγονότων. Είχε μείνει μόνο ένας Αλβανός φύλακας, ο Ιμπραήμ Γκέγκα, τον οποίο έπιασαν οι αντάρτες και τον σκότωσαν απέναντι από τη «Βρύση του Καπετάνιου» κοντά στον «Σκυλοθάφτη». Πριν τον σκοτώσουν του έδωσαν την ευκαιρία να σωθεί. Του είπαν να φύγει αλλά αυτός δεν έφευγε, ήθελε να μείνει στη θέση του σαν πιστό σκυλί. Όταν τα παλληκάρια του Κρομμύδα κατέβηκαν στα «Καλύβια» Πογδόριανης (το σημερινό Κάτω Παρακάλαμο), για να κάψουν το κοτσέκι και το καρακόλι που ήταν εκεί, ο ίδιος ο Κρομμύδας παρέμεινε στο «Χωριό» (το σημερινό Άνω Παρακάλαμο), στο πλουσιόσπιτο του Καστάνη, όπου είχαν βάλει στο φούρνο να ψηθεί μια παχιά στείρα γίδα, για να φάνε αυτός και οι άνδρες του. Μετά το κάψιμο του κοτσεκιού και του καρακολιού της Πογδόριανης και των άλλων χωριών, έφτασε στον Κασιδιάρη από την Αθήνα ο Κωνσταντίνος Αθ. Μέμος, Μοσιορίτης (Σιταριώτης) μαζί με τους Πογδοριανίτες Μιχαήλ Γ. Ντότη, Αριστείδη Π. Τζιούμα, Αναστάσιο Γρ. Ιωάννου και ίσως και 2-3 άλλους. Ήρθαν αρματωμένοι με όπλα μάλιγχερ που δεν τα ήξεραν οι ντόπιοι, οι οποίοι γνώριζαν μέχρι τότε τους γκράδες με τα φυσεκλίκια. Όπως είπαν ήταν σταλμένοι από την Ηπειρωτική Εταιρεία και ήρθαν μέσω των βουνών της Πίνδου και έκαναν αρκετές μέρες να φτάσουν στον Κασιδιάρη.
Στη μικρή ομάδα του Μέμου που ήρθε από την Αθήνα προσχώρησαν κι άλλοι και η ομάδα αποτελέσθηκε συνολικά από 25 – 30 άνδρες. Από αυτούς είναι γνωστοί οι εξής Πογδοριανίτες όπως θυμούνται οι παλιότεροι: Κοσμάς Πρ. Γκιολέκας, Αναστάσιος Γρ. Ιωάννου, Παναγιώτης Μητρούσης, Βασίλειος Κ. Μήτσης (γνωστός με το ψευδώνυμο Μπάμπας, Βασιλ-Μπάμπας), Αθανάσιος Β. Μπαλάσκας, Χρήστος Γ. Μπίλας, Χρήστος Δ. Νάσης (γνωστός και με το επίθετο Φετάνης), Μιχαήλ Γ. Ντότης, Γεώργιος Παλούκας, Αριστείδης Π. Τζιούμας, Γεώργιος Χρ. Τζιούμας, Βασίλειος Π. Τσιάνος και Βασίλειος Ψώμης. Στην ομάδα του Μέμου είχαν προσκολληθεί αντάρτες και από άλλα γειτονικά χωριά.
Γνωστότερος είναι ο Γεώργιος Χριστοδούλου, με το ψευδώνυμο καπετάν Χαντζιάρας, από τη Γκρίμπιανη (Αρετή), ο οποίος σε άλλες περιπτώσεις είχε δική του ολιγομελή ομάδα. Μια μέρα ο Μέμος με τα παλληκάρια του κατέβηκε από τον Κασιδιάρη στα «Σιάδια» της Πογδόριανης με τη Σημαία μπροστά. Πρώτη φορά έβλεπε ο κόσμος αντάρτες φανερά στο μεσοχώρι. Από τα Σιάδια οι αντάρτες πήγαν στον Αϊ- Γιάννη, όπου εψάλη δοξολογία, στην οποία χοροστάτησε ο Ηγούμενος του Μοναστηριού του Σωσίνου, Φιλόθεος. Ζητωκραύγασαν υπέρ της Ελλάδας και της ελευθερίας, βγήκαν πάλι στα Σιάδια, πυροβόλησαν στον αέρα, γλέντησαν με το «τακίμι» (κομπανία) του περίφημου κλαρινίστα Ντέμου κι ανέβηκαν ξανά στο βουνό. Στο χωριό κόντεψαν να πιστέψουν ότι ήρθε η λευτεριά.
Στις 14 Οκτωβρίου 1912, μία εβδομάδα μετά το κάψιμο του κοτσεκιού και του καρακολιού της Πογδόριανης, 100 περίπου Τούρκοι στρατιώτες, κάπως ανοργάνωτοι και σαν απόσπασμα περισσότερο παρά σαν τακτικός στρατός, κινήθηκαν από το ντερβένι προς Μόσιορη (Σιταριά) και Πογδόριανη, να χτυπήσουν τους αντάρτες και να μπουν στα χωριά. Ήταν πρωί.
Η Ιερομνήμη δεν κάηκε, επειδή όμως οι Τούρκοι έφτασαν ως εκεί, οι κάτοικοι της φοβήθηκαν και έφυγαν. Πλαγιές, κορυφές, λακκιές, χαράδρες, σπηλιές, έγιναν προσωρινές κατασκηνώσεις των καταδιωγμένων.
Ειδικά στην Παλιογκρίμπιανη με τις δύο εκκλησίες της και τα χαλάσματα, μαζεύτηκαν περισσότεροι άνθρωποι. Όσοι χώρεσαν, κυρίως γυναίκες και παιδιά, κοιμήθηκαν το πρώτο βράδυ στον Αϊ – Νικόλα και την Παναγιά (Ζωοδόχος Πηγή). Όμως οι Τούρκοι ανέβηκαν πυροβολώντας και στον Κασιδιάρη. Και οι άνθρωποι, κυνηγημένοι σαν τ’ αγρίμια, καβάλησαν την κορυφή του βουνού κι έπεσαν πίσω στα «Σκάπετα» με τις κουμαριές και πιο πέρα. «Σκάπετα» ονομάζεται η περιοχή που είναι δυτικά του Κασιδιάρη και που περιλαμβάνει 11 χωριά. Λέγεται και «Λάκκα Πωγωνίου» ή «Κάτω Πωγώνι». Εκεί στα νότια χωριά της περιοχής αυτής: Καλουδέ (Ψηλόκαστρο), Δημόκορη, Λάβδανη, Κάτω Λάβδανη, Βραστοβά και Κουρεμάδι, αλλά κι έξω από την περιοχή αυτή στα χωριά Σιούτιστα (Καστρί), Κοσόλιανη (Αετόπετρα) και Λίστα, βολεύτηκαν οι άνθρωποι όπως μπορούσαν, σε φιλόξενα σπίτια, σε αχυροκαλύβες και στο ύπαιθρο ή σε πρόχειρες σκηνές. Μέσα στη δυστυχία δεν έλειψαν και τα αστεία. Σε μια καλύβα στα Αχούρια του Κουρεμαδιού, είχαν καταφύγει πάνω από 50 άνθρωποι, άντρες, γυναίκες και παιδιά. Τη νύχτα ξάπλωσαν όπως - όπως να κοιμηθούν. Μέσα στην κατασκότεινη καλύβα ακούστηκε κάποιος να λέει: «Τι γίνεται τώρα; Εδώ ανακατευτήκαμε και λάμπα δεν έχουμε. Ούτε τη γυναίκα μας δεν γνωρίζουμε». «Δεν πειράζει» ακούστηκε μια άλλη φωνή, «όποια βρεθεί δίπλα μας το ίδιο κάνει». Αστείο χωριάτικο και χωρίς πονηριά. Μου το διηγήθηκε το 1978 ένας συγχωριανός μου 86 χρονών, που βρισκόταν κι ο ίδιος μέσα στην καλύβα εκείνη τη νύχτα και ήταν τότε 20 χρονών. Ήταν ευτύχημα, που δεν είχε έρθει ακόμα ο χειμώνας με τα κρύα και τα χιόνια. Ήταν μαλακό φθινόπωρο. Μερικοί, ελάχιστοι, παρέμειναν κρυμμένοι σε απόμερες και δασωμένες κοιλότητες ή σε σπηλιές του Κασιδιάρη. Αυτή η καταδίωξη και «προσφυγιά» κράτησε 15 μέρες, μέχρι που έφυγαν οι Τούρκοι. Κατά τη διάρκεια του περιπετειώδους και δραματικού αυτού 15ήμερου οι άνθρωποι, που αναγκαστικά έφυγαν από τα σπίτια τους, υπέφεραν πολλά. Πείνασαν και ταλαιπωρήθηκαν. Μερικές γυναίκες ήταν έγκυες, όπως η Μαγδαληνή σύζυγος Παν. Σκόδου, στο Γιώργο. Τρία τουλάχιστον παιδιά γεννήθηκαν σε αυτή τη φυγή και περιπλάνηση: οι δύο, ο Σπύρος Ν. Σκαρώνης και ο Ευστάθιος Αθ. Νάτσης, στον Αϊ – Νικόλα της Παλιογκρίμπιανης και η Ελένη Σπ. Σπανού σε σκηνή στις κουμαριές. Μου είπε ο ίδιος ο Ευστάθιος Νάτσης: «Εγώ γεννήθηκα στον Αϊ – Νικόλα της Παλιογκρίμπιανης μέσα στην εκκλησία στις 17 Οκτωβρίου 1912, όταν έφυγε ο κόσμος την ημέρα που έκαψαν οι Τούρκοι το χωριό. Μου το έλεγε συχνά η μάνα μου». Τρία τουλάχιστον βρέφη πέθαναν από τις κακουχίες. Μου έλεγε για το δικό της παιδί η Κωνστάντω, σύζυγος Προκοπίου Μπούλια: «Μου πέθανε ένα παιδί στο δρόμο ασαράντηγο και το είχα πεθαμένο στην πλάτη μου ζαλωμένη δύο μέρες, δεν είχα που να το χωματίσω. Τελικά το θάψαμε στην Κοσόλιανη». Τι να πρωτογράψω απ’ όσα μου διηγήθηκαν! Ο πατέρας μου, όπως ανέβαινε οικογενειακώς σε μια λακκιά του Κασιδιάρη, παρά λίγο να σφάξει την κόρη του Καλυψώ ενός έτους και τον ανιψιό του Δημήτρη Κόντη τριών ετών, παιδί της αδελφής του, επειδή έκλαιγαν γοερά και υπήρχε κίνδυνος να προδοθεί από το κλάμα η θέση τους στους ανηφορίζοντες επίσης Τούρκους. Τα παιδιά σώθηκαν χάρη στην αντίσταση της μάνας μου και της γιαγιά του Δ. Κόντη, που τα είχαν στην αγκαλιά. Έμειναν παραπίσω λέγοντας: «Ας μας σκοτώσουν εμάς οι Τούρκοι μαζί με τα παιδιά, εσείς φευγάστε». Η Καλυψώ, ένα χρόνο αργότερα, πέθανε από κάποια παιδική αρρώστια, ενώ ο Δ. Κόντης έζησε πολλά χρόνια ακόμα. Μια γυναίκα 20 χρονών την ξεμονάχιασαν οι Τούρκοι στρατιώτες στον Κασιδιάρη και τη βίασαν. Κατά τη διάρκεια της όλης εκκαθαριστικής επιχείρησης οι Τούρκοι σκότωσαν στην Πογδόριανη τουλάχιστον 11 ανθρώπους: