Πέμπτη 20 Απριλίου 2017
«Οι τελευταίες πεντάρες», του Βαγγέλη Αυδίκου. Υπό την αιγίδα της Πανηπειρωτικής Συνομοσπονδίας Ελλάδος, παρουσιάζεται τη Πέμπτη 27 Απριλίου 2017, ώρα 19.00, στο Πνευματικό Κέντρο Ηπειρωτών, Κλεισθένους 15, 7ος όροφος, πλατεία Κοτζιά, Ομόνοια
Βαγγέλης
Αυδίκος «Οι τελευταίες πεντάρες», Εκδόσεις Ταξιδευτής, 2016, σελ. 360
Η
Πρέβεζα στην Κατοχή και τον Εμφύλιο.
Ο
Βαγγέλης Αυδίκος γεννήθηκε στην Πρέβεζα, με καταγωγή από το Συρράκο, σπούδασε
φιλολογία στο πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και σήμερα είναι καθηγητής λαογραφίας στο
πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Στο ενεργητικό του έχει μία συλλογή διηγημάτων Το
βλέμμα στον τοίχο με τη μαντανία (2001) και τρία μυθιστορήματα, Ο δικός μου
Θεός (2004), Η κίτρινη ομπρέλα (2007) που μπήκε στη μικρή λίστα του περιοδικού Διαβάζω
για το βραβείο μυθιστορήματος, Η σκιά της Μίκας (2013).
Πρόσφατα
εξέδωσε ένα ακόμα μυθιστόρημα, τo Οι τελευταίες πεντάρες, που αποτελεί συμβολή
στην ιστορική μνήμη και είναι μια προσπάθεια αποκατάστασης εκείνων που
αγωνίστηκαν για την πατρίδα και έπεσαν θύματα αδελφοκτόνας διαμάχης. O
συγγραφέας επιδιώκει να εμποδίσει τα σύννεφα της λήθης να κρύψουν και να
σβήσουν τα δραματικά γεγονότα –εν πολλοίς άγνωστα στο ευρύ κοινό–, που
συνέβηκαν στην ιδιαίτερη πατρίδα του την περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου.
Μολονότι στο βιβλίο υπάρχουν πλείστα όσα περιστατικά και ονόματα που συνδέονται
με την Πρέβεζα, τα ερείπια της Νικόπολης, η ναυμαχία του Ακτίου, η αυτοκτονία
του Κώστα Καρυωτάκη –ο Καρυωτάκης διαποτίζει το κείμενο–, το ενδιαφέρον του
εντοπίζεται στην προαναφερθείσα ιστορική περίοδο. Αν στην πόλη τα τραγικά
επεισόδια που διαδραματίστηκαν εκεί είναι ξεχασμένα, εδώ στην Αθήνα και στην
υπόλοιπη Ελλάδα είναι σχεδόν άγνωστα. Ήταν τόσο αιματηρά και απάνθρωπα, που
οδήγησαν σε εμφύλια πάθη και στο διχασμό της τοπικής κοινωνίας. Ας δούμε τι
έγινε.
Κατ’
αρχάς, για τις ανάγκες της μυθοπλασίας, ο συγγραφέας επινοεί έναν ήρωα μέσω του
οποίου γίνονται γνωστά τα ξεχασμένα γεγονότα. Ένας Άγγλος, ο αρχαιολόγος
Σπυρίδων Γουάιτ, φτάνει στην Πρέβεζα, σταλμένος από την σύντροφό του τη Νίκη –ο
αδελφός της γιαγιάς της εκτελέστηκε ως αριστερός–, με σκοπό να μάθει τι ακριβώς
συνέβη εκείνη την ταραγμένη εποχή. Ο παππούς του (ήταν τόσο φιλέλληνας που του
έδωσε ελληνικό όνομα), είχε βρεθεί στην πόλη στη διάρκεια της Κατοχής και
ερωτεύτηκε κάποια ντόπια κοπέλα. O πρώτος άνθρωπος που συναντάει –όλοι οι ήρωες
είναι επινοημένοι–, ο Σπυρίδων, ο καλύτερος φίλος του παππού του, είναι ο
Περικλής Κοντοπόδαρος, αλλιώς Ξηγημένος, ο οποίος είναι και ο πρωταγωνιστής του
μυθιστορήματος. Ο Περικλής, παλιός αριστερός, ράφτης το επάγγελμα, έχει
επιζήσει από τα κυνηγητά των δεξιών συμπατριωτών του, αφού υπέγραψε δήλωση
αποκήρυξης του ΚΚΕ και «των παραφυάδων» του. Ανήκε στην υποδειγματική ομάδα της
ΕΠΟΝ Πρέβεζας, αγωνίστηκε κατά των κατακτητών και η αντιπαλότητα Εδεσιτών και
Εαμιτών του κατέστρεψε τη ζωή. Τον Σεπτέμβριο του 1944, στην απελευθερωμένη από
τον ΕΛΑΣ Πρέβεζα, εισβάλλουν οι αντάρτες του Εδεσίτη αξιωματικού Γαλάνη, σφόδρα
αντικομουνιστή, συλλαμβάνουν τους επονίτες, τους κλείνουν σε φυλακή και σύντομα
τους εκτελούν άνευ λόγου. Ο Ξηγημένος γλιτώνει ως εξ θαύματος. Ακολούθησε η
απελευθέρωση της Αθήνας, ο σχηματισμός της Εθνικής Κυβέρνησης υπό τον Γεώργιο
Παπανδρέου με τη συμμετοχή εαμιτών υπουργών, τα Δεκεμβριανά, η Συμφωνία της
Βάρκιζας, ο Εμφύλιος. Ο Ξηγημένος, θέλοντας να ξεκινήσει καινούργια ζωή,
υπογράφει δήλωση αποκήρυξης του κομμουνισμού και παντρεύεται τη Στεφανία ή Έφη.
Στη συνέχεια, δέχεται την περιφρόνηση των πρώην συντρόφων του που δεν του
συγχωρούν το ότι υπέγραψε τη δήλωση.
Άλλο
πρόσωπο που συναντά ο Σπυρίδων είναι η Φλώρα, η ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου στο
οποίο διαμένει, μητέρα του Γρηγόρη. Είναι και ο Αγαθοκλής Ζαφείρης, εκδότης της
τοπικής εφημερίδας, από δεξιά οικογένειαα, είναι κι ο Τέλης, είναι κι ο
Τσιρικόλης –ορισμένοι ήρωες μιλούν και γράφουν με την ντοπιολαλιά της περιοχής,
κάτι που μπορεί να δυσκολέψει την ανάγνωση από τους μη μυημένους. Η επίσκεψη
του Σπυρίδωνα δίνει την ευκαιρία στους παλιούς Πρεβεζάνους ν’ ανοίξουν την
καρδιά τους και να πουν όσα έκρυβαν τόσο χρόνια, να μιλήσουν για τους νεκρούς
τους, που μέχρι εκείνη τη στιγμή τους είχαν κρυμμένους στα υπόγεια της μνήμης
τους.
Από την
πλευρά του ο Βαγγέλης Αυδίκος μέσω του βιβλίου του θέλει να μιλήσει για τους
νεκρούς συμπατριώτες του, να αποκαταστήσει τη μνήμη τους και τελικά ν’ αφηγηθεί
την ιστορία του τόπου του, την ξεχασμένη από όλους, συνειδητά ή ασυνείδητα. Το
θέμα του τυφλού πάθους της εμφύλιας βίας βεβαίως είναι διαχρονικό και
παγκόσμιο. Πρόκειται για ένα σημαντικό μυθιστόρημα γραμμένο σήμερα, την εποχή
της κρίσης, η οποία πλήττει και την Πρέβεζα.