Ήταν μια εκδήλωση, που ξεχείλιζε από Ήπειρο, από την προσφορά των Ηπειρωτών, από το έργο των Ηπειρωτών μαστόρων στις κατασκευές, στην αρχιτεκτονική, το χτίσιμο, αλλά πάνω από όλα ήταν μια βραδιά αφιέρωμα στα περίφημα κοψοτεχνήματα που άφησαν πίσω τους οι Ηπειρώτες χτίστες στην Ήπειρο και τα άλλα μέρη της Ελλάδας και το εξωτερικό, τον 18ο και 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα, τα πέτρινα γεφύρια της Ηπείρου, που τα περισσότερα στέκουν αγέρωχα στην Ηπειρώτικη γη, παρά το πέρασμα του χρόνου και το γεγονός ότι οι νέοι οδικοί άξονες πλέον τα έχουν καταστήσει μουσιακό είδος, ακόμη και σε μέρη που πλέον σήμερα είναι εκτός γεωγραφικού συγκοινωνιακού προσδιορισμού.
Την εκδήλωση τίμησαν με την παρουσία τους, ο Δήμαρχος Νέας Ιωνίας Αττικής Ηρακλής Γκότσης, συνοδευόμενος από Αντιδημάρχους και Δημοτικούς Συμβούλους, ο Αντιπρόεδρος της Πανηπειρωτικής Συνομοσπονδίας Ελλάδος Κώστας Κωνής, ως εκπρόσωπος της κορυφαίας αποδημικής οργάνωσης των Ηπειρωτών, Πρόεδροι και Μέλη Διοικητικών Συμβουλίων Ηπειρώτικων Ενώσεων, Συλλόγων και Αδελφοτήτων, εκπρόσωποι ετεροδημότικων αποδημικών Συλλόγων από άλλα μέρη της χώρας που δραστηριοποιούνται στο Δήμο της Ν. Ιωνίας και εκπρόσωποι οργανώσεων, φορέων και Συλλόγων της περιοχής.
Προλογίζοντας το βιβλίο και παρουσιάζοντας τους συντελεστές του, ο Πρόεδρος του Συλλόγου Ηπειρωτών Νέας Ιωνίας Γιάννης Γεωργαλής έκανε αναφορά στο βιβλίο, αλλά και στην σημασία των πέτρινων γεφυριών για την Ήπειρο τους περαμένους αιώνες, ως και στους Ηπειρώτες μάστορες που ήταν κοσμοπολίτες και που έχτισαν πέτρινα γεφύρια, αλλά και άλλες κατασκευές, που σήμερα είναι αξιοθέατα και μέρος του πολιτισμού των περιοχών τους, από την Περσία, τα Βαλκάνια και την Ευρώπη μέχρι τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά και την Αυστραλία.
Στο βήμα τον διαδέχθηκε ο Αντιπρόεδρος της Πανηπειρωτικής Συνομοσπονδίας Ελλάδος Κώστας Κωνής, ο οποίος αφού αναφέρθηκε στην σημασία που δίνει η κορυφαία αποδημική οργάνωση των Ηπειρωτών, σε τέτοιας μορφής πρωτοβουλίες και εκδηλώσεις, εστίασε στον ρόλο των αποδήμων Ηπειρωτών των περασμένων αιώνων ανά την υφήλιο και στα έργα τους, που είναι παρακαταθήκη της Ηπειρώτικης Τέχνης και του Ηπειρώτικου Πολιτισμού, αλλά και στο Ηπειρώτικο φαινόμενο της Ηπειρώτικης Ευποιίας και Ευεργεσίας, που όσον αφορά το δεύτερο, στην περίοδο της οικονομικής κρίσης πρέπει να βρει και βρίσκει άξιους απογόνους, για την στήριξη του λαού μας και ειδικά αυτών που έχουν ανάγκη την βοήθεια αυτών που μπορούν και πρέπει να προσφέρουν.
Στη συνέχεια οι δύο συντελεστές του Βιβλίου Γιώργος και Εύη Μπελιγιάννη, παρουσίασαν την δουλειά τους, κάνοντας εκτενή αναφορά, αλλά στα προβλήματα που αντιμετώπισαν να απεικονίσουν και φωτογραφίσουν τα πέτρινα γεφύρια όλης της χώρας.
Με τον τεράστιο αριθμό των εξόχων φωτογραφιών του βιβλίου και τις 600 σελίδες του, αυτό χαρακτηρίζεται λεύκωμα, στην πραγματικότητα όμως είναι κάτι πολύ περισσότερο. Γιατί όσο κι αν κυριαρχεί η εικόνα, τα μικρά σημειώματα που συνοδεύουν κάθε μία από αυτές συνιστούν την ειδοποιό διαφορά και συγκριτικά με άλλες εκδόσεις παρόμοιας θεματολογίας ανεβάζουν τον πήχυ των προθέσεων των δύο συγγραφέων στην κατηγορία της έρευνας.
Τα χαρακτηριστικά κάθε μνημείου, οι διαστάσεις του, η τοποθεσία, πότε χτίστηκε και για ποιον λόγο, ποιοι ήταν οι δωρητές και φυσικά η ονομασία του, συνοδεύοντας απαρέγκλιτα το καθένα τους δημιουργούν ένα πολύτιμο μητρώο των πέτρινων τοξωτών γεφυριών όλης της Ελλάδας.
Ο Γιώργος και η Εύη Μπεληγιάννη άλλωστε, ζευγάρι στη ζωή εδώ και 35 χρόνια, δεν είναι απλώς συγγραφείς του βιβλίου αλλά συνοδοιπόροι ενός δεκαετούς ταξιδιού στο παρελθόν, αναζητώντας τη «χαμένη τιμή» των γεφυριών, τα περισσότερα από τα οποία χτίστηκαν πριν από αιώνες στο Βυζάντιο και στην Τουρκοκρατία, αλλά σήμερα δεν είναι λίγα αυτά που αναζητούν διαβάτες για να περάσουν.
Περί τα 1.500 γεφύρια καταγράφηκαν έτσι, καλύπτοντας το 99% του συνόλου στον ελλαδικό χώρο κι αν κάποια τους ξέφυγαν, σίγουρα ήταν παρά τη θέλησή τους. Η αναζήτηση ήταν συχνά δύσκολη, τα γεφύρια εξάλλου χτίστηκαν για να συνδέουν δυσπρόσιτα μέρη, ενώ οι σημερινοί αυτοκινητόδρομοι, τα παρακάμπτουν επιμελώς, ακολουθώντας νέες χαράξεις στον χάρτη. Σε μερικές περιπτώσεις, ούτε οι ντόπιοι τα θυμούνται πλέον και στα παλιά μονοπάτια περνούν - στην καλύτερη περίπτωση - μόνο οι βοσκοί με τα κοπάδια τους.
Υπάρχουν όμως και γεφύρια ονομαστά, ενώ πολλά χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα, γιατί η κατασκευή τους ήταν τέτοια, ώστε να αντέχουν στον χρόνο. Μαστόροι κάθε λογής, χτίστες, μαραγκοί, πελεκάνοι, λασπητζήδες, νταμαριτζήδες δούλευαν υπό την αυστηρή επίβλεψη του κάλφα (πρωτομάστορα) για να χτιστεί το γεφύρι.
Η ονοματοδοσία του ήταν συνήθως σχετική με το ποτάμι ή με το πλησιέστερο χωριό, το ίδιο συχνά όμως έπαιρνε και το όνομα του δωρητή των χρημάτων για την κατασκευή του. Γιατί ήταν μεγάλο δώρο, ένα γεφύρι για τον τόπο και τους ανθρώπους του. Η καταγραφή γίνεται ανά νομό και το έργο των δύο ερευνητών ολοκληρώνεται με την παράθεση των προβλημάτων και των αιτιών τους, με πρώτο φυσικά τον χρόνο αλλά και την ανθρώπινη, αλόγιστη επέμβαση ή το αντίθετο, την αδιαφορία.
Σημαντικός παράγοντας φθοράς είναι η βλάστηση που αναπτύσσεται ανάμεσα στους λίθους. Αλλού το νερό έχει υποσκάψει τα βάθρα των γεφυριών απειλώντας τα με κατάρρευση, αλλού εντοπίστηκαν γεφύρια που είναι. ιδιωτικοποιημένα από καταπατητές οι οποίοι τα προσάρτησαν σε ιδιοκτησίες τους. Άλλα χρησιμοποιούνται ως αποθήκες ή στάνες και άλλα έχουν υποστεί ζημιές από χρυσοθήρες που αναζητούν θαμμένους θησαυρούς, όπως λένε οι παλιές ιστορίες.
Απομένει να δούμε τι θα γράψει η σύγχρονη ιστορία για όλα αυτά.
Δείτε σχετικό βίντεο από την παρουσίαση του βιβλίου στην ΝΕΤ και την εκπομπή ''Μένουμε Ελλάδα'':
http://youtu.be/xWMzTyTxcLo