Τρίπολη, 30 Οκτωβρίου 1896. Η οικογένεια του Γεωργίου Κ. Καρυωτάκη και της Αικατερίνης Σκάγιαννη αποκτά το δεύτερό από τα τρία της παιδιά. Έχει περάσει μονάχα ένας χρόνος από τη γέννηση της Νίτσας όταν έρχεται στη ζωή ο Κώστας Καρυωτάκης.
Ο πατέρας του, νομομηχανικός στο επάγγελμα κατάγεται από τη Συκιά της Κορινθίας ενώ η μητέρα του γεννήθηκε στην Τρίπολη. Το επάγγελμα του πατέρα του και οι συχνές μεταθέσεις είναι η αιτία για να αλλάζει συνεχώς τόπο διαμονής. Περνά από τη Λευκάδα, το Αργοστόλι, τη Λάρισα, την Καλαμάτα ενώ σε ηλικία 13 ετών εγκαθίσταται στην Πάτρα. Τον Αύγουστο του επόμενου χρόνου μνημονεύεται σε διαγωνισμό διηγήματος της Διαπλάσεως των Παίδων και το 1912 μετακομίζουν στα Χανιά της Κρήτης όπου και θα φοιτήσει τις τελευταίες γυμνασιακές τάξεις. Παράλληλα αρχίζει να συνεργάζεται με λαϊκά περιοδικά της Αθήνας όπως Ελλάς, Παρνασός κ.α. Το 1913 και σε ηλικία 17 ετών αρχίζει ο δεσμός του με την Χανιώτισσα Άννα Σκορδύλη ενώ τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους, απόφοιτος πλέον του γυμνασίου, πηγαίνει στην Αθήνα και γράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1917 παίρνει το πτυχίο του στη Νομική. Επιστρατεύεται αλλά λόγω της εγγραφής του στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών παίρνει αναστολή. Ακολουθούν κάποιες απόπειρες άσκησης του δικηγορικού του καθήκοντος, όμως η έλλειψη πελατείας τις καθιστά αποτυχημένες και αναγκάζεται να ζητήσει δημόσιο διορισμό.
Τον Φεβρουάριο του ιδίου χρόνο, σε ηλικία 23 ετών, εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων» ενώ τον Σεπτέμβριο εκδίδει με τον Άι Λεβέντη, το σατιρικό περιοδικό «Η Γάμπα», που παρά την επιτυχία του κυκλοφορεί μόνο σε έξι τεύχη γιατί η αστυνομία απαγορεύει την έκδοσή του. Τον Νοέμβριο διορίζεται στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης ως Γραμματεύς Α' του Υπουργείου Εσωτερικών. Αφού στρατεύεται και ακολούθως απαλλάσσεται οριστικά για λόγους υγείας, μετατίθεται στη Νομαρχία ?ρτας όπου ασκεί χρέη νομάρχη. Τον επόμενο χρόνο ακολουθεί η μετάθεσή του στη Νομαρχία Κυκλάδων ενώ τον ίδιο χρόνο πετυχαίνει μετάθεση για την Αθήνα όπου υπηρετεί στη Νομαρχία Αττικής.
Εδώ γνωρίζει την Μαρία Πολυδούρη η οποία τον ερωτεύεται και του προτείνει να παντρευτούν αν και γνωρίζει ότι πάσχει από σύφιλη όπως της έχει δηλώσει ο ίδιος. Το 1921 κυκλοφορεί τη δεύτερη ποιητική του συλλογή με τίτλο "Νηπενθή". Το τέλος του 1923 τον βρίσκει προϊστάμενο του Β' Γραφείου Εποπτείας Εγκαταστάσεως Προσφύγων ενώ τον επόμενο χρόνο ταξιδεύει στη Γερμανία (Βερολίνο, Λιψία) και την Ιταλία (Νεάπολη, Ρώμη, Βενετία). Ακολουθεί μια σειρά από συνεχείς μεταθέσεις: στο Τμήμα Κοινωνικής Υγιεινής ως Γραμματέας του Ιατροσυνεδρίου, στη Διεύθυνση Υγιεινής του Υπουργείου Εσωτερικών, στο Τμήμα Αγαθοεργών Ιδρυμάτων, στο Τμήμα Λοιμωδών Νόσων. Το 1927 εκδίδει την συλλογή του «Ελεγεία και Σάτιρες». Τον Ιανουάριο του επόμενου χρόνου αποσπάται στη Νομαρχία Πατρών και τον Μάιο του ίδιου έτους μετατίθεται στην Νομαρχία Πρεβέζης. Αισθανόμενος αηδία και απόγνωση για τη ζωή αυτής της μικρής πόλης στέλνει απελπισμένα γράμματα σε συγγενείς και φίλους, περιγράφοντας την αθλιότητα και τη μικρότητα που κυριαρχεί εκεί.
Στις 20 Ιουλίου, σε ηλικία 32 χρονών, αποφασίζει να θέσει τέρμα στη ζωή του και πηγαίνει στο Μονολίθι όπου γυμνός πέφτει στη θάλασσα και προσπαθεί μάταια επί δέκα ώρες να πνιγεί. Το πρωί της επομένης, αγοράζει ένα περίστροφο και πάει σε ένα καφενεδάκι όπου φυτεύει μια σφαίρα στην καρδιά του. Στην τσέπη του αφήνει το τελευταίο του σημείωμα. Η αυτοκτονία του πρόσφερε στην ποίηση του τη δραματική σφραγίδα της ειλικρίνειας και της συνέπειας και έδωσε αφορμή για μια ουσιαστικότερη γνωριμία και αξιολόγηση του έργου του, απ' αυτή που είχε γνωρίσει μέχρι τότε.
Το τελευταίο του σημείωμα
Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερο μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι' αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική.
Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ' αυτούς απευθύνομαι.
Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές !!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος.
Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέσει την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.
[Υ.Γ.] Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
Ο Κ. Γ. Καρυωτάκης αν και χάθηκε πολύ νέος, άφησε πίσω του ένα αξιόλογο έργο. Το κλίμα απαισιοδοξίας και ανίας μέσα στο οποίο έζησε, επηρέασαν καθοριστικά το έργο του.
Όσο ζούσε τύπωσε τρεις ποιητικές συλλογές:
· "Ο πόνος του ανθρώπου και των πραμάτων" (1919)
· "Νηπενθή" (1921)
· "Ελεγεία και Σάτιρες" (1927)
Επίσης δημοσίευσε κάποια πεζά τα οποία αποτελούν σημαντικό συμπλήρωμα του έργου του:
Το καύκαλο
[Η τελευταία]
Ο κήπος της Αχαριστίας
Oνειροπόλος
Τρεις μεγάλες χαρές
Φυγή
Το εγκώμιο της θαλάσσης
Κάθαρσις
Η ζωή του
Συνεργασίες:
- Συνεργασία με τα λαϊκά περιοδικά «Ελλάς», «Εικονογραφημένος Παρνασσός» (1913)
- Δημοσίευση δύο ποιημάτων του στη εφημερίδα «Ακρόπολη», με επαινετικά σχόλια του Βλάση Γαβριηλίδη (1915)
- Πρώτη πρωτότυπη συνεργασία στο Νουμά. Στη στήλη αλληλογραφίας του Νουμά δημοσιεύεται ανώνυμα «Ο Μιχαλιός» με τίτλο «Στρατός». Βραβεύεται από το Νουμά σε διαγωνισμό ποιημάτων για παιδιά. Εκδίδει με τον Άγι Λεβέντη, το σατιρικό περιοδικό Η Γάμπα (1919)
- Τρία ποιήματά του συμπεριλαμβάνονται στην ανθολογία του Τέλλου Άγρα, Οι Νέοι. (1920)
- Γράφει, με τον Σακελλαριάδη και με μουσική του εξαδέλφου του Θόδωρου Δ. Καρυωτάκη, τη θεατρική επιθεώρηση Πελ-Μελ (δεν ανεβάστηκε). Πρώτη συνεργασία στη Μούσα. Πρώτη συνεργασία στο περιοδικό Παιδική Χαρά. (1921)
- Ένα ποίημά του συμπεριλαμβάνεται στην Ανθολογία των Νέων Ποιητών Mας του Φ.Γιοφύλλη (1922)
- Πρώτη συνεργασία στη Νέα Ζωή (Αλεξάνδρειας) (1923)
- Μετέχει στη συλλογική σύνταξη του περιοδικού Εμείς. Τρία ποιήματά του συμπεριλαμβάνονται στην Εκλογή Νεοελληνικών Ποιημάτων του Γ.Ε.Αυλωνίτου. (1924)
- Πρώτη Συνεργασία στην Κυριακή του Ελεύθερου Βήματος. Δύο ποιήματά του περιλαμβάνονται στην ανθολογία των Ι.Μ Παναγιωτόπουλου και Π.Χάρη, Διάλογοι και ποιήματα για παιδιά. (1926)
- Πρώτη συνεργασία με τη Νέα Εστία (1927)
- Μεταφράζει το διήγημα «Ο Χαρτοπαίκτης» του E.T.A. Χόφμαν, αρχίζοντας την επ' αμοιβή συνεργασία του στο Περιοδικόν της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας (1928)
Δέκα χρόνια μετά το θάνατό του, ο Χαρίλαος Σακελλαριάδης παρουσίασε μια πρώτη συγκεντρωτική έκδοση του καρυωτακικού έργου, με τον τίτλο «Άπαντα» (1938), αν και δεν τα είχε συμπεριλάβει όλα, προτάσσοντας εκτεταμένη βιογραφική μελέτη για τη ζωή και την προσωπικότητα του φίλου του και δύο από τα σημαντικότερα ως τότε μελετήματα για τον Καρυωτάκη, το ένα του Κλέωνα Παράσχου και τα άλλο του Τέλλου Άγρα.
Πολύ αργότερα, ακολούθησε η δίτομη φιλολογική έκδοση του καθηγητή Γ.Π. Σαββίδη, με «Άπαντα τα Ευρισκόμενα» (Α΄ 1965 και Β΄ 1966), όπου στον Α΄ τόμο περιλαμβάνονται οι τρεις τυπωμένες απΆ τον ίδιο τον ποιητή συλλογές και στον Β΄ τα τρία τελευταία του ποιήματα και τα τελευταία πεζά του, όλα πριν από το τύπωμα της πρώτης συλλογής νεανικά του δημοσιεύματα, όσα ποιήματα είχε αφήσει έξω απ' τις δύο επόμενες, καθώς και ότι άλλο βρέθηκε απΆ τα παραλειπόμενα.
Εκτός από το πρωτότυπο του έργο, ο Καρυωτάκης έχει παρουσιάσει και σημαντικό μεταφραστικό έργο. Μετέφρασε Χάινε, Λεοπάρντι, Βιγιόν, Ρενιέ, Βερλέν, Ντε Νοάιγ, Ρόντεμπαχ, Καρκό, Κομπιέρ κ.α.
Σκόρπια Ποιήματα:GALA
Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχτα
Μαυροντυμένοι απόψε, φίλοι ωχροί,
ελάτε στο δικό μου περιβόλι,
μ' έναν παλμό το βράδυ το βαρύ
για ναν το ζήσουμ' όλοι.
Τ' αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώς
Κλαίει παρακάτου η βρύση.
Από τα σπίτια που είναι σα βουβά,
κι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτου,
με φρίκη το φεγγάρι αποτραβά
τ' ασημοδάχτυλά του.
Είναι το βράδυ απόψε θλιβερό
κι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυ,
όσοι έχουμε το μάτι μας ογρό
και μέσα μας τον άδη.
Οι μπάγκοι μας προσμένουν. Κι όταν βγει
το πρώτο ρόδο στ' ουρανού την άκρη,
θα καθρεφτίσει τ' απαλό της φως.
Γιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμε,
τον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφός
κι όλοι σκυφτοί θ' ακούμε
Κι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρό
που σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοι,
τη λέξη τη λυπητερή θα βρω
που ακόμα δεν ειπώθη.
Μαυροντυμένοι απόψε, φίλοι ωχροί,
ελάτε στο δικό μου περιβόλι,
μ' έναν παλμό το βράδυ το βαρύ
για ναν το ζήσουμ' όλοι.
ΣΕ ΠΑΛΑΙΟ ΣΥΜΦΟΙΤΗΤΗ
Φίλε, η καρδιά μου τώρα σα να εγέρασε.
Τελείωσεν η ζωή μου της Αθήνας,
που όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασε
και με την πίκρα κάποτε της πείνας.
Δε θα 'ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μου
με τ' όνειρο που εσβήστη, ταξιδιώτης.
Προσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σου
και θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνης.
Μ' άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σου
κι άλλοι το σπίτι θα 'χουν της Ειρήνης.
Θα πάω προς την ταβέρνα, το σαμιώτικο
που επίναμε για να ξαναζητήσω.
Θα λείπεις, το κρασί τους θα' ναι αλλιώτικο,
Θ' ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζοντας
στο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμα.
ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΠΕΝΘΙΜΟ ΚΑΙ ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΟ
Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους.
Μαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.
Η ευτυχία μου, σκέπτομαι, θα 'ναι
ζήτημα ύψους.
Σύμβολα ζωής υπερτέρας,
ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα,
λευκές άκανθες ολόγυρα σ' ένα
Αμάλθειο κέρας.
Όνειρο ανάγλυφο, θα 'ρθω κοντά σου
κατακορύφως.
Οι ορίχοντες θα μ' έχουν πνίξει.
Σ' όλα τα κλίματα, σ' όλα τα πλάτη,
αγώνες για το ψωμί και το αλάτι,
έρωτες, πλήξη.
Α! πρέπει τώρα να φορέσω
τ' ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι.
Έτσι, με πλαίσιο γύρω το ταβάνι,
πολύ θ' αρέσω.