Η Βούτα (Ουτζίδικο, Ουτζίτικο, Ανεβατόριο, Στακωστάριο) είναι μια ράτσα περιστεριού που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα, κατά τις περισσότερες ιστορικές αναφορές, μια και δεν υπάρχουν γραπτές αναφορές.
Διασταύρωση πολλών διαφορετικών περιστεριών, όπως το Colombin (Columba Oenas), κάποια ντόπια περιστέρια της Θεσσαλίας, κάποια περιστέρια από την Ανατολή, που είχαν μεταφέρει στον Ελλαδικό χώρο οι Τούρκοι κατά τον μεσαίωνα, όπως και ράτσες της Ουκρανίας όπως το Rustand.
Βούτες υπάρχουν σχεδόν σε όλο τον κόσμο σήμερα, χάριν στους Έλληνες μετανάστες λάτρεις της ράτσας.
Χαρακτηριστικά, η βούτα είναι περιστέρι παράστασης, και όχι περιστέρι εκτροφής προς βρώσιν. Πετάει ψηλά πάνω από τον τόπο διαμονής της, μέχρι τα σύννεφα, και με την εντολή του περιστερά, εκτελεί κάθετη πτώση με ταχύτητες που φτάνουν τα 230 χιλ/ώρα, επιβραδύνοντας μερικά μετρά πριν την προσγείωση της.
Το όλο θέαμα κόβει την ανάσα, και αυτό είναι που κάνει αυτή την ράτσα τόσο δημοφιλή.
Χόμπι τους τα περιστέρια
«Γεμίζουν» τον ελεύθερο χρόνο τους πετώντας τις αγαπημένες τους ράτσες που φιλοξενούν στις ταράτσες και τις αυλές τους. Αγωνία τους να μη χάσουν πουλιά από γεράκι
Τα ντουνέκια μοιάζουν να «ξετυλίγονται» σαν το μασούρι, καθώς κατεβαίνουν προς τη φωλιά τους και τα ουτζίτικα, οι βούτες, όπως τα ξέρουν οι περισσότεροι, φτάνουν «στα χαμένα», δηλαδή τόσο ψηλά που δεν τα βλέπει το ανθρώπινο μάτι, σε λίγα μόλις λεπτά κάνοντας υπερήφανους τους ιδιοκτήτες τους.
Οι περιστεράδες ανά την Ελλάδα «γεμίζουν» καθημερινά τον ελεύθερό τους χρόνο πετώντας τις αγαπημένες τους ράτσες περιστεριών και αγωνιώντας μη χάσουν πουλιά από γεράκι.
Χιλιάδες ταράτσες και αυλές στην πρωτεύουσα και σε κάθε γωνιά της χώρας μας σφύζουν από γουργουρίσματα και «πτήσεις» περιστεριών. Ένα χόμπι που προσελκύει πολύ περισσότερους απ όσους φαντάζεται κανείς.
«Περισσότεροι από 30.000 υπολογίζω πως είναι οι περιστερόφιλοι μόνο στις γειτονιές της Αθήνας. Στη Νίκαια, τον Ασπρόπυργο, τον Κορυδαλλό και το Αιγάλεω οι ταράτσες είναι γεμάτες περιστέρια. Στη Βέροια, όπου ζω, ασχολούμαστε περίπου 800, ενώ στον Τίρναβο της Λάρισας, που έχουν παράδοση στην εκτροφή του ουτζίτικου από την περίοδο της τουρκοκρατίας, εντοπίζονται περιστερώνες σπίτι παρά σπίτι.
Με τα περιστέρια ασχολούνται ακόμη στη Ρόδο, την Κω, τη Σάμο, την Τήνο, που εκτρέφουν απλά περιστέρια, τις λεγόμενες «παραμάνες», ενώ τώρα αρχίζουν και στην Κρήτη. Γνωρίζω περιστεράδες που εγκατέλειψαν τα διαμερίσματά τους σε πυκνοκατοικημένες συνοικίες της Αθήνας και μετακόμισαν με τις οικογένειές τους στον Βαρνάβα, στην Παλλήνη, ακόμη και στη Χαλκίδα, τη Λαμία και τη Λιβαδειά, προκειμένου να έχουν σπίτι με αυλή για τα περιστέρια τους.
Το ενδιαφέρον είναι πολύ μεγάλο και αποτυπώνεται κάθε χρόνο στην παρουσία χιλιάδων περιστεράδων απ όλη την Ελλάδα στον διαγωνισμό περιστεριών που από το 1990 έχω καθιερώσει στη Βέροια και διεξάγεται τέλη Ιανουαρίου με αρχές Φεβρουαρίου», λέει στο «Έθνος» ο κ. Στάθης Πολυμέρης, που ασχολείται με τα περιστέρια από 5 ετών.
Αγαπημένη του ράτσα είναι η βούτα, που ανεβαίνει στα 2.000 με 3.000 μέτρα μέσα σε 3,5 μόλις λεπτά, αν πρόκειται για κάποιο πολύ καλό πουλί ή το πολύ μέσα σε 10-12 λεπτά. Ενώ, η κάθοδος διαρκεί 20-50 δευτερόλεπτα και χαρακτηριστικό είναι πως πρώτα ακούγεται το περιστέρι παράγοντας μια δυνατή βοή και κατόπιν αρχίζει να φαίνεται.
Οι απώλειες σε περιστέρια είναι καθημερινά πολύ μεγάλες. «Περίπου το 10% των περιστεριών χάνεται. Ο μεγαλύτερος εχθρός τους είναι το γεράκι, που υπερτερεί, καθώς στην κατηφόρα αναπτύσσει μέχρι και 400 χιλιόμετρα την ώρα, ενώ το περιστέρι δεν ξεπερνά τα 250 χιλιόμετρα την ώρα.
Έτσι, πολύ δύσκολα μπορεί ένα περιστέρι να γλιτώσει από τα αρπακτικά του νύχια. Ακόμη, κάποια περιστέρια δεν υπολογίζουν σωστά την απόσταση από το έδαφος κατά την κάθοδο, με αποτέλεσμα να μην ανοίξουν έγκαιρα τα φτερά τους, να πέσουν και να σκοτωθούν. Αλλά πάλι χάνουν τον δρόμο», μας λέει από την εμπειρία του ο περιστεράς από τη Βέροια.
Άλλες γνωστές ράτσες περιστεριών, εκτός από τις «βούτες» και τα «ντουνέκια» ή «κυλιόμενα», όπως λέγονται αλλιώς, είναι τα «πομεράνια» ή αλλιώς «γλόμποι», που φουσκώνουν στον λαιμό τόσο πολύ σαν να σχηματίζουν ένα δεύτερο σώμα και συμμετέχουν σε διαγωνισμούς ομορφιάς, τα «παγώνια», που έχουν 30 φτερά στην ουρά τους έναντι 12 που έχουν οι άλλες ράτσες, και οι «αραμπατζήδες» ή «αγωγιάτες», που κάνουν τις αγγαρείες, όπως για παράδειγμα δίνουν το σύνθημα στα περιστέρια που πετούν να κατέβουν κάτω.
Πολυάριθμες είναι και οι ονομασίες, που αποκτούν τα περιστέρια ανάλογα με το χρώμα των φτερών τους. «Σουλούπι» είναι το παρδαλό πουλί, «σαχ σουλούπι» το παρδαλό σε μαύρη απόχρωση, «σαξάνι» είναι το λευκό, «τσινί» το σταχτί, «παλ» το κόκκινο, «παλ τσινί» το κόκκινο με σταχτί, «καραμπέρι» το σταχτί με άσπρα φτερά και «τσαπάρι» αυτό που έχει άσπρη ουρά και άσπρα φτερά.