Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2024

Πόνος στη μέση: Ποιοι πρέπει να προσέχουν περισσότερο;

 


Προσοχή και εντατική φροντίδα χρειάζονται τα άτομα με οσφυαλγία που διαρκεί περισσότερο από ενάμιση μήνα, καθώς κινδυνεύουν να μετατραπεί ο πόνος στη μέση τους σε χρόνια κατάσταση. Σε μια ανασκόπηση μελετών, που δημοσιεύθηκε στο Canadian Medical Association Journal, διαπιστώθηκε ότι τα άτομα με οξεία και υπο-οξεία οσφυαλγία παρουσιάζουν βελτίωση του πόνου και των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν στην καθημερινότητα εξαιτίας του μέσα στις πρώτες 6 εβδομάδες.

Υπάρχει, όμως, ένα ποσοστό ασθενών με υπο-οξεία οσφυαλγία που αναρρώνει πολύ αργά. Επειδή τα συμπτώματα αυτών είναι πολύ πιθανό να μετατραπούν σε χρόνια και να μην καλυτερεύουν σημαντικά με την πάροδο του χρόνου (όπως φάνηκε και από τη μελέτη), κρίνεται σκόπιμος ο εντοπισμός και η εντατικοποίηση της φροντίδας τους, προκειμένου να αποτραπεί μια τέτοια εξέλιξη.

«Η οσφυαλγία είναι πολύ συχνό ορθοπαιδικό πρόβλημα, δεδομένου ότι πάνω από 600 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως βιώνουν πόνο στη μέση κάθε χρόνο. Ο πόνος αυτός μπορεί να προέρχεται από οποιαδήποτε δομή της περιοχής, όπως από οστά, αρθρώσεις, μύες, τένοντες, σύνδεσμοι και νεύρα.

Αν και δεν κάνει ηλικιακές διακρίσεις, η οσφυαλγία εμφανίζεται συχνότερα σε άτομα ηλικίας μεταξύ 30-50 ετών, ιδίως σε όσους δεν ασκούνται, αφού τότε οι μύες δεν είναι τόσο ισχυροί για να μπορούν να στηρίξουν επαρκώς τη σπονδυλική στήλη.

Το αυξημένο βάρος, η επανειλημμένη άρση βάρους, η κακή  στάση σώματος και το κάπνισμα (εξαιτίας της πρόκλησης μειωμένης ροής αίματος στους δίσκους της σπονδυλικής στήλης) είναι οι συχνότερες αιτίες πρόκλησής της. Η γενετική παίζει επίσης σημαντικό ρόλο, καθώς ευθύνεται για την εμφάνιση ορισμένων παθήσεων, όπως η αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα», εξηγεί ο Χειρουργός Σπονδυλικής Στήλης, Διευθυντής Τμήματος Σπονδυλικής Στήλης & Σκολίωσης στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών και επιστημονικός Διευθυντής και υπεύθυνος του τμήματος σπονδυλικής στήλης της Osteon Orthopedic & Spine Clinic, δρ Κωνσταντίνος Σταραντζής. 

 Μερικές φορές, ο πόνος προκαλείται από συγκεκριμένο λόγο, όπως από τραυματισμό ή πάθηση (δισκοκήλη, στένωση, οστεοπόρωση, κ.ά), αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις ο πόνος είναι μη ειδικός, δηλαδή δεν έχει διασαφηνιστεί η αιτία που τον προκαλεί. Είναι συχνά αποτέλεσμα απλής καταπόνησης.

Η έναρξη του πόνου στη μέση διαφέρει από άτομο σε άτομο, ενώ διαφοροποιείται και από περιστατικό σε περιστατικό στον ίδιο ασθενή. Μπορεί να εμφανιστεί ξαφνικά, μετά από μια κακή κίνηση ή λανθασμένη στάση σώματος ή άρσης βάρους, ή σταδιακά. Άλλοτε είναι ήπιος και υποφερτός και άλλες φορές ανυπόφορος.

Η υποχώρησή του έχει, επίσης, μεγάλη χρονική διακύμανση, από λίγες ημέρες έως εβδομάδες, ή πολύ περισσότερο. Σύμφωνα με την Αμερικανική Ακαδημία Ορθοπαιδικών Χειρουργών, οι περισσότεροι ασθενείς αναρρώνουν σε λίγες εβδομάδες. Στο 90% περίπου των περιπτώσεων ο πόνος είναι προσωρινός. Όμως, το 50% των ανθρώπων που βιώνουν πόνο στη μέση θα υποτροπιάσουν εντός ενός έτους.

Η κατανόηση της κλινικής πορείας της οσφυαλγίας είναι απαραίτητη για τον εντοπισμό των ασθενών που κινδυνεύουν να μονιμοποιηθεί ο πόνος που νιώθουν στη μέση, ώστε να λάβουν τις σωστές θεραπευτικές αγωγές και συμβουλές.

Στην ανασκόπησή τους οι Αυστραλοί ερευνητές περιέλαβαν 95 μελέτες, στις οποίες συμμετείχαν άτομα με μη ειδική, κατά την έναρξη της μελέτης, οξεία οσφυαλγία (< 6 εβδομάδες), υπο-οξεία (6 έως 12 εβδομάδες) ή επίμονη-χρόνια (12 έως λιγότερο από 52 εβδομάδες).

Βρέθηκε ότι οι συμμετέχοντες που ανήκαν στην τρίτη κατηγορία είχαν υψηλά επίπεδα πόνου και αναπηρίας με ελάχιστες βελτιώσεις με την πάροδο του χρόνου. Τα περισσότερα άτομα που ανήκαν στις δύο άλλες κατηγορίες, άρχισαν να καλυτερεύουν μέσα στις πρώτες 6 εβδομάδες, αλλά σημαντικός αριθμός στην ομάδα της υπο-οξείας οσφυαλγίας είχε συνεχή πόνο και σωματικές δυσκολίες. Ο εντοπισμός αυτών και η λήψη αυξημένης φροντίδας αποτελεί το καταληκτικό σημείο της μελέτης, προκειμένου να επισπευστεί η αργή ανάρρωσή τους και να αποφύγουν να καταστεί η οσφυαλγία τους χρόνια.

«Η διαχείριση της μη ειδικής οσφυαλγίας περιλαμβάνει φαρμακευτικές αγωγές, όπως από του στόματος μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα και μυοχαλαρωτικά ή/και τοπικά αναλγητικά, μη φαρμακευτικές επιλογές, όπως ανάπαυση (όχι ακινησία αλλά περιορισμένη δραστηριότητα) και ζέστη. Η φυσικοθεραπεία είναι πολύτιμη τόσο για την ανάρρωση από ένα επεισόδιο όσο και για την πρόληψη της υποτροπής, καθώς ενδυναμώνει τους μύες της πλάτης και της κοιλιάς, ενισχύει την ευλυγισία και εκπαιδεύει τον ασθενή να στέκεται και να κάθεται ευθυγραμμίζοντας σωστά το σώμα του, ώστε να μην καταπονείται η μέση του.

Για την αντιμετώπιση του πόνου σε ασθενείς που δεν βελτιώνεται με συντηρητικούς τρόπους, υπάρχουν επεμβατικές τεχνικές. Στη διάθεσή μας έχουμε φάρμακα, που χορηγούνται μέσω ένεσης στη σπονδυλική στήλη (ενδοτρηματικές – περινευρικές – επισκληρίδιες εγχύσεις), τα οποία στοχεύουν στη μείωση του οιδήματος και της φλεγμονής των νωτιαίων νεύρων. Γίνονται σε μη νοσηλευόμενους ασθενείς, χωρίς νάρκωση, υπό ακτινολογική καθοδήγηση. Η διάρκεια της διαδικασίας δεν ξεπερνάει συνολικά τα 10 λεπτά. Η επανάληψη αυτών των εγχύσεων επιτρέπεται σε άτομα που δεν μπορούν να χειρουργηθούν, ανεξαρτήτως λόγου, αλλά υπάρχει περιορισμός στον αριθμό ανά έτος.

Οι ασθενείς με ειδικό πόνο, δηλαδή που είναι γνωστός ο λόγος πρόκλησής του, η θεραπευτική πορεία είναι η ίδια, μόνο που έχουν άλλη μία τελική επιλογή: τη χειρουργική επέμβαση, η οποία δίνει οριστική λύση στον πόνο και τις καθημερινές δυσκολίες αυτοεξυπηρέτησης λόγω αυτού. Το είδος της επέμβασης εξαρτάται από την πάθηση.

Το κυριότερο, όμως, που πρέπει να έχουν υπόψη τους όσοι βιώνουν πόνο στη μέση είναι ότι πρέπει να απευθύνονται στον εξειδικευμένο χειρουργό σπονδυλικής στήλης όταν ο πόνος διαρκεί περισσότερες από δύο έως τρεις εβδομάδες, προκειμένου αυτός να αξιολογήσει και να πραγματοποιήσει κλινικές και απεικονιστικές εξετάσεις για να προσδιορίσει την αιτία του και να συστήσει την κατάλληλη θεραπεία.

Η έγκαιρη διάγνωση μπορεί να επισπεύσει την οριστική θεραπεία και να τους απαλλάξει από επαναλαμβανόμενα περιστατικά που έχουν αναπόφευκτα επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής τους», καταλήγει ο δρ Σταραντζής.