Της Χαρίκλειας Τσιάνου
Τα Γιάννινα γιορτάζουν σημαιοστολισμένα την απελευθέρωση από το ζυγό των τούρκων κι εγώ γυρίζω στα περασμένα χρόνια και θυμάμαι πως από μικρό κοριτσάκι ανήμερα της 21 Φεβρουαρίου το σπίτι μας γιόρταζε και δεχόμαστε συγγενείς και φίλους του πατέρα μου, του εθελοντή εξ Αμερικής Μπιζανομάχου Κωνσταντίνου Τσιάνου, για να αναπολήσουν μαζί τις ιστορικές, τις αξέχαστες και αναλλοίωτες μέσα στο χρόνο ημέρες δόξης του Πολέμου και της Λευτεριάς.
Πάντα και τώρα την ημέρα αυτή φέρνω στη μνήμη μου τον πατέρα μου καθισμένο κοντά στο τζάκι της τραπεζαρίας να διηγείται ώρες ατελείωτες τον πόλεμο, τις διάφορες κακουχίες και τις ένδοξες, τις απερίγραπτες, τις γεμάτες συγκίνηση και χαρά ημέρες κατά την είσοδο τους στα Γιάννινα. Πως βρισκόταν στην Αμερική μετανάστης, πως είχε δημιουργήσει μία εξαιρετική κατάσταση εκεί και πως ο νους του γυρνούσε πάντα στην πατρίδα με νοσταλγία και αγάπη. Ο πατέρας μου ήταν Ηπειρώτης, καταγόταν από το όμορφο χωριό Ρεπετίστη (πρώην Πογδόριανη Κουρέντων) κοντά στον Παρακάλαμο. Γεννήθηκε εκεί το 1889. Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος το 1912 βρισκόταν στην Αμερική. Τα εγκατέλειψε όλα και πρωτοστατώντας με άλλους Έλληνες έφτιαξαν τον Ιερό Λόχο Φιλαδέλφειας. Και ήρθε εθελοντής να πολεμήσει στο Μπιζάνι για την λευτεριά των Ιωαννίνων, της Ηπείρου και γενικότερα γι’ αυτή την ολοκλήρωση του Έθνους.
Και τώρα γυρνώντας με συγκίνηση στα περασμένα, θυμάμαι τον πατέρα μου να μας διηγείται τον πόλεμο του 1912-1913, όπως τον έζησε ο ίδιος:
«Όταν κηρύχθηκε ο απελευθερωτικός πόλεμος στην Ήπειρο το 1912 κατά του ζυγού υπό των τούρκων βρισκόμουν στη Φιλαδέλφεια Αμερικής. Στο άκουσμα του πολέμου στις 2 Οκτωβρίου 1912 η ψυχή μου γεμάτη πάντα από αγάπη και νοσταλγία για την Πατρίδα με έκανε να τρέξω πρώτος να ορκισθώ όταν ο αξιωματικός Ματσούκας σταλμένος από τον Ελευθέριο Βενιζέλο έφθασε εκεί στις 10 Οκτωβρίου όπου και πρωτοστατώντας φτιάξαμε τον Ιερό Λόχο Φιλαδέλφειας, για να τρέξουμε μόλις μας χρειαστεί η Πατρίδα. Στις 14 Οκτωβρίου, μαζεμένοι με ελληνικές σημαίες και λάβαρα στην Ορθόδοξο Ελληνική Εκκλησία μας όρκισε στον Τίμιο Σταυρό, που είχε φέρει από την Ελλάδα μέσα σ’ ένα χωριάτικο τρουβά, για πίστη και θυσία στον Ιερό Αγώνα για την λευτεριά. Ο ενθουσιασμός τότε ήταν ένα παραλήρημα όλων των Ελλήνων, 225 παλικάρια όπου και αποτελέσαμε τον Ιερό Λόχο Φιλαδέλφειας. Κατά τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας ξεκινήσαμε με τις σημαίες και τα λάβαρα για το σταθμό του σιδηροδρόμου. Ο κόσμος που μας ξεπροβοδούσε σε όλη τη διαδρομή ευχόταν να γυρίσουμε νικητές και να μην φοβηθούμε του εχθρού τα βόλια. Έλληνες της Αμερικής βοήθησαν για τον αγώνα και τη νίκη. Ο Σπυρίδων Μαρκατσέλης με 10.000 λίρες φόρτωσε το βαπόρι ΑΘΗΝΑΙ με πολεμοφόδια. Καταγόταν από την Ήπειρο από το χωριό Λίποβο Φιλιατών. Μεγάλη υπήρξε η συμβολή στον πόλεμο του 1912 των αδελφών Στεφάνου από την Ζοντίλα Ηπείρου, το σημερινό χωριό Ζωοδόχος (η μικρή Μαίρη Στεφάνου μας απήγγειλε ποίημα για την πατρίδα μας όταν όλοι μας αποχαιρετούσαν, ήταν η μετέπειτα Μαίρη Καρόλου). Και με τον ίδιο πάντα ενθουσιασμό με τον σιδηρόδρομο φθάσαμε στη Νέα Υόρκη και επιβιβαστήκαμε στο βαπόρι «ΒΕΡΝΙΑ» της εταιρείας Κουν-Ερ-Λάι με πληρωμένα τα ναύλα όλων των στρατιωτών του Ιερού Λόχου Φιλαδέλφειας, τον οπλισμό, μια πυροβολαρχία, 4 κανόνια πεδινά και 4 ζώα, τον οπλισμό των στρατιωτών και επένδυση (στολές) από τους αδελφούς Στεφάνου. Επί 14 ημέρες πλέαμε για την Ελλάδα πιάνοντας πολλά λιμάνια. Βρισκόμασταν στα μισά του δρόμου από Νεάπολη Ιταλίας προς την Ελλάδα με μεγάλη μας χαρά μάθαμε ότι έπεσε η Θεσσαλονίκη, 26 Οκτωβρίου 1912.
Στην Ελλάδα φθάσαμε στις 29 Οκτωβρίου. Ο ενθουσιασμός μας όλο και γιγαντώνονταν. Μέσα μας δεν βλέπαμε την ώρα να πατήσουμε το ελληνικό χώμα της πατρίδας μας. Σε όλα τα λιμάνια που πιάσαμε μας γινόταν υποδοχή και στη Νεάπολη μας δέχθηκαν με μουσικές. Αρχές Νοεμβρίου 1912 φθάσαμε στον Πειραιά και από εκεί αφού μας άλλαξαν τον οπλισμό, με άλλο βαπόρι ήρθαμε και βγήκαμε στην Σαλαώρα Άρτης, 3 Νοεμβρίου και από εκεί με τα πόδια φτάσαμε και διανυκτερεύσαμε στο Παλαιό Φρούριο Άρτας και τα ξημερώματα 4 Νοεμβρίου περάσαμε τη γέφυρα της Άρτας όπου εκεί ένα μικρό φυλάκιο τούρκων χωρίς μεγάλη αντίσταση παρεδόθη.
Από εκεί φτάσαμε στο Χάνι «Καρβασαρά» απέναντι από τη Φιλιππιάδα και το πρωί περπατώντας φτάσαμε 6 Νοεμβρίου στα Πέντε Πηγάδια όπου ο στρατός μας είχε καταλάβει στις 28 Οκτωβρίου 1912. Εκεί στα Πέντε Πηγάδια βρήκαμε το 1ο Ανεξάρτητο Σύνταγμα των Κρητών, όπου και ενσωματωθήκαμε με στρατηγό τον Κωνσταντίνο Σαπουντζάκη από την Κρήτη και Συνταγματάρχη τον Λάμπρο Συνανιώτη από την Τρίπολη και Λοχαγό τον Μάριο Πλατή από τον Πειραιά. Εκεί στην πρώτη γραμμή βρισκόταν ο Λιοικητής ορεινής Πυροβολαρχίας Ταβουλάρης και ο Συνταγματάρχης Δημήτριος Ιωάννου στο Σύνταγμα των Ευζώνων. Ο Ταβουλάρης δύο κανόνια είχε φορτωμένα στα μουλάρια και δύο έστηνε στο έδαφος. Ήταν γενναίος, ήταν ακαταμάχητος, έκανε μεγάλη θραύση. Από τα Πέντε Πηγάδια με τον ίδιο πάντα ενθουσιασμό κατεβήκαμε στη Σκλίβανη και φθάσαμε στα Πεστά, 30 Νοεμβρίου 1912. Όταν φθάσαμε στα Πεστά, μας υποδέχθηκε ένας γέρος παππάς ονόματι Παπαγιώργης, με ένα ξύλο και ένα άσπρο πανί δεμένο για σημαία φωνάζοντας «Ζήτω ο Ελληνικός Στρατός». Στα Πεστά βρήκαμε μεγάλη αντίσταση. Ένας τούρκος από την Αραπιά με το κανόνι του μας σκότωσε πολλά παιδιά, μας κατέστρεψε ένα πεδινό κανόνι σκοτώνοντας τους πυροβολητές, εκεί στον κάμπο του Τερόβου, έμειναν πολλά παλικάρια. Και αυτός ο γέρο- Παπαγιώργης μας έδειξε που ήταν η θέση του πυροβόλου του Αράπη και κατορθώσαμε με μεγάλη δυσκολία να πλησιάσουμε προς το μέρος του πυροβολείου, εγώ με δύο άλλους και να σκοτώσουμε τον Αράπη, που μας σκότωσε τόσα παιδιά.
Στις 3 Δεκεμβρίου καταλάβαμε τις Μάντρες. Μετά το σκοτωμό του Αράπη οι τούρκοι τράπηκαν σε φυγή. Στη φυγή τους το Τάγμα του Ιωάννου με τους Ευζώνους έκαναν μεγάλη καταστροφή. Σαν πεταλούδες με τις φουστανέλες τους πετούσαν από κορυφή σε κορυφή και από εκεί με μικρή αντίσταση φθάσαμε στην Κανέτα μέσω ενός ρέματος, που μας κάλυπτε όπου το Τάγμα των Ευζώνων και το δικό μας το Ανεξάρτητο των Κρητών καταλάβαμε το ύψωμα Αετοράχης, 7 Ιανουαρίου 1912. Εκεί στο ύψωμα Κανέτας Θεριακίσι είχαμε ανεβάσει δύο τοπομαχικά, τα οποία τα τοποθετήσαμε σε μαδέρια, που τα τραβούσαν 3 ζευγάρια βόδια και 60 στρατιώτες. Ήμουν επικεφαλής της επιχείρησης. Μόλις τοποθετήσαμε τα κανόνια έφτασε εκεί ο διάδοχος Κωνσταντίνος με το επιτελείο, 11 Ιανουαρίου 1913, όπου με λίγους στρατιώτες και με προσωπική μου εργασία φτιάξαμε ένα πρόχειρο μονοπάτι όπου ανέβηκε ο διάδοχος Κωνσταντίνος και με το τηλεσκόπιο αγνάντευε το Μπιζάνι, οπότε ο διάδοχος διέταξε να ενισχύσουμε το δεξιό μέρος περισσότερο. Το χιόνι και το κρύο ήταν φοβερό και οι στρατιώτες πάθαιναν κρυοπαγήματα και εγώ ο ίδιος. Επάνω στο δεξιό μέρος απέναντι από το Μπιζάνι είχε τοποθετηθεί η πρώτη γραμμή, όπου κάναμε εμείς προχώματα με τσουβάλια από άμμο. Οι τούρκοι στα χωράφια είχαν ρίξει συρματοπλέγματα αγκαθωτά σταυρωτά και τρεις σειρές συρματοπλέγματα αγκαθωτά σε δοκούς. Μας είχαν εφοδιάσει με ψαλίδια για το κόψιμο. Η επιχείρηση ήταν αφάνταστα δύσκολη. Όποιος στρατιώτης κατόρθωνε να φτάσει στη ζώνη αυτή δεν έβγαινε ζωντανός, διότι το μέρος ήταν ανοικτό και η ζώνη αυτή βαλλόταν από παντού. Η αντίσταση ήταν φοβερή 18-19 Φεβρουαρίου 1913 και είχαμε μεγάλες απώλειες. Τα μεταγωγικά δεν μπορούσαν να φτάσουν εκεί, είχανε έλλειψη από τρόφιμα και νερό. Λειώναμε το χιόνι για να πιούμε.
Σε μία προσπάθεια να φτάσουμε στο Λουζέτσι (σημερινό Ελληνικό) για να πάρουμε νερό εγώ και 4 στρατιώτες όπου και πήραμε νερό, στο γυρισμό, λόγω του ότι έριχνε πυκνό χιόνι αδιάκοπα, χάσαμε το δρόμο και βρεθήκαμε σε απόσταση 10 μέτρων από τουρκικό φυλάκιο που είχε δύο σκοπούς. Με μία αφάνταστη από Θεού ψυχραιμία φώναξα: «Αλτ, καρτάς κελ απουρτά» που σημαίνει «Αλτ, έλα αδελφέ εδώ». Ερχόμενος ο ένας μας παρέδωσε το όπλο και φώναξε και τον άλλον να μας παραδώσει και εκείνος το τουφέκι. Παίρνοντας τα κλείστρα των τουφεκιών τους τα παρέδωσα και τους πήραμε μαζί μας. Η πείνα τους είχε εξαντλήσει. Ο ένας καταγόταν από το Μοναστήρι (Μπιτώλια) και λεγόταν Πέτρος και ο άλλος από το Μασκουράνι Τεπελενίου και λεγόταν Μεχμέτ-Γιασίν-Γιανιά, και τους παρέδωσα στον Συνταγματάρχη Συνανιώτη. Όταν τους παρουσίασα, ο συνταγματάρχης μου είπε: «Δεν σε σκότωσαν;» «Όχι δεν με σκότωσαν». Διέταξε να τους δώσουν να φάνε γιατί όσο στέκονταν από την πείνα. Από την αρχή που κατετάγην στο Σύνταγμα των Κρητών ήμουν δίπλα στον Συνταγματάρχη Συνανιώτη. Ήταν άφοβος, ήταν παλικάρι. Καβάλα σε γρίβα φοράδα εμψύχωνε το στρατό πάνω κάτω. Επίσης ο συνταγματάρχης Ιωάννου στην πρώτη γραμμή εμψύχωνε τους Ευζώνους και έλεγε: «Άντε και γρήγορα στα Γιάννινα θε να μπούμε», έλεγε και ξανάλεγε τους φάγαμε μπαίνουμε στα Γιάννινα. Ήταν λεβέντης, ήταν άφοβος. Και τώρα από το δεξιό μέρος από τις 18 Φεβρουαρίου 1913 ημέρα Δευτέρα, άρχισε η Μεγάλη Μάχη του Μπιζανίου. Ρίχναμε πυρά ακατάπαυστα και αυτοί θέλοντας να ενισχύσουν το δεξιό μέτωπο αδυνάτισαν το αριστερό όπου ο Βελισσάριος και οι άλλοι που βρισκόταν προς το μέρος της Ολύτσικας κατόρθωσε να προχωρήσει χωρίς πολύ μεγάλη αντίσταση και από τον Αη Νικόλα και Κοσμηρά έφθασε στο σημερινό Βελισσάριο.
Τα Γιάννινα έπεφταν 20 Φεβρουαρίου ημέρα Τετάρτη. Τότε αξιωματικοί του Εσάτ – πασά που ήταν Αντιστράτηγος του τουρκικού Στρατού Ηπείρου με τον επίσημο αντιπρόσωπο του Δεσπότη Ιωαννίνων Γερβασίου με αμάξι, με λευκή σημαία ήλθαν στα τρία Χάνια και έτσι σταμάτησε ο πόλεμος. Το Μπιζάνι, το απόρθητο Μπιζάνι έπεσε 21 Φεβρουαρίου 1913 ημέρα Πέμπτη. Οι στρατιώτες, οι τούρκοι στα οχυρά του Μπιζανίου είχαν βάλει τα όπλα σε σχήμα πυραμίδας και τις μπούκες των κανονιών στραμμένες προς τα Γιάννινα. Κι έτσι στις 22 Φεβρουαρίου ημέρα Παρασκευή του 1913 τη Μεγάλη αυτή μέρα την αλησμόνητη στην ιστορία του Έθνους ο νικηφόρος Ελληνικός Στρατός, που είχε βάψει με αίμα το δύσκολο δρόμο της Λευτεριάς έμπαινε θριαμβευτής στα Γιάννινα. Εμείς το ανεξάρτητο Σύνταγμα των Κρητών μπήκαμε από τον Αη Γιάννη από την Καλούτσιανη. Το ιππικό του Στρατηγού Σούτσου, οι Εύζωνοι, ο Βελισσάριος, που ακολουθούσαν μπήκανε από το σημερινό Βελισσάριο και συναντηθήκαμε μπροστά στο σημερινό στρατηγείο. Είχαν προσκληθεί ο διάδοχος Κωνσταντίνος με το Επιτελείο του, Πρίγκιπες, Στρατηγοί. Ο Γιαννιώτης αεροπόρος Αδαμίδης διέσχιζε τον ελεύθερο Ελληνικό πια αέρα των Ιωαννίνων. Τα κόκκινα φέσια ήταν πεταγμένα κάτω, κοκκίνιζε ο τόπος. Οι καμπάνες ηχούσαν χαρμόσυνα, πυροβολισμοί έπεφταν, ο κόσμος που έβγαινε να μας υποδεχθεί, να μας αγκαλιάσει, να μας φιλήσει δειλά δειλά στην αρχή σαν να μην πίστευαν στο θαύμα της απελευθέρωσης, φώναζαν δειλά δειλά: Ζήτω-Ζήτω-Ζήτω. Οι σκηνές απερίγραπτου ενθουσιασμού Λαού και Στρατιωτών. Μας αγκάλιαζαν, μας φιλούσαν και δόξαζαν το Θεό. Ήταν κάτι που δεν μπορεί με λόγια να περιγράψει κανείς. Τα όσα κι αν γράφτηκαν, όσα κι αν λέχθηκαν και λίγα, είναι φτωχά. Μέρες δόξας και μέρες αθάνατες στην Ιστορία της Ηπείρου, της Ελλάδας κι ακόμη της Ευρώπης, διότι το Μτηζάνι θεωρείται το τρίτο οχυρό της Ευρώπης. Το οχυρό, το μεγάλο οχυρό, το απόρθητο οχυρό, που επί 5 μήνες πολεμούσαμε έπεσε, δίνοντας με την Μεγάλη αυτή Μάχη. Τη Νίκη στην Ελλάδα Τη Δόξα στους Μαχητές Τη Χαρά, την Αγαλλίαση στις Ψυχές των Σκλαβωμένων.
Στη Μεγάλη Δοξολογία στην οποία παρέστησε ο Μητροπολίτης Γερβάσιος κλαίγοντας από συγκίνηση πλέκει το εγκώμιο των Άξιων Μπιζανομάχων και έλεγε ότι θα πρέπει με την ευγνωμοσύνη και θαυμασμό να αναφέρονται τα ονόματα των Γιγαντομάχων του Μπιζανίου ως πρότυπα αρετής και φιλοπατρίας, εάν θέλουμε να φέρουμε επαξίως τον τίτλο του Ελεύθερου Έλληνα Πολίτη. Το βράδυ διανυκτερεύσαμε στους Στρατώνες πίσω από το Στρατηγείο. Εγώ με το Σύνταγμα των Κρητών συνεχίσαμε. Μπήκα πρώτος στα Δολιανά που ήταν κοντά στην Πατρίδα μου το Ρεπετίστη μαζί με τον Λοχία Μεσήνη από τα Δολιανά με Ελληνική Σημαία. Και εκεί οι καμπάνες χτύπησαν χαρμόσυνα σκορπίζοντας το μήνυμα της Λευτεριάς. Εκεί στα Δολιανά πηγαίνοντας σ’ ένα συγγενικό μου σπίτι να διανυκτερεύσω, όταν χτύπησα την πόρτα και είπα ότι είμαι ο Κώστας ο Τσιάνος, βρέθηκα μπροστά στη μάνα μου και την αδελφή μου Ελένη, οι οποίες είχαν μάθει ότι πολεμούσα και με είχαν για σκοτωμένο, και οι οποίες μόλις με είδαν, έπεσαν λιπόθυμες.
Με είχαν αποχαιρετήσει πριν 8 χρόνια σαν μετανάστη και με ξανάβλεπαν ζωντανό και ελευθερωτή. Συνεχίσαμε με το Σύνταγμα των Κρητών και μπήκαμε στη Βόρεια Ήπειρο πολεμώντας όπου βρίσκαμε αντίσταση. Μπήκαμε στο Αργυρόκαστρο, Τεπελένι, Πρεμετή, Κλεισούρα, Μπουμπασι, Φράσαρι, αφήνοντας εκεί και τότε το 1913 κορμιά στρατιωτών στα χώματα της Βορείου Ηπείρου, βάφοντας τα με Ελληνικό αίμα. Έφθασα και στο χωριό Μασγκουράνι (Κλεισούρας) όπου η τύχη με έφερε στο σπίτι του τούρκου στρατιώτη Μεχμέτ – Γιασίν – Γιαγιά, που είχα πιάσει αιχμάλωτο. Τον είχαν για σκοτωμένο και όταν τους είπα ότι ζει, ότι είναι αιχμάλωτος και θα ‘ρθει, η μάνα του και η αδελφή του γονάτισαν και μου φιλούσαν τα πόδια. Πάντα με κατέχει η ικανοποίηση ότι εξετέλεσα το ύψιστο προς την Πατρίδα καθήκον το να έλθω από την Αμερική από τόσο μακριά εγκαταλείποντας τα πάντα δίνοντας γι’ αυτή τη ζωή μου και την Ελευθερία της Πατρίδας».
Μετά απ’ αυτό πρέπει να σημειώσω ότι, με υψηλό φρόνημα και αγάπη απ’ όλους για την πατρίδα και την ελευθερία κερδήθηκε ο αγώνας του 1912-1913. Για τους πολεμικούς του αγώνες και τη μεγάλη πατριωτική προσφορά ο πατέρας μου τιμήθηκε με διπλώματα από την Πολιτεία. Ο Δήμος Ιωαννιτών τον Φεβρουάριο του 1984 στα πλαίσια του εορτασμού για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων με ομόφωνη απόφαση Δημοτικού Συμβουλίου παρουσία του Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, του απόνειμε δίπλωμα: «Στον Κωνσταντίνο Τσιάνο, για τους αγώνες που προσέφερε για την απελευθέρωση της πόλης των Ιωαννίνων». Η Ακαδημία Αθηνών το 1988 σε πανηγυρική συνεδρία παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Χρήστου Σαρτζετάκη, δίπλωμα και χρηματικό ποσό. Το 1989 η Νομαρχία Ιωαννίνων δια του Νομάρχου κ. Δημητρίου Οικονόμου. Το 1994 η VIII Μεραρχία με έμβλημα και πλακέτα στον «Ήρωα Μτηζανομάχο Κωνσταντίνο Τσιάνο». Αυτό μετά τον θάνατο του από τον Στρατηγό κ. Διονυσόπουλο. Και τέλος η γενέτειρα, που όσο ζούσε τον ανακήρυξε επίτιμο Δημότη με ομόφωνη απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου και ανάρτησε φωτογραφία στο Κοινοτικό Γραφείο. Πάντα στις Εθνικές Επετείους με προσκλήσεις από τη Νομαρχία, τον Δήμο, την Μεραρχία, είχε τιμητική θέση στις Δοξολογίες, στις εξέδρες των επισήμων, στις παρελάσεις και τα επίσημα γεύματα της VIII Μεραρχίας. Μετά το θάνατο του πατέρα μου, ο οποίος απεβίωσε στις 19 Σεπτεμβρίου 1993, ο Δήμος Ιωαννιτών με ομόφωνη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου έδωσε σε δρόμο της πόλεως των Ιωαννίνων το όνομα του.
(Αναδημοσίευση από το βιβλίο «Σεργιάνι στα περασμένα…»)