Η διαλείπουσα νηστεία είναι μια σχετικά νέα πρόταση
διατροφής για ρύθμιση και έλεγχο του σωματικού βάρους. Βιώνει μια αύξηση της
δημοτικότητας, αποκτώντας όλο και περισσότερο οπαδούς, λόγω της ευκολίας στην τήρησή της και των
πολλών αναφερόμενων ωφελειών για την υγεία.
Η έννοια της διαλείπουσας νηστείας αναφέρεται σε
ένα φάσμα διατροφικών συμπεριφορών που στοχεύουν στη διακοπή της σκόπιμης
κατανάλωσης ενέργειας (δηλαδή νηστεία), για παρατεταμένες χρονικές περιόδους,
συνήθως μεταξύ 16 και 24 ωρών, σε ένα κανονικό ή ελεύθερο κατά τα άλλα
πρόγραμμα διατροφής. Υπάρχουν πολλές παραλλαγές…
Σε ορισμένα διαλείποντα σχήματα, τα άτομα
περιορίζουν την κατανάλωση τροφής σε περίοδο 6 έως 8 ωρών κατά τη διάρκεια της
ημέρας, ενώ σε άλλα νηστεύουν για 24
ολόκληρες ώρες αρκετές ημέρες της εβδομάδας κλπ.
Αρκετά άτομα μπορεί να υιοθετήσουν αυτά τα
διατροφικά πρότυπα όχι απλά μόνο σαν μέσο απώλειας βάρους αλλά και για τα
υποσχόμενα οφέλη για την υγεία τους. Τα οφέλη αυτά υποστηριζόμενα από
ανεκδοτικά στοιχεία, συμπεριλαμβάνουν από την καλύτερη ρύθμιση του Σακχαρώδη
Διαβήτη τύπου 2 και τη μείωση των επιπλοκών του, μέχρι την θεραπεία και την
αναστροφή του Διαβήτη.
Δυστυχώς, όλα αυτά παραμένουν αναπόδεικτα και μη
δοκιμασμένα σε καλά σχεδιασμένες μελέτες.
Ενώ ο περιορισμός των θερμίδων και η απώλεια βάρους
είναι γνωστό ότι επηρεάζουν ευεργετικά τα αποτελέσματα της υγείας σε ασθενείς
με Διαβήτη τύπου 2 -οδηγώντας σε βελτιωμένο έλεγχο γλυκόζης, υπέρτασης και
ανώμαλων επιπέδων λιπιδίων- η επίτευξή τους με διαλείπουσα νηστεία προκαλεί
ανησυχίες και αμφιβολίες, εξηγεί ο κ. Αντώνιος Λέπουρας MD, Παθολόγος
Διαβητολόγος, Διευθυντής Παθολογικής-Διαβητολογικής Κλινικής &
Διαβητολογικού Κέντρου Metropolitan General.
Μία πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη δημοσιεύθηκε στις 2
Ιουλίου 2020 στο JAMA, παρουσιάζοντας μια νέα οπτική γωνία. Η μελέτη
υπογραμμίζει τον περιορισμένο αριθμό αποδεικτικών στοιχείων για τα οφέλη για
την υγεία της διαλείπουσας νηστείας μεταξύ των ασθενών με Διαβήτη τύπου 2 (Τ2Δ)
και αποκαλύπτει τις πιθανές δυσμενείς επιπλοκές που μπορεί να προκύψουν από
αυτήν την προσέγγιση εάν οι ασθενείς δεν παρακολουθούνται προσεκτικά.
Διαλείπουσα νηστεία και Τ2Δ
Μέχρι σήμερα, η διαλείπουσα νηστεία σε ασθενείς με
Τ2Δ έχει μελετηθεί μόνο σε λίγες μικρές, βραχυπρόθεσμες δοκιμές που απέδωσαν
περιορισμένες ενδείξεις για το όφελος της. Πρόσφατα, μια ομάδα ερευνητών
εξέτασε τα στοιχεία για τα οφέλη στην υγεία και την ασφάλεια της διαλείπουσας
νηστείας για όσες μελέτες υπήρχαν σε αυτήν την ομάδα ασθενών.
Επιλέχθηκαν, συγκεκριμένα, μελέτες όπου, η
διαλείπουσα νηστεία ορίστηκε ως χρονικά περιορισμένη σίτιση ή νηστεία σε
εναλλακτικές ημέρες κατά τη διάρκεια 1-4
ημερών της εβδομάδας, με μόνο νερό, χυμό ή ζωμό βοδινού και όχι περισσότερες
από 700 θερμίδες να καταναλώνονται κατά τις ημέρες της νηστείας.
Συνολικά, οι συγγραφείς της μελέτης βρήκαν επτά
δημοσιευμένες μελέτες νηστείας σε ασθενείς με Τ2Δ - μόνο μία μελέτη είχε πάνω
από 63 ασθενείς. Οι περισσότερες μελέτες ήταν μικρής διάρκειας,
πραγματοποιήθηκαν περίπου 4 μήνες ή λιγότερο, και αξιολόγησαν πέντε
διαφορετικές συχνότητες νηστείας.
Όλες οι μελέτες ανέφεραν μια σχέση μεταξύ της
διαλείπουσας νηστείας και της απώλειας βάρους, ενώ η πλειονότητα σημείωσε
επίσης μειωμένη A1c και βελτιωμένα επίπεδα γλυκόζης, ποιότητα ζωής και
αρτηριακής πίεσης. Λόγω της έλλειψης ομοιογένειας στο σχεδιασμό, τα μέτρα και
τις μορφές διατροφής, δεν ήταν δυνατόν να εξαχθούν ουσιαστικά κλινικά
συμπεράσματα.
Επιπλέον, μόνο μία μελέτη ασχολήθηκε με την
ασφάλεια δύο διαλειπόντων θεραπειών νηστείας, διαπιστώνοντας ότι και οι δύο
αύξησαν τη συχνότητα εμφάνισης υπογλυκαιμικών επεισοδίων παρά τη χρήση ενός
πρωτοκόλλου αλλαγής δόσης φαρμάκου.
Βελτιωμένη γλυκόζη και γλυκαιμική ρύθμιση,
αυξημένοι κίνδυνοι υπογλυκαιμίας με τις διαλειμματικές δίαιτες
Η κύρια διαπίστωση των τελευταίων μελετών είναι ότι
από τον απλό περιορισμό των θερμίδων η διαλείπουσα νηστεία μπορεί να είναι
λιγότερο ασφαλής, για άτομα που θεραπεύονται για Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2, αν
και θα μπορούσε να είναι εξίσου αποτελεσματική.
Οι ασθενείς με υπάρχοντα διαβήτη που παρουσίασαν
απώλεια βάρους είδαν ένα όφελος από τη βελτίωση της γλυκόζης, της αρτηριακής
πίεσης και των επιπέδων λιπιδίων, σύμφωνα με τους ερευνητές.
Ενώ η απώλεια βάρους που σχετίζεται με τη
διαλείπουσα νηστεία φαίνεται να είναι παρόμοια με εκείνη που επιτυγχάνεται με
περιορισμό των θερμίδων, στην περίπτωση των ασθενών με Διαβήτη τύπου 2, ιδίως
σε αυτούς που θεραπεύονται με ινσουλίνη, μπορεί να ενέχει αυξημένο κίνδυνο
γλυκαιμικής μεταβλητότητας (πολύ χαμηλές αλλά και πολύ υψηλές διακυμάνσεις του
σακχάρου μέσα στο 24ωρο). Η υπογλυκαιμία μπορεί να εμφανιστεί κατά τη διάρκεια
της νηστείας και η υπεργλυκαιμία κατά τη διάρκεια της σίτισης, σημειώνουν οι
ερευνητές, δημιουργώντας δυνητικά επικίνδυνες κλινικές επιπτώσεις.
«Μελέτες έχουν ήδη προκαλέσει ανησυχία στο ότι η
γλυκαιμική μεταβλητότητα οδηγεί τόσο σε μικροαγγειακές επιπλοκές (π.χ.
αμφιβληστροειδοπάθεια, νεφροπάθεια, διαβητικό πόδι, κλπ.) όσο και σε
μακροαγγειακές (π.χ. στεφανιαία νόσο, αγγειακά εγκεφαλικά, κλπ.) σε ασθενείς με
Τ2Δ, προειδοποίησαν οι συγγραφείς.
Ως εκ τούτου, συστήνεται η ανάγκη για στενή
παρακολούθηση του σακχάρου με στόχο την ανίχνευση της γλυκαιμικής
μεταβλητότητας σε ευαίσθητους ασθενείς που ακολουθούν αυτήν τη διατροφή, καθώς
και σε όλες τις μελέτες κλινικών παρεμβάσεων που εφαρμόζεται διαλείπουσα
νηστεία σε ασθενείς με Τ2Δ», τονίζει ο κ. Λέπουρας.
Συστάσεις - Επίλογος
Το αν η διαλειμματική δίαιτα (διαλείπουσα νηστεία)
για ασθενείς με Διαβήτη τύπου 2, προσφέρει μακροχρόνια οφέλη στην συνολική
υγεία τους, είναι πολύ δύσκολο να αποδειχθεί. Είναι ίσως πιο εύκολο να την
ακολουθήσουν συχνά και πιο μακροχρόνια, άτομα που απασχολούνται σε πολύωρα
προγράμματα εργασίας και συνθήκες ακατάστατης ή και ακατάλληλης διατροφής.
Όμως και η ασφάλεια είναι ένα σημαντικό ερωτηματικό
για τα άτομα που λαμβάνουν φαρμακευτική αγωγή. Υπάρχουν λοιπόν και
προειδοποιήσεις λόγω ζητημάτων ασφάλειας;
Καταρχήν σε άτομα που θεραπεύονται με ινσουλίνη ή
ινσουλινοεκκριτικά δισκία, ο κίνδυνος υπογλυκαιμίας με τις σοβαρές συνέπειές
του είναι υπαρκτός και αν εφαρμοσθεί η συγκεκριμένη δίαιτα απαιτούνται τακτικές
μετρήσεις σακχάρου ιδίως κατά την διάρκεια της νηστείας. Ιδιαίτερη προσοχή
χρειάζεται σε άτομα που αθλούνται ή έχουν έντονη σωματική δραστηριότητα στον
εργασιακό τους χώρο. Επίσης, άτομα με συννοσηρότητες (καρδιαγγειακά προβλήματα,
νεφρική ανεπάρκεια, κλπ.), καλό είναι να αποφεύγουν τέτοιες διατροφές. Ο απλός
περιορισμός των θερμίδων μπορεί να είναι ασφαλέστερη επιλογή για τους
περισσότερους από τις ανωτέρω ομάδες.
Το ερωτηματικό αλλά και μεγάλο πρόβλημα σε όλες τις
μεθόδους ρύθμισης του σωματικού βάρους είναι η μακροχρόνια διατήρηση της
αρχικής απώλειας βάρους. Βέβαια υπάρχουν αρκετές μελέτες που επιβεβαιώνουν πως
έστω και μικρή απώλεια βάρους (5-10%) στην αρχή μπορεί να αναστρέψει στο
φυσιολογικό τον Προδιαβήτη αλλά και μεγάλο ποσοστό των ατόμων με Σακχαρώδη
Διαβήτη σε αρχικά στάδια. Με αυτή την έννοια η διαλειμματική δίαιτα φαίνεται
αποτελεσματική ως προς την απώλεια βάρους, στις μελέτες, και αυτό σίγουρα θα
βοηθήσει στην καλύτερη ρύθμιση του Διαβήτη, ίσως και σε αρκετές περιπτώσεις να
οδηγήσει σε διακοπή της φαρμακευτικής αγωγής! Εννοείται πως για να διατηρηθούν
τα οφέλη, θα πρέπει να διατηρείται αν είναι δυνατόν, δια βίου, η διαχείριση του
βάρους και αυτό είναι το δύσκολο… Η
διαλειμματική δίαιτα αν και φαίνεται εύκολη δυστυχώς συχνά κουράζει και
μακροχρονίως εγκαταλείπεται (άγνωστο το ποσοστό που την εφαρμόζει, για
παράδειγμα, 5 έτη). Αυτό είναι βέβαια γενικό πρόβλημα για όλες τις μεθόδους
διατήρησης - ελέγχου του βάρους και φυσικά αποτελεί στοιχείο μελέτης και προβληματισμού
και για την συγκεκριμένη πρόταση δίαιτας - διατροφής.
Κάθε προσπάθεια αλλαγής συμπεριφοράς στο σώμα μας,
με την βελτίωση της ποιότητας της διατροφής μας, τη μείωση του βάρους, και την
αύξηση της σωματικής άσκησης, είναι επιθυμητή και συνιστάμενη. Η διαλείπουσα
νηστεία είναι μια ενδιαφέρουσα πρόταση απώλειας βάρους.
Όμως έως
ότου η διαλείπουσα νηστεία αποδειχθεί αποτελεσματική και ασφαλής στον έλεγχο
του διαβήτη και των επιπλοκών του, τα διαθέσιμα δεδομένα μελετών υποδηλώνουν ότι
τέτοια σχήματα για ασθενείς με Διαβήτη τύπου 2, πρέπει να προσεγγίζονται με
προσοχή, ο κίνδυνος υπογλυκαιμίας να παρακολουθείται στενά και η φαρμακευτική
αγωγή να προσαρμόζεται προσεκτικά για να διασφαλιστεί τόσο η ασφάλεια, όσο και
η αποτελεσματικότητα αυτής της διατροφικής παρέμβασης, καταλήγει ο κ. Λέπουρας.