Ο
σακχαρώδης διαβήτης δεν αυξάνει τον κίνδυνο δυσκαμψίας στο γόνατο μετά από
ολική αρθροπλαστική στη συγκεκριμένη άρθρωση. Στο συμπέρασμα αυτό έχει
καταλήξει μια ανασκόπηση επτά μελετών που πραγματοποιήθηκε από Βρετανούς
ερευνητές. Τα ευρήματά της έδειξαν ότι η ύπουλη αυτή ασθένεια, που αποτελεί
ιδιαιτέρα επιβαρυντικό παράγοντα για κάθε επέμβαση, δεν επηρεάζει τις
πιθανότητες πρωτοπαθούς ή μετεγχειρητικής δυσκαμψίας της άρθρωσης μετά από
αρθροπλαστική.
«Είναι
γνωστό ότι γενικά ο διαβήτης σχετίζεται με αυξημένες πιθανότητες εισαγωγής στο
χειρουργείο για οποιοδήποτε λόγο, μετεγχειρητική νοσηρότητα και θνησιμότητα. Η
απόκριση στο στρες λόγω της χειρουργικής επέμβασης οδηγεί σε διαταραχές που
μεταβάλλουν την ομοιόσταση της γλυκόζης. Στην διόλου σπάνια υπεργλυκαιμία που
προκαλεί, οφείλεται μια σειρά πιθανών διεγχειρητικών ή μετεγχειρητικών προβλημάτων,
με αρνητικές συνέπειες. Όσον αφορά συγκεκριμένα στις αρθρώσεις, έχει
διαπιστωθεί ότι οι διαβητικοί εμφανίζουν συχνότερα οστεοαρθρίτιδα, ρευματοειδή
αρθρίτιδα και οστεοπόρωση, παθήσεις που οδηγούν σε εκφύλιση των αρθρώσεων και
σε ανάγκη υποβολής σε ολική αρθροπλαστική. Επιπλέον, θεωρείται ότι
αντιμετωπίζουν επιπλοκές πιο συχνά από τους μη διαβητικούς», μας εξηγεί ο
εξειδικευμένος στις αρθροπλαστικές ισχίου και γόνατος ορθοπαιδικός χειρουργός
Δρ. Αθανάσιος Τσουτσάνης. «Ωστόσο, υπάρχει κι ένα θετικό: οι χειρουργημένοι
διαβητικοί ασθενείς δεν έχουν περισσότερες πιθανότητες για δυσκαμψία στο γόνατο
απ’ ότι οι μη διαβητικοί συνομήλικοί τους», επισημαίνει.
Η
μετεγχειρητική δυσκαμψία είναι πιθανό να συμβεί στον καθένα και να προκαλέσει
μείωση του λειτουργικού εύρους κίνησης, η οποία επηρεάζει την ικανότητα του
ασθενούς να εκτελεί δραστηριότητες της καθημερινής ζωής του, οδηγώντας σε
έκπτωση της ποιότητάς της. Η συχνότητά της μετά από ολική αρθροπλαστική
κυμαίνεται από 1,3 έως 12%.
Η
κατάσταση αυτή μπορεί να περιοριστεί με φυσικοθεραπεία, αλλά μπορεί επίσης να
απαιτήσει χειρισμό υπό αναισθησία, γεγονός που μπορεί να χρειαστεί επέμβαση
αναθεώρησης. Μεταξύ των παραγόντων κινδύνου που μπορεί να συμβάλλουν στη
μετεγχειρητική δυσκαμψία της άρθρωσης είναι το μειωμένο προεγχειρητικό
λειτουργικό εύρος κίνησης, η δυσλειτουργία των προθέσεων και η μη συμμόρφωση με
τις οδηγίες μετεγχειρητικής αποκατάστασης.
Οι
ερευνητές θέλησαν να εξετάσουν εάν ο διαβήτης αποτελεί άλλον έναν, δεδομένου
του τεράστιου αριθμού των πασχόντων από διαβήτη, που υπολογίζεται ότι ξεπερνά
τα 422 εκατομμύρια παγκοσμίως, αλλά και του ποσοστού των ασθενών με διαβήτη που
υποβάλλονται σε ολική αρθροπλαστική γόνατος, ο οποίος ανέρχεται στο 12,2% και
αναμένεται να αυξηθεί, εξαιτίας του συνεχώς αυξανόμενου γηράσκοντα πληθυσμού.
«Από
τις 1142 μελέτες που εντόπισαν, οι 7 πληρούσαν τις προδιαγραφές τους για
ανάλυση. Από τα ευρήματα, οι ερευνητές συμπέραναν ότι ο σακχαρώδης διαβήτης δεν
επηρεάζει τον κίνδυνο για δυσκαμψία του γόνατος μετά από την ολική αρθροπλαστική,
οπότε η λήψη της απόφασης για υποβολή του ασθενή στην επέμβαση δεν πρέπει να
επηρεάζεται, αφού δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ ασθενών με και χωρίς διαβήτη όσον
αφορά στον συγκεκριμένο κίνδυνο», σημειώνει ο Δρ. Τσουτσάνης.
Ωστόσο,
ο έλεγχος για διαβήτη δεν θα πρέπει να παραλείπεται σε οποιονδήποτε ασθενή που
αποφασίζει να προχωρήσει σε μια ολική αρθροπλαστική γόνατος, καθώς οι άνθρωποι
με διαβήτη ή προδιαβήτη παραμένουν επιρρεπείς σε άλλες ανεπιθύμητες
μετεγχειρητικές επιπτώσεις. Ο ανεπαρκής γλυκαιμικός έλεγχος, αλλά και ο
αδιάγνωστος διαβήτης, αυξάνουν τον κίνδυνο λοιμώξεων και πιθανόν το κόστος
θεραπείας. Μπορεί δε να γίνουν αιτία για φτωχότερα λειτουργικά αποτελέσματα.
Μια πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι το ένα τρίτο των συμμετεχόντων που υποβλήθηκαν
σε ολική αρθροπλαστική γόνατος είχαν μη διαγνωσμένη δυσγλυκαιμία, που
ανιχνεύθηκε κατά τον προεγχειρητικό έλεγχο. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί
πολυάριθμες μελέτες δείχνουν ότι η περιεγχειρητική υπεργλυκαιμία και η αυξημένη
γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη σχετίζονται με μετεγχειρητικές επιπλοκές ακόμη και
χωρίς διάγνωση διαβήτη. Αυτοί οι ασθενείς απλώς δεν γνωρίζουν τη διαβητική τους
κατάσταση, αφού ο διαβήτης είναι συχνά ασυμπτωματικός κατά τη διάρκεια των
αρχικών σταδίων και μπορεί να παραμείνει αδιάγνωστος για παρατεταμένη χρονική
περίοδο.
«Όταν
οι ασθενείς με οστεοαρθρίτιδα γόνατος έχουν εξαντλήσει κάθε συντηρητικό τρόπο
ύφεσης των συμπτωμάτων, υποχρεώνονται να υποβληθούν σε ολική αρθροπλαστική
γόνατος, εάν θέλουν να απαλλαγούν οριστικά από τον πόνο και τη δυσλειτουργία
που προκαλεί η πάθηση και να χαρούν τη ζωή τους. Διαφορετικά ο περιορισμός των
δραστηριοτήτων τους είναι πιθανό να οδηγήσει σε παχυσαρκία και συνεπώς σε
διαβήτη.
Κύριο
μέλημά τους θα πρέπει να είναι η σωστή επιλογή χειρουργού αλλά και χειρουργικής
μεθόδου. Η πιο ακίνδυνη τεχνική αντικατάστασης της άρθρωσης του γόνατος για τις
ομάδες υψηλού κινδύνου όπως είναι οι διαβητικοί ασθενείς, είναι η τεχνική
ελάχιστης επεμβατικότητας ΜΙK (Minimal Invasive Knee) και αυτό διότι δεν
διαταράσσει καθόλου τον εκτατικό μηχανισμό του γόνατος, αλλά ούτε και την
επιγονατίδα. Η πραγματοποίηση της επέμβασης μέσω πολύ μικρών τομών προσφέρει
στον ασθενή πολύ γρήγορη ανάρρωση, εξαιρετικά μειωμένες πιθανότητες επιπλοκών
και εξάλειψη της ανάγκης για μετάγγιση αίματος. Όταν συνδυάζεται δε με τη χρήση
ειδικού συστήματος πλοήγησης με κομπιούτερ (computer assisted surgery)
επιτρέπει την εκτέλεση της επέμβασης με απόλυτη ακρίβεια και την καθιστά
απολύτως ασφαλή», καταλήγει ο Δρ. Αθανάσιος Τσουτσάνης.