Ο νέος
κορωνοϊός μπορεί να επηρεάζει τα μάτια και την όραση με τρόπους που ήταν
άγνωστοι μέχρι πρότινος.
Μία νέα κλινική μελέτη αποκαλύπτει ότι η μόλυνση από αυτόν μπορεί να προκαλέσει ανατομικές βλάβες βαθιά μέσα στο μάτι, οι οποίες ίσως αποτελούν ένδειξη γενικότερης βλάβης στο κεντρικό νευρικό σύστημα και ειδικά στον εγκέφαλο.
Μία νέα κλινική μελέτη αποκαλύπτει ότι η μόλυνση από αυτόν μπορεί να προκαλέσει ανατομικές βλάβες βαθιά μέσα στο μάτι, οι οποίες ίσως αποτελούν ένδειξη γενικότερης βλάβης στο κεντρικό νευρικό σύστημα και ειδικά στον εγκέφαλο.
Είναι η
πρώτη φορά που αναφέρονται σε ανθρώπους ανατομικές οφθαλμικές βλάβες
σχετιζόμενες με τον νέο κορωνοϊό. Ωστόσο είχαν προηγηθεί ανάλογα περιστατικά σε
ζώα. Αν τα νέα ευρήματα επιβεβαιωθούν από άλλες κλινικές μελέτες, οι οφθαλμικές
βλάβες που σχετίζονται με τον κορωνοϊό μπορεί να αποτελέσουν δείκτη για το αν
κάποιοι ασθενείς κινδυνεύουν να εκδηλώσουν και εγκεφαλικά προβλήματα εξαιτίας
του, εκτιμούν οι ερευνητές.
Η νέα
μελέτη πραγματοποιήθηκε στο Instituto da Visão και την Οφθαλμολογική Κλινική
του Unifesp (Ομοσπονδιακό Πανεπιστήμιο του São Paulo), στη Βραζιλία.
Όπως γράφουν οι ερευνητές στο ιατρικό περιοδικό The Lancet, εξέτασαν 12 επαγγελματίες Υγείας (έξι άνδρες και έξι γυναίκες, ηλικίας 25 έως 69 ετών), οι οποίοι είχαν νοσήσει από το νέο κορωνοϊό. Όλοι είχαν εκδηλώσει πυρετό, αδυναμία και δύσπνοια.
Οι 11 από αυτούς είχαν επίσης απώλεια όσφρησης (ανοσμία). Οι δύο χρειάστηκαν νοσηλεία στο νοσοκομείο (αλλά όχι στην εντατική), ενώ οι εννέα ασθενείς ήταν γιατροί.
Ένδεκα έως 33 ημέρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων τους, οι ασθενείς υποβλήθηκαν σε λεπτομερή έλεγχο των ματιών τους με μια εξέταση που λέγεται οπτική τομογραφία συνοχής (OCT). Η εξέταση έγινε δύο φορές, σε δύο διαφορετικά μηχανήματα, για να βεβαιωθούν οι ερευνητές για τα ευρήματά της.
Όπως γράφουν οι ερευνητές στο ιατρικό περιοδικό The Lancet, εξέτασαν 12 επαγγελματίες Υγείας (έξι άνδρες και έξι γυναίκες, ηλικίας 25 έως 69 ετών), οι οποίοι είχαν νοσήσει από το νέο κορωνοϊό. Όλοι είχαν εκδηλώσει πυρετό, αδυναμία και δύσπνοια.
Οι 11 από αυτούς είχαν επίσης απώλεια όσφρησης (ανοσμία). Οι δύο χρειάστηκαν νοσηλεία στο νοσοκομείο (αλλά όχι στην εντατική), ενώ οι εννέα ασθενείς ήταν γιατροί.
Ένδεκα έως 33 ημέρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων τους, οι ασθενείς υποβλήθηκαν σε λεπτομερή έλεγχο των ματιών τους με μια εξέταση που λέγεται οπτική τομογραφία συνοχής (OCT). Η εξέταση έγινε δύο φορές, σε δύο διαφορετικά μηχανήματα, για να βεβαιωθούν οι ερευνητές για τα ευρήματά της.
«Η
οπτική τομογραφία συνοχής είναι μία προηγμένη εξέταση που επιτρέπει την υψηλής
ευκρίνειας, λεπτομερή ανάλυση του πρόσθιου και του οπίσθιου θαλάμου του
οφθαλμού, καθώς και του αμφιβληστροειδούς», εξηγεί ο χειρουργός-οφθαλμίατρος
Δρ. Αναστάσιος-Ι. Κανελλόπουλος, MD, ιδρυτής και επιστημονικός διευθυντής του
Ινστιτούτου Οφθαλμολογίας LaserVision,
καθηγητής Οφθαλμολογίας Πανεπιστημίου Νέας Υόρκης (NYU Medical School).
«Η εξέταση αυτή μας δίνει τη δυνατότητα να παρακολουθούμε τις υποκλινικές
(ασυμπτωματικές) αλλοιώσεις του χιτώνα σε ασθενείς που πάσχουν από συστηματικά
νοσήματα, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, η νόσος Πάρκινσον, η νόσος Αλτσχάιμερ,
ορισμένες ιογενείς λοιμώξεις κ.λπ. Μας επιτρέπει επίσης να παρακολουθούμε την
εξέλιξη των οφθαλμικών βλαβών, καθώς και να κάνουμε συμμετρική ανάλυση, με
ταυτόχρονη προβολή και σύγκριση των δύο οφθαλμών. Είναι μία εξέταση που δεν χρησιμοποιεί ακτινοβολία, επομένως μπορεί
να επαναλαμβάνεται όσο συχνά χρειάζεται. Ουσιαστικά είναι σαν να λαμβάνουμε
φωτογραφίες από το εσωτερικό του ματιού χρησιμοποιώντας μια εξελιγμένη
φωτογραφική μηχανή».
Η OCT
έδειξε ότι όλοι οι ασθενείς με κορωνοϊό είχαν βλάβες στο επίπεδο ορισμένων
στοιβάδων του αμφιβληστροειδούς (πιο συγκεκριμένα, στην έσω συναπτική στοιβάδα
και στην στοιβάδα των γαγγλιακών κυττάρων). Τέσσερις ασθενείς είχαν επίσης
μικροαιμορραγίες κατά μήκος του αγγειακού τόξου (arcade) του αμφιβληστροειδούς,
καθώς και χαρακτηριστικές βλάβες που υποδηλώνουν απόφραξη των προτριχοειδικών
αρτηριδίων (cotton wool spots, CWS).
Αντιθέτως,
δεν υπήρχαν ενδείξεις φλεγμονής μέσα στο μάτι, ενώ η οπτική οξύτητα και τα
αντανακλαστικά της κόρης των ματιών ήταν φυσιολογικά σε όλους τους ασθενείς.
Ο
αμφιβληστροειδής χιτώνας βρίσκεται στο οπίσθιο τμήμα του ματιού και διαθέτει τα
κύτταρα-υποδοχείς του φωτός (λέγονται ραβδία και κωνία). Το φως εστιάζεται πάνω
του, δεσμεύεται από τα ραβδία και τα κωνία και ύστερα το οπτικό ερέθισμα
μεταδίδεται, μέσω του οπτικού νεύρου, στον εγκέφαλο, όπου μετατρέπεται σε
εικόνα. Η φυσιολογική λειτουργία του αμφιβληστροειδούς είναι απαραίτητη για
καλή όραση.
«Οι
ανατομικές αλλοιώσεις που εντοπίστηκαν στη νέα μελέτη προφανώς έχουν κάποιες
λειτουργικές επιπτώσεις στην όραση, οι οποίες όμως δεν αναφέρονται από τους
ασθενείς ούτε γνωρίζουμε ακόμα ποιες θα μπορούσαν να είναι», σχολιάζει ο Δρ.
Κανελλόπουλος. «Είναι μια κατάσταση παρόμοια με εκείνη πολλών ασθενών με
COVID-19, οι οποίοι αισθάνονται υγιείς, έχουν ενδεχομένως μόνο λίγο ήπιο βήχα,
αλλά όταν κάνουν αξονική τομογραφία εντοπίζονται σημαντικές βλάβες στους
πνεύμονές τους».
Το πιο
σημαντικό εύρημα, συνεχίζει, είναι το γεγονός ότι εντοπίστηκαν αλλοιώσεις στην
έσω συναπτική και στην γαγγλιακή στοιβάδα του αμφιβληστροειδούς. «Τα γαγγλιακά
κύτταρα είναι ένα είδος νευρικών κυττάρων, που υπάρχουν και στο κεντρικό
νευρικό σύστημα (ΚΝΣ)», εξηγεί. «Η εμφάνιση βλαβών σε αυτά τα οφθαλμικά κύτταρα
μπορεί να σχετίζονται με τις εκδηλώσεις του κορωνοϊού στο ΚΝΣ οι οποίες έχουν
περιγραφεί σε τόσες άλλες μελέτες σε ανθρώπους και σε ζώα. Δεν αποκλείεται,
μάλιστα, όπως εκτιμούν και οι ερευνητές, να αποτελούν οι βλάβες στα οφθαλμικά
γαγγλιακά κύτταρα έναν βιολογικό δείκτη που θα προειδοποιεί για ανάλογες,
ασυμπτωματικές βλάβες στο ΚΝΣ και ειδικά στον εγκέφαλο. Ίσως λοιπόν τα ευρήματα
στην OCT να αποτελούν έναν απλό και γρήγορο τρόπο για να εντοπίζουμε στο εγγύς
μέλλον αν ένας ασθενής με COVID-19 έχει αρχίσει να παρουσιάζει εγκεφαλικές
αλλοιώσεις. Ωστόσο αυτό είναι κάτι που πρέπει να τεκμηριωθεί με επιστημονική
μελέτη για να εφαρμοστεί».
Οι
ερευνητές από τη Βραζιλία συνεχίζουν την παρακολούθηση των 12 ασθενών, για να
εξακριβώσουν αν οι οφθαλμικές βλάβες που εντόπισαν θα επιμείνουν, θα
υποχωρήσουν ή θα επιδεινωθούν με το πέρασμα του χρόνου, δήλωσε ο κύριος
ερευνητής της νέας μελέτης Dr Rubens Belfort Jr, καθηγητής Οφθαλμολογίας στο
Unifesp.