Ιδιαίτερα ενοχλητικά είναι τα δερματικά προβλήματα
που προκύπτουν εξαιτίας της πολύωρης χρήσης του εξοπλισμού ατομικής προστασίας
για την αποφυγή της μόλυνσης από τον κορωνοϊό.
Ενώ τα γάντια και οι μάσκες είναι απαραίτητα για την προστασία όλων και κυρίως των εργαζομένων στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης, η πολύ συχνή χρήση τους μπορεί να οδηγήσει σε δερματοπάθειες.
Ωστόσο, η αποφυγή τους, όταν είναι απαραίτητα, ή η χρήση εξοπλισμού που έχει ξαναχρησιμοποιηθεί αυξάνει τον κίνδυνο εξάπλωσης της μόλυνσης.
Ενώ τα γάντια και οι μάσκες είναι απαραίτητα για την προστασία όλων και κυρίως των εργαζομένων στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης, η πολύ συχνή χρήση τους μπορεί να οδηγήσει σε δερματοπάθειες.
Ωστόσο, η αποφυγή τους, όταν είναι απαραίτητα, ή η χρήση εξοπλισμού που έχει ξαναχρησιμοποιηθεί αυξάνει τον κίνδυνο εξάπλωσης της μόλυνσης.
«Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί σημαντική
αύξηση των δερματικών παθήσεων στα χέρια των εργαζομένων στον τομέα της υγείας,
λόγω της αυξημένης χρήσης γαντιών, απολυμαντικών και διαφόρων χημικών ουσιών σε
μια προσπάθεια καλύτερης υγιεινής των χεριών.
Στις μέρες μας το φαινόμενο έχει ξεφύγει από τα στενά κλινικά περιβάλλοντα και λόγω της πρωτοφανούς κατάστασης που ζούμε, η πολύωρη χρήση τους έχει επεκταθεί και στον απλό πολίτη που προσπαθεί να προστατευτεί από τον νέο κορωνοϊό και να προστατεύσει τον συνάνθρωπό του.
Στις μέρες μας το φαινόμενο έχει ξεφύγει από τα στενά κλινικά περιβάλλοντα και λόγω της πρωτοφανούς κατάστασης που ζούμε, η πολύωρη χρήση τους έχει επεκταθεί και στον απλό πολίτη που προσπαθεί να προστατευτεί από τον νέο κορωνοϊό και να προστατεύσει τον συνάνθρωπό του.
Μια μελέτη που είχε γίνει όταν έκανε την εμφάνισή
του το Σοβαρό Οξύ Αναπνευστικό Σύνδρομο (SARS) μερικά χρόνια πριν, επιβεβαιώνει
τις επιβλαβείς συνέπειες του προστατευτικού εξοπλισμού στο δέρμα. Αυτή η πρώτη
σοβαρή και εύκολα μεταδιδόμενη ασθένεια του 21ου αιώνα υποχρέωσε και τότε τους
εργαζόμενους στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης στις πληγείσες χώρες στην
τακτική χρήση εξοπλισμού ατομικής προστασίας, όπως μάσκες N95, γάντια και
στολές. Οι ερευνητές εξέτασαν τον επιπολασμό των ανεπιθύμητων δερματικών αντιδράσεων
εξαιτίας τους σε εργαζόμενους στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης στη
Σιγκαπούρη κατά τη διάρκεια της επιδημίας του SARS μέσω ερωτηματολογίων. Από
τους συμμετέχοντες το 59,6% που χρησιμοποίησε τακτικά μάσκες ανέφερε ακμή, το
51,4% κνησμό στο πρόσωπο και το 35,8%
εξανθήματα από τη μάσκα N95. Το 73,4% αυτών που χρησιμοποίησαν γάντια ανέφεραν
ξηροδερμία, το 56,3% κνησμό και το 37,5% εξανθήματα.
Ειδικότερα, όσοι είχαν δερματικές αντιδράσεις στο
πρόσωπο φορούσαν μάσκες N95, για 8 ώρες την ημέρα κατά μέσο όρο και για μια
μέση περίοδο 8,4 μηνών. Διαπιστώθηκε δε ότι το προσωπικό που ανέφερε ανάπτυξη
ακμής ήταν νεότερο (μέσος όρος 29,5 ετών). Όσοι ανέφεραν βλάβες στο δέρμα των
χεριών χρησιμοποιούν γάντια από λάτεξ για μια μέση διάρκεια 6,2 ωρών και μέση περίοδο
9,4 μηνών. Και σε αυτήν την περίπτωση, το προσωπικό που ανέφερε ξηροδερμία και
κνησμό ήταν νεότερο (μέσος όρος 28,7 ετών).
Ανεπιθύμητες δερματικές αντιδράσεις εξαιτίας της
χρήσης στολής ανέφερε μόνο το 1,6% των ερωτηθέντων - μεταξύ αυτών ο κνησμός και
το εξάνθημα στον καρπό. Οι ενδυμασίες που χρησιμοποιήθηκαν ήταν μιας χρήσης και
φοριούνταν για 6,2 ώρες το 24ωρο επί 8,8 μήνες κατά μέσο όρο.
Εκτός από τους επαγγελματίες υγείας, στην παρούσα
πανδημία οι απλοί πολίτες ενθαρρύνονται να φορούν μάσκες για να μειώσουν την
πιθανότητα μόλυνσης από τον νέο κορωνοϊό SARS–CoV-2. Έτσι οι εργαζόμενοι που
υποχρεούνται να φορούν κατά τη διάρκεια του συνόλου του ωραρίου τους μάσκες και
γάντια, αντιμετωπίζουν τον ίδιο κίνδυνο. Ήδη στην Ταϊβάν έχει παρατηρηθεί ένα
άλμα στον αριθμό των δερματικών λοιμώξεων στο πρόσωπο της τάξεως του 20-30% από
την έναρξη της πανδημίας στους ανθρώπους που φορούν απλές χειρουργικές μάσκες.
Σύμφωνα με τον Δρ. Στάμου, η θερμότητα και η
υγρασία που συσσωρεύονται κάτω από αυτές στις περιοχές του προσώπου που
καλύπτονται από τη μάσκα, προδιαθέτει στην αναζωπύρωση της ακμής. Άλλος ένας
λόγος είναι η πιθανή απόφραξη των τριχοειδών πόρων λόγω της τοπικής πίεσης στο
δέρμα από τη στενή μάσκα. Ο κνησμός και τα εξανθήματα μπορεί να είναι
αποτέλεσμα της επαφής του δέρματος με τα συστατικά της μάσκας και των μέσων
συγκράτησής της. Γι’ αυτό είναι καλό όσοι υποχρεωτικά κάνουν παρατεταμένη
χρήση, να τις αφαιρούν κάθε μία έως δύο ώρες για πέντε έως δέκα λεπτά, ώστε να
μειώσουν τον ερεθισμό. Επίσης, μπορούν να τοποθετούν γάζα κάτω από τις
χειρουργικές μάσκες για να αποφευχθεί ο ερεθισμός του δέρματος.
Όσον αφορά στα γάντια, αιτία των δερματικών
προβλημάτων είναι τα χημικά που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή, τα οποία
μπορούν να οδηγήσουν σε αλλεργική δερματίτιδα εξ επαφής, που εμφανίζεται με
κνησμό, ερύθημα, εκζεματικές αλλοιώσεις ακόμα και πονοκέφαλο. Επίσης, η χρήση
τους προκαλεί υπερβολική εφίδρωση στα χέρια, αντίδραση που έχει το ίδιο
αποτέλεσμα με την παρατεταμένη έκθεση του δέρματος στο νερό, δηλαδή παράγει
λιγότερους φυσικούς παράγοντες ενυδάτωσης, επηρεάζοντας έτσι τη λειτουργία του
φραγμού. Βεβαίως, η αυξημένη συχνότητα έκθεσης σε νερό και σαπούνι, αλλά και σε
αντισηπτικά έχουν συχνά ως αποτέλεσμα την εμφάνιση ερεθιστικής δερματίτιδας εξ
επαφής. «Όσοι έχουν αλλεργία στα γάντια από λάτεξ θα μπορούσαν να φορούν κάτω
από αυτά ένα δεύτερο ζευγάρι από βαμβάκι, προκειμένου να αποφεύγεται η άμεση
επαφή του λάτεξ με το δέρμα, εναλλακτικά μπορεί να γίνει χρήση γαντιών βινυλίου
ή νιτριλίου. Ακόμα και όταν δεν υπάρχει αλλεργία, είναι υποχρεωτική η επαρκής
ενυδάτωση του δέρματος μετά από τη χρήση τους», συμβουλεύει ο Δρ. Στάμου.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η απειλή του νέου
κορωνοϊού έχει επηρεάσει τις συμπεριφορές και τις συνήθειές μας. Είναι
απαραίτητο, όμως, να θυμόμαστε ότι η πολύωρη χρήση εξοπλισμού ατομικής
προστασίας σχετίζεται με υψηλά ποσοστά ανεπιθύμητων δερματικών αντιδράσεων -
κυρίως δερματίτιδα εξ επαφής και ακμή. Η δερματίτιδα εκτός από τον πόνο και την
ενόχληση που προκαλεί, μπορεί να θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια τόσο των ιδίων
των χρηστών όσο και των ανθρώπων που φροντίζουν. Η έγκαιρη διάγνωση και η
παροχή ιατρικών συμβουλών μπορεί να βοηθήσει στην επούλωση και στη μείωση του
κινδύνου μόλυνσης», καταλήγει ο Δρ. Χρήστος Στάμου.