Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί ο κορωνοϊός στους
ασθενείς με φλεγμονώδη νόσο του εντέρου, οι οποίοι λαμβάνουν ανοσοκατασταλτικά
φάρμακα. Άρθρο που δημοσιεύθηκε σε περιοδικό της Αμερικανικής
Γαστρεντερολογικής Εταιρείας προειδοποιεί τους ασθενείς αυτούς να συνεχίσουν να
λαμβάνουν κανονικά την αγωγή τους, διότι ο κίνδυνος επιδείνωσης της ασθένειας
είναι πολύ μεγαλύτερος από την πιθανότητα προσβολής από τον ιό. Αυτοί οι
ασθενείς θα πρέπει επίσης να ακολουθούν τις οδηγίες για τις ομάδες κινδύνου.
«Παρότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων ο ιός
προκαλεί ήπια συμπτώματα, η νόσος COVID-19 ανησυχεί έντονα τους ασθενείς με
χρόνια προβλήματα υγείας, μεταξύ των οποίων και εκείνους με φλεγμονώδη νόσο του
εντέρου που λαμβάνουν ανοσοκατασταλτικούς παράγοντες.
Πέραν από το ότι ανήκουν
στις ευπαθείς ομάδες και γι’ αυτό θα πρέπει να είναι διπλά προσεκτικοί, προς το
παρόν δεν υπάρχουν συγκεκριμένες συστάσεις γι’ αυτούς», σημειώνει ο Δρ.
Αναστάσιος Ξιάρχος, ιδρυτικό μέλος και πρώτος Πρόεδρος της Ελληνικής
Επιστημονικής Εταιρείας Ορθοπρωκτικής Χειρουργικής, Ερευνητής & Διδάσκων
στο εργαστήριο Βιοπληροφορικής & ανθρώπινης ηλεκτροφυσιολογίας στο Ιόνιο
Πανεπιστήμιο (www.axiarchos.gr).
«Παλαιότερη έρευνα σε ασθενείς με φλεγμονώδη
νόσο του εντέρου διαπίστωσε ότι οι ιογενείς λοιμώξεις είναι πιο πιθανές στους
ασθενείς σε θεραπεία με ανοσορυθμιστές από εκείνους με βιολογικούς παράγοντες,
αλλά δεν είναι σαφές εάν αυτό ισχύει για τον SARS-CoV-2. Δεν υπάρχουν προς το παρόν έρευνες για τις
επιπτώσεις των ανοσοκατασταλτικών παραγόντων, αν και μία από τις μεγαλύτερες
μελέτες στην Κίνα σημείωσε ότι 2 ασθενείς με ανοσοανεπάρκεια (χωρίς να
διευκρινίζεται η ασθένειά τους) δεν είχαν σοβαρά συμπτώματα».
Οι κλινικοί γιατροί που δημοσίευσαν το άρθρο τους
στο περιοδικό Clinical Gastroenterology
and Hepatology τονίζουν ότι δεν πρέπει
οι συνάδελφοί τους να συμβουλεύουν τους ασθενείς με φλεγμονώδη νόσο του εντέρου
(ή άλλους σε ανοσοκαταστολή) για την τροποποίηση ή διακοπή των φαρμάκων που
λαμβάνουν, καθώς ο κίνδυνος έξαρσης της ασθένειάς τους υπερτερεί κατά πολύ της
πιθανότητας προσβολής από τον SARS-CoV-2.
«Η φλεγμονώδης νόσος του εντέρου περιλαμβάνει τη
νόσο του Crohn και την ελκώδη κολίτιδα, και οι δύο χρόνιες διαταραχές της
γαστρεντερικής οδού, που χαρακτηρίζονται από υποτροπιάζουσα και
επαναλαμβανόμενη πορεία. Οι νόσοι αυτοί συνδέονται με υψηλό κόστος υγειονομικής
περίθαλψης και μπορεί να οδηγήσουν σε σημαντική έκπτωση της ποιότητας ζωής. Σε
αντίθεση με την ελκώδη κολίτιδα, η οποία περιορίζεται στο βλεννογόνο, η νόσος
του Crohn προκαλεί συνήθως φλεγμονή και βαθιές εξελκώσεις του βλεννογόνου και
μπορεί να οδηγήσει σε πολύ σοβαρές επιπλοκές», διευκρινίζει ο Δρ. Ξιάρχος,
Δ/ντης Χειρουργικής Κλινικής Ομίλου Ιατρικό, Ιατρικό Περιστερίου, και μας
εξηγεί περαιτέρω. «Οι στόχοι της θεραπείας περιλαμβάνουν την πρόκληση και
διατήρηση της ύφεσης των συμπτωμάτων και την αποφυγή επιπλοκών. Η υποχώρηση των
συμπτωμάτων έχει παραδοσιακά οριστεί ως επίτευξη κλινικής ύφεσης, αλλά μια πιο
πρόσφατη τάση είναι η επίτευξη της επούλωσης του βλεννογόνου ή η βαθιά ύφεση.
Αν και η υποκείμενη αιτιολογία αυτών των ασθενειών παραμένει ελάχιστα
κατανοητή, πιστεύεται ότι η νόσος του Crohn και η ελκώδης κολίτιδα οδηγούνται
από μια ακατάλληλη ανοσολογική φλεγμονώδη απόκριση σε μικροοργανισμούς του
εντέρου. Ο ρόλος της ανοσίας αντικατοπτρίζεται στην εστίαση στα
ανοσοκατασταλτικά φάρμακα για την πρόκληση και τη διατήρηση της ύφεσης».
Αυτή η ύφεση επιτυγχάνεται μέσω της αλλαγής του
τρόπου ζωής, της ιατρικής διαχείρισης της νόσου και της χειρουργικής επέμβασης
όταν είναι απαραίτητο. Περίπου το 20% των ασθενών με ελκώδη κολίτιδα θα
χρειαστεί εγχείρηση, ενώ έως και το 80% των ασθενών με νόσο του Crohn θα
υποβληθεί σε μία επέμβαση κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Η απόφαση είναι
σημαντική και πρέπει να ληφθεί μετά από προσεκτική αξιολόγηση όλων των κλινικών
μεταβλητών σε κάθε μεμονωμένο ασθενή τη στιγμή της διάγνωσης της νόσου.
Αναμφισβήτητα, πολλοί άνθρωποι υποφέρουν άσκοπα επειδή προσπαθούν να αποφύγουν
τη χειρουργική επέμβαση. Η καθυστέρηση δεν θέτει μόνο τον ασθενή σε περιττές
περιόδους με έντονο πόνο και ταλαιπωρία, αλλά μπορεί επίσης να αυξήσει τους
κινδύνους επιπλοκών και τελικά να οδηγήσει σε χειρότερη έκβαση.
«Αν και οι περισσότερες καταστάσεις έκτακτης
ανάγκης που σχετίζονται με τη φλεγμονώδη νόσο του εντέρου μπορούν να
αντιμετωπιστούν με μη επεμβατικό τρόπο, δίνοντας προτεραιότητα στην
αιμοδυναμική κατάσταση του ασθενούς, σε επιλεγμένες περιπτώσεις ασθενών με
επικίνδυνες για τη ζωή επιπλοκές, η υποβολή σε χειρουργική θεραπεία είναι
υποχρεωτική, ακόμα και στις μέρες μας, όπου πραγματοποιούνται μόνο επείγουσες
επεμβάσεις, λόγω της πανδημίας και της προσπάθειας διαφύλαξης των αποθεμάτων
αίματος, δεδομένης της μείωσης των αριθμών των εθελοντών αιμοδοτών. Εάν η
επέμβαση είναι επιβεβλημένη, η ελάχιστα επεμβατική χειρουργική, η οποία έχει
αντικαταστήσει χρόνια τώρα την ανοικτή προσέγγιση σε πολλά εξειδικευμένα κέντρα
παγκοσμίως, έχει αποδείξει την υπεροχή της.
Επί του παρόντος, οι συγκεκριμένοι ασθενείς που
λαμβάνουν ανοσοκατασταλτικά φάρμακα θα πρέπει να ακολουθήσουν τις οδηγίες των
ειδικών για τους πληθυσμούς που κινδυνεύουν περισσότερο. Πρόκειται για ένα
άγνωστο προς το παρόν αλλά ταυτόχρονα ταχέως εξελισσόμενο πεδίο, με νέες
πληροφορίες να βλέπουν το φως της δημοσιότητας σε καθημερινή βάση. Δεδομένης
της επικινδυνότητας του νέου κορωνοϊού είναι, λοιπόν, σημαντική η συνεχής
ενημέρωση, μέσω παρακολούθησης των σχετικών ιατρικών άρθρων και επικοινωνίας με
τον θεράποντα ιατρό, προκειμένου οι ασθενείς να ακολουθήσουν τις πιο ακριβείς
συμβουλές», καταλήγει ο Δρ. Αναστάσιος Ξιάρχος.