Φωτογραφία: tsukiko-kiyomidzu / pixabay.com |
Η πίεση να νιώθουμε χαρούμενοι,
μπορεί να μας ωθήσει να αισθανόμαστε καταθλιπτικά, ενώ αντιθέτως, ο
ενστερνισμός των άσχημων συναισθημάτων μας μπορεί να μάς κάνει να αισθανόμαστε
καλύτερα μακροπρόθεσμα.
Βρήκαμε ότι οι άνθρωποι που συνήθως αποδέχονται τα
αρνητικά συναισθήματα, βιώνουν ακόμα λιγότερα, γεγονός που υποδηλώνει
καλύτερη ψυχική υγεία, δηλώνει η Άιρις Μάους, επικεφαλής συγγραφέας της
μελέτης και αναπληρώτρια καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϋ.
Οι ερευνητές διερευνούν το λόγο που η αποδοχή των
δυσάρεστων συναισθημάτων μπορεί να οδηγήσει στην απάλυνσή τους.
Όταν δείχνουμε μια πιο ανεκτική στάση απέναντι στα
αρνητικά συναισθήματα, μας βοηθά στην αποφυγή της έντονης εστίασης σε αυτά, αναφέρει η Δρ. Μάους. Επίσης, η
συνεχής επίκριση των συναισθημάτων είναι πιθανό να οδηγεί στη συσσώρευση της
αρνητικότητας.
Η έρευνα η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Journal
of Personality and Social Psychology εξέτασε την σύνδεση μεταξύ της
συναισθηματικής αποδοχής και της ψυχολογικής υγείας, σε περισσότερους από 1.300
ενήλικες που ζουν στην περιοχή του Σαν Φρανσίσκο και τη μητροπολιτική περιοχή
του Ντένβερ.
Tα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι οι άνθρωποι
οι οποίοι συνήθως αντιστέκονται στην αποδοχή των πιο απειλητικών συναισθημάτων
τους ή τα κρίνουν σκληρά, καταλήγουν να νιώθουν μεγαλύτερη ψυχολογική πίεση.
Αντιθέτως, οι συμμετέχοντες που γενικά επέτρεπαν σε
τέτοια δύσκολα συναισθήματα, όπως η θλίψη, η απογοήτευση και η δυσαρέσκεια, να
κάνουν τον κύκλο τους, ανέφεραν λιγότερα συμπτώματα διαταραχής διάθεσης, σε
σχέση με αυτούς που είχαν την τάση να τα επικρίνουν ή να τα απορρίπτουν, ακόμα
και μετά από 6 μήνες.
Φαίνεται ότι ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζουμε τις
αρνητικές συναισθηματικές μας αντιδράσεις, είναι ιδιαίτερα σημαντικός για τη
συνολική μας ευημερία, δηλώνουν οι ερευνητές. Οι άνθρωποι που αποδέχονται αυτά τα συναισθήματα
χωρίς να τα επικρίνουν ή να προσπαθούν να τα αλλάξουν, είναι σε θέση να
διαχειριστούν το άγχος τους με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα.
Οι ερευνητές διεξήγαγαν τρεις ξεχωριστές έρευνες στις
οποίες συμμετείχαν ποικίλες ομάδες, τόσο μέσα σε περιβάλλον εργαστηρίου όσο και
διαδικτυακά και που εξέτασαν παράγοντες όπως η ηλικία, το φύλο, η κοινωνικοοικονομική κατάσταση
και άλλες δημογραφικές μεταβλητές.
Είναι ευκολότερο να υιοθετούμε μια στάση αποδοχής,
όταν ζούμε μια άνετη ζωή και γι’ αυτό αποκλείστηκαν παράγοντες όπως η
κοινωνικοοικονομική κατάσταση και σημαντικοί στρεσογόνοι παράγοντες, οι οποίοι
θα μπορούσαν να προκαταβάλουν τα αποτελέσματα, αναφέρουν οι ερευνητές.
Στην πρώτη μελέτη, περισσότεροι από 1.000
συμμετέχοντες συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια, βαθμολογώντας πόσο έντονα συμφωνούν
με προτάσεις σαν τις ακόλουθες: Λέω στον εαυτό μου πως δεν θα έπρεπε να
νιώθω έτσι. Εκείνοι που κατά κανόνα δεν αισθάνονταν άσχημα για την αρνητική
τους διάθεση, εμφάνισαν υψηλότερα επίπεδα ευεξίας συγκριτικά με τους συμμετέχοντες που επέδειξαν
μικρότερη ανεκτικότητα σε τέτοιες δηλώσεις.
Στη συνέχεια και εντός εργαστηριακού πλαισίου,
περισσότεροι από 150 συμμετέχοντες έδωσαν μία τρίλεπτη βιντεοσκοπημένη ομιλία
σε μία επιτροπή κριτών, ως μέρος μιας εικονικής αίτησης για εργασία, προωθώντας
τις επικοινωνιακές τους δεξιότητες και άλλα σχετικά προσόντα τους. Οι
συμμετέχοντες είχαν στη διάθεσή τους δύο λεπτά προετοιμασίας.
Μετά την ολοκλήρωση της ομιλίας, οι συμμετέχοντες
αξιολόγησαν τα συναισθήματα που βίωσαν. Όπως ήταν αναμενόμενο, η ομάδα η οποία
συνήθως απέφευγε τα αρνητικά συναισθήματα, ανέφερε μεγαλύτερη δυσφορία από την
ομάδα που επιδείκνυε μεγαλύτερη αποδοχή απέναντί τους.
Στη τελευταία μελέτη, συμμετείχαν περισσότερα από 200
άτομα τα οποία κατέγραψαν τις πιο επίπονες εμπειρίες που είχαν βιώσει σε μία
χρονική περίοδο δύο εβδομάδων. Κατά τη διάρκεια της αξιολόγησης της ψυχικής
υγείας τους, έξι μήνες αργότερα, εκείνοι που είχαν καταγράψει ότι συνήθως
απέφευγαν τα αρνητικά συναισθήματά τους, ανέφεραν περισσότερα συμπτώματα
διαταραχής διάθεσης σε σύγκριση με τους συμμετέχοντες οι οποίοι δεν είχαν
επιδείξει παρόμοια επίκριση.
Οι ερευνητές σχεδιάζουν επίσης να διερευνήσουν
παράγοντες όπως η πολιτισμική καταβολή και η ανατροφή, για να κατανοήσουν
καλύτερα τους λόγους για τους οποίους κάποιοι άνθρωποι είναι περισσότερο
ανεκτικοί στα συναισθηματικά σκαμπανεβάσματά τους, συγκριτικά με άλλους.
Θέλουμε να λάβουμε πληροφορίες από τους γονείς σχετικά
με τις στάσεις τους απέναντι στα συναισθήματα των παιδιών τους, πιστεύοντας ότι
θα μας βοηθήσει να προβλέψουμε πώς αισθάνονται τα ίδια τα παιδιά για τα
συναισθήματά τους και πώς αυτό μπορεί να επηρεάσει την ψυχική τους υγεία, καταλήγουν οι ερευνητές ψυχολόγοι.
Το άρθρο αναδημοσιεύεται από το PsychologyNow.gr