Έως και το 25% των ανδρών που λαμβάνουν θεραπεία
υποκατάστασης τεστοστερόνης δεν έχουν εξετάσει τα επίπεδα της ορμόνης τους πριν
από την έναρξη της θεραπείας! Υψηλό είναι και το ποσοστό εκείνων που παίρνουν
την ορμόνη χωρίς να υπάρχουν σαφείς ενδείξεις που θα επέβαλαν τη χορήγησή της.
Στα συμπεράσματα αυτά έχουν καταλήξει μελέτες, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν με
αφορμή την αυξητική τάση χρήσης της συγκεκριμένης θεραπείας τα τελευταία χρόνια
από μεσήλικες άνδρες.
«Η τεστοστερόνη στους άνδρες έχει αναβολική δράση,
βοηθά δηλαδή στην αύξηση της μυϊκής μάζας και της αντοχής, την αύξηση της
οστικής πυκνότητας και της ωρίμανσης των οστών και την παραγωγή αίματος, μεταξύ
άλλων. Με την πρόοδο, ωστόσο, της ηλικίας ένα ποσοστό ανδρών παρουσιάζει
υπογοναδισμό», μας εξηγεί ο Χειρουργός Ουρολόγος Δρ. Μάρκος
Καραβιτάκης, MD, MSc, DIC (Imperial College), PhD, FEBU, Αs. Member European Association of Urology Guidelines Office. «Πρόκειται για ένα κλινικό σύνδρομο που
προκαλείται από ανεπάρκεια ανδρογόνων, η οποία μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τη
λειτουργία πολλών οργάνων αλλά και την ποιότητα ζωής των ανδρών. Η ανεπάρκεια
των ανδρογόνων αυξάνεται ελαφρώς με την ηλικία ακόμα και σε υγιείς άνδρες. Ο
υπογοναδισμός εμφανίζεται συχνότερα στους ηλικιωμένους (όψιμος), σε άνδρες με
παχυσαρκία, με άλλες παθολογίες ή/και με κακή κατάσταση υγείας. Στον όψιμο
υπογοναδισμό οι μειώσεις των συγκεντρώσεων τεστοστερόνης ποικίλλουν μεταξύ των
ατόμων».
Η διάγνωση απαιτεί την παρουσία χαρακτηριστικών
ενδείξεων και συμπτωμάτων, σε συνδυασμό με μειωμένη συγκέντρωση τεστοστερόνης
στον ορό. Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να είναι σεξουαλικά και μη σεξουαλικά. Τα
πρώτα περιλαμβάνουν τη στυτική δυσλειτουργία, τη μειωμένη συχνότητα των πρωινών
στύσεων και τη χαμηλή λίμπιντο, δυσκολία στην επίτευξη οργασμού και μειωμένη
ένταση οργασμού.
Η ορθή εκτίμηση της κατάστασης είναι μια απαιτητική
διαδικασία, καθώς ο ιατρός πρέπει να διακρίνει εάν υφίσταται κάποια μορφή
συγγενούς υπογοναδισμού ή κάποια αναστρέψιμη. Οι αναστρέψιμες μορφές
συναντώνται συχνότερα με συνύπαρξη μεταβολικών διαταραχών, όπως
παχυσαρκία/σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 ή/και ψυχολογικών προβλημάτων, όπως η
κατάθλιψη και το άγχος.
Η φυσική εξέταση των ασθενών με υποψία
υπογοναδισμού πρέπει να περιλαμβάνει αξιολόγηση ορισμένων χαρακτηριστικών
ενδείξεων, όπως για παράδειγμα η ποσότητα και η κατανομή των τριχών του
σώματος, της παρουσίας μελανίζουσας ακάνθωσης (η οποία σχετίζεται με την
αντίσταση στην ινσουλίνη), της παρουσίας και τον βαθμό γυναικομαστίας, κ.ά.
Επίσης, στους ηλικιωμένους ασθενείς εξετάζεται ο προστάτης για το μέγεθος, τη
συνοχή, τη συμμετρία και την παρουσία οζιδίων ή σκλήρυνσης. Πρέπει να μετράται
το βάρος, το ύψος, ο δείκτης μάζας σώματος, η περιφέρεια της μέσης, καθώς και
συμπτώματα ενδεικτικά της ανεπάρκειας τεστοστερόνης, όπως είναι η απώλεια
ύψους, ο μειωμένος όγκος και η δύναμη των μυών και το αυξημένο σωματικό λίπος.
Σε ασθενείς που διατρέχουν κίνδυνο ή υπάρχει υποψία
υπογοναδισμού, συνιστάται η διεξαγωγή και εργαστηριακών εξετάσεων της ολικής
και ελεύθερης τεστοστερόνης για τη βεβαίωση της διάγνωσης του υπογοναδισμού.
Με βάση τις πρόσφατες οδηγίες από τις μεγαλύτερες
και εγκυρότερες επιστημονικές εταιρείες, τα 250-350 ng/dL
είναι η οριακή τιμή για τον καθορισμό χαμηλής ολικής τεστοστερόνης. Η άμεση
μέτρηση της ελεύθερης τεστοστερόνης, δεν είναι αξιόπιστη λόγω του υψηλού
συντελεστή μεταβλητότητάς της και γι’ αυτό οι πρόσφατες κατευθυντήριες γραμμές
δεν τη συνιστούν ως κύρια διαγνωστική μέθοδο. Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες
περιπτώσεις που πρέπει να αναλυθεί. Για την ακρίβεια των αποτελεσμάτων, η
εξέταση της ολικής τεστοστερόνης πρέπει να γίνεται εντός 3 ωρών μετά την πρωινή
αφύπνιση και να επαναληφθεί 1-2 φορές.
«Η παρουσία μόνο χαμηλών επιπέδων ολικής
τεστοστερόνης δεν καθορίζει τον όψιμο υπογοναδισμό ούτε αποτελεί λόγο για
υποβολή του ασθενή σε θεραπεία υποκατάστασης. Ανεδαφική είναι και η μέτρηση των
επιπέδων της ορμόνης σε άνδρες χωρίς την παρουσία συμπτωμάτων ή/και παθολογικών
καταστάσεων που σχετίζονται με τα χαμηλά της επίπεδα», τονίζει ο Δρ. Καραβιτάκης.
Πριν από την έναρξη της θεραπείας, όλοι οι ασθενείς
θα πρέπει να υποβάλλονται σε βασική μέτρηση της αιμοσφαιρίνης και του
αιματοκρίτη. Εάν ο αιματοκρίτης υπερβεί το 50%, οι κλινικοί γιατροί θα πρέπει
να εξετάσουν το ενδεχόμενο μη συνταγογράφησης της θεραπείας υποκατάστασης μέχρι
να δοθεί ικανοποιητική αιτιολογία. Όπως διευκρινίζει ο Δρ. Καραβιτάκης, η
τεστοστερόνη διεγείρει την ερυθροποίηση. Μάλιστα, η αύξηση της αιμοσφαιρίνης
και του αιματοκρίτη είναι η συχνότερη ανεπιθύμητη ενέργεια που σχετίζεται με τη
θεραπεία υποκατάστασης τεστοστερόνης, κατά τη διάρκεια της οποίας, τα επίπεδά
τους γενικά αυξάνονται για τους πρώτους έξι μήνες, και στη συνέχεια τείνουν να
σταθεροποιηθούν.
Επίσης, θα πρέπει να μετράται το PSA, για να αποκλειστεί η διάγνωση καρκίνου του
προστάτη. Η έκκριση του PSA
εξαρτάται από τα ανδρογόνα και η αύξηση των επιπέδων του σε ασθενείς υπό
θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης εξαρτάται κυρίως από τα αρχικά επίπεδα της
ολικής τεστοστερόνης. Αυξανόμενα δε αποδεικτικά στοιχεία υποστηρίζουν την άποψη
ότι η μειωμένη συγκέντρωση τεστοστερόνης ορού, που σχετίζεται με διαφορετικές
μεταβολικές διαταραχές, συμπεριλαμβανομένης της παχυσαρκίας και του μεταβολικού
συνδρόμου, μπορεί να διαμορφώσει την επιθετικότητα του καρκίνου του προστάτη.
Τέλος, όπως επισημαίνει ο Δρ. Μάρκος Καραβιτάκης,
«ένα άλλο θέμα που χρήζει προσοχής είναι οι επιπτώσεις της θεραπείας υποκατάστασης
σε άτομα με καρδιαγγειακή νόσο, καθώς στα άτομα με σοβαρή καρδιακή ανεπάρκεια
και αύξηση αιματοκρίτη θα πρέπει να διακόπτεται. Έχει, ωστόσο, φανεί ότι μπορεί
να είναι αποτελεσματική σε άνδρες με υπογοναδισμό για τη μείωση της αναιμίας
και της καρδιαγγειακής νόσου που σχετίζεται με αυτήν».