Κάθε άτομο, όταν πονάει, περιγράφει διαφορετικά το
πώς αισθάνεται. Στην περίπτωση, δε, του χρόνιου πόνου, πολλές φορές οι άνθρωποι
υποφέρουν, αλλά με δυσκολία γίνονται πιστευτοί από το περιβάλλον τους. Όμως ο
πόνος υπάρχει, είναι εκεί και τους ταλαιπωρεί.
«Ως χρόνιος χαρακτηρίζεται ο πόνος, ο οποίος
επιμένει για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών. Άλλοι ερευνητές
χαρακτηρίζουν τον πόνο ως χρόνιο, όταν δεν ανταποκρίνεται στα συνήθη
θεραπευτικά σχήματα», μας λέει η Δρ. Νικολέτα Κοΐνη, Ιατρός Λειτουργικής,
Προληπτικής και Αναγεννητικής Ιατρικής (http://functionalmedsystem.com).
«Ο χρόνιος πόνος σταδιακά ενσωματώνεται στην
καθημερινότητα των πασχόντων και παύει να αποτελεί ένδειξη δυσλειτουργίας. Η
παρουσία του χρόνιου πόνου επηρεάζει την καθημερινότητα των πασχόντων και έχει
σαφέστατο αντίκτυπο στην ψυχολογία και στις κοινωνικές ασχολίες τους. Είναι
σημαντικό να αποσαφηνιστεί πως ο χρόνιος πόνος δεν αποτελεί μόνο σύμπτωμα της
εξέλιξης μιας νόσου, αλλά αποτελεί ο ίδιος εξέλιξη μιας νόσου».
Ο χρόνιος πόνος δεν εξυπηρετεί κάποια προστατευτική
βιολογική λειτουργία, σύμφωνα με τους ειδικούς. Συνιστά μια κατάσταση, στην
οποία συμβάλλει μια σειρά ψυχολογικών, περιβαλλοντικών και άλλων παραγόντων,
όπως τα ατομικά χαρακτηριστικά. Οι παράγοντες αυτοί διαμορφώνουν την αντίδραση
του ατόμου στο επώδυνο ερέθισμα. Κατά παρόμοιο τρόπο οι περιοχές του εγκεφάλου,
που σχετίζονται με την αντίληψη και με την επεξεργασία του επώδυνου
ερεθίσματος, φαίνεται να λειτουργούν σε συνέργεια και όχι μεμονωμένα.
Ο ρόλος των γονιδίων
Επιστημονικές έρευνες έχουν συσχετίσει μια σειρά
γονιδίων με την ευαισθησία στον πόνο. Μάλιστα τα ίδια γονίδια ενδέχεται να
επιδρούν και στα διάφορα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας ενός ατόμου, που το
καθιστούν ευάλωτο στον πόνο. Άλλες καταστάσεις όπως η κατάθλιψη, ή το αυξημένο
άγχος έχουν, επίσης, συσχετιστεί με γενετικούς πολυμορφισμούς σε γονίδια του
μονοπατιού της σεροτονίνης και κατ’ αυτόν τον τρόπο με το ρίσκο ανάπτυξης
χρόνιου άλγους.
Η κυρία Κοΐνη εξηγεί: «Τα γονιδιακά αυτά μονοπάτια
σχετίζονται με «ενδοφαινότυπους» ή ενδιάμεσους φαινότυπους, παρόντες σε ασθενείς
με χρόνιο άλγος. Οι φαινότυποι αυτοί περιλαμβάνουν διαταραχές του ύπνου,
δυσαυτονομία, αλλοιωμένη επεξεργασία και διαχείριση του πόνου και αίσθημα
άγχους. Επιπλέον, χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του κάθε ατόμου, όπως η
σωματική συνειδητοποίηση, το άγχος και η κατάθλιψη, σχετίζονται με τη γενετική
ποικιλομορφία στο μονοπάτι της σεροτονίνης και κατ’ αυτόν τον τρόπο συνδέονται
με τον κίνδυνο εμφάνισης χρόνιου πόνου».
Ο χρόνιος πόνος έχει συσχετιστεί με προβλήματα στην
ικανότητα συγκέντρωσης, διαταραχές του ύπνου, κόπωση, έντονες συναισθηματικές
διακυμάνσεις αύξηση της αρτηριακής πίεσης και ευερεθιστότητα. Τα χαρακτηριστικά
αυτά πολλές φορές ελαττώνουν την αυτοεκτίμηση του ατόμου. Έρευνα σε Ευρωπαίους
ασθενείς με χρόνιο άλγος, αναφέρει πως άνω του 40% των συμμετεχόντων αισθάνεται
μη ικανό να σκεφτεί καθαρά και να λειτουργήσει φυσιολογικά εξαιτίας του πόνου
που βιώνει. Το 1/3 των συμμετεχόντων ασθενών επίσης χαρακτηρίζει την ένταση του
πόνου ανυπόφορη. Τα ευρήματα αυτά καθιστούν σαφή τη συσχέτιση του χρόνιου πόνου
και των επιπτώσεών του με χαρακτηριστικά γνωρίσματα των αγχωδών διαταραχών,
όπως η κατάθλιψη.
Αντιμετώπιση του χρόνιου πόνου
Η κλασική προσέγγιση στην αντιμετώπιση του χρόνιου
πόνου περιλαμβάνει συχνά μια επιθετική πρώτη αντιμετώπιση, με σκοπό την πρόληψη
της ευαισθητοποίησης του ασθενούς και σε μεταγενέστερο στάδιο την πρόληψη της
εξέλιξης του οξέος πόνου σε χρόνιο. Σε αυτό το στάδιο χρησιμοποιείται
φαρμακευτική αγωγή ή/και ψυχολογική ή συμπεριφορική υποστήριξη.
Η φαρμακευτική αγωγή μπορεί να περιλαμβάνει
αναλγητικά, όπως μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, οπιοειδή και
συμπληρωματικά αναλγητικά (αντικαταθλιπτικά, αντισπασμωδικά φάρμακα). Τα
συμπληρωματικά αναλγητικά φάρμακα συνήθως χρησιμοποιούνται σε περιπτώσεις
νευροπαθητικού πόνου.
«Σε περιπτώσεις πιο έντονου ή χρόνιου πόνου, που
δυσχεραίνει τη λειτουργικότητα του ατόμου, χρησιμοποιούνται οπιοειδή αναλγητικά
φάρμακα. Οι ουσίες αυτές προσδένονται σε συγκεκριμένους υποδοχείς του κεντρικού
νευρικού συστήματος. Η επιλογή αυτή, όμως, συχνά έχει παρενέργειες, καθώς
υπάρχει πάντα ο κίνδυνος εθισμού σε αυτά τα φάρμακα και η μετέπειτα υπέρμετρη
χρήση τους», υπογραμμίζει η Ιατρός Λειτουργικής, Προληπτικής και Αναγεννητικής
Ιατρικής.
Με δεδομένο ότι η κακή διατροφή και οι συνακόλουθες
ελλείψεις βιταμινών, μετάλλων και ιχνοστοιχείων αποτελούν μια από τις αιτίες
του πόνου, αλλά και ότι, συχνά, παρατηρούνται ορμονικές διαταραχές σε αυτούς
τους ασθενείς, είναι σαφές ότι απαιτείται μια πιο σύγχρονη θεραπευτική
προσέγγιση του θέματος.
«Συχνά υπάρχουν πολλοί παράγοντες, που πρέπει να
αντιμετωπιστούν, όπως οι διατροφικές ανεπάρκειες, το στρες, η κακή ανοσολογική
λειτουργία και η ορμονική ανισορροπία. Γι’ αυτό υπάρχουν Φυσικές θεραπείες, που
αντιμετωπίζουν τη χρόνια κατάσταση μέσα από την ενίσχυση του ανοσοποιητικού, τη
μείωση των φλεγμονών και τη διόρθωση σε ελλείψεις θρεπτικών ουσιών, που μπορεί
να επιδεινώσουν την κατάσταση. Οι πιθανές φυσικές θεραπείες εξαρτώνται από τις
εκάστοτε ατομικές ανάγκες», σύμφωνα με την ειδικό.
Η στοχευμένη διόρθωση των ορμονικών και των
μεταβολικών διαταραχών μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό εργαλείο στη φυσική
αντιμετώπιση του χρόνιου πόνου. Με την κατανόηση των αιτίων σε κυτταρικό και σε
μοριακό επίπεδο, μέσω εξειδικευμένων διαγνωστικών εξετάσεων, ο ιατρός, μαζί με
τον ασθενή, προβαίνουν σε όλες εκείνες τις ενέργειες, που απαιτούνται, για τη
διόρθωση της αιτίας της νόσου.