Περισσότερα από ένα στα δέκα νέα κρούσματα καρκίνου
καταγράφονται σε άτομα αναπαραγωγικής ηλικίας (κάτω των 45 ετών), με τις
γυναίκες ασθενείς να είναι διπλάσιες από τους άνδρες.
Ωστόσο σήμερα οι νεαρές
γυναίκες που μαθαίνουν ότι έχουν καρκίνο, έχουν περισσότερες πιθανότητες μακροχρόνιας
επιβίωσης παρά ποτέ και το θέμα της διατήρησης της γονιμότητάς τους τίθεται
ολοένα συχνότερα.
Τα υπάρχοντα στατιστικά δεδομένα δείχνουν ότι
περισσότερο από το 70% των ασθενών με καρκίνο ηλικίας κάτω των 45 ετών θα
ξεπεράσουν το ορόσημο των 5 ετών από τη διάγνωση που σηματοδοτεί την ίαση και
πολλοί ελπίζουν ότι θα μπορέσουν κάποια στιγμή να αποκτήσουν βιολογική
οικογένεια. Ωστόσο οι σωτήριες θεραπείες που αυξάνουν την επιβίωση από τον
καρκίνο, μπορεί να προκαλέσουν άμεση ή πρόωρη υπογονιμότητα στους ασθενείς.
«Μελέτες έχουν δείξει ότι τα ποσοστά εγκυμοσύνης
είναι κατά μέσο όρο 40% χαμηλότερα στις γυναίκες που νικούν τον καρκίνο,
συγκριτικά με τις συνομήλικές τους του γενικού πληθυσμού. Ωστόσο το ποσοστό
αυτό παρουσιάζει διακύμανση αναλόγως με το είδος του καρκίνου», λέει ο
μαιευτήρας-χειρουργός γυναικολόγος Δρ. Ιωάννης Π. Βασιλόπουλος, MD, MSc, ειδικός
στην Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή και ιδρυτικό μέλος του Institute of Life. «Οι
νεαρές γυναίκες που ξεπερνούν, λ.χ., το μελάνωμα ή τον καρκίνο του θυρεοειδούς
έχουν παραπλήσια ποσοστά εγκυμοσύνης με τον γενικό πληθυσμό. Αντιθέτως, όσες
εκδηλώνουν καρκίνο του μαστού έχουν πολύ χαμηλότερα (έως και 70% χαμηλότερα,
σύμφωνα με μερικά δεδομένα)».
Η διακύμανση αυτή αποδίδεται στο είδος της
θεραπείας που εφαρμόζεται σε κάθε μορφή καρκίνου, αλλά και στη λανθασμένη
πεποίθηση ότι μια εγκυμοσύνη μπορεί να οδηγήσει σε υποτροπή του καρκίνου του
μαστού επειδή αυτός συχνά είναι ορμονοεξαρτώμενος, εξηγεί ο ειδικός.
Οι πιθανότητες που έχει μια γυναίκα να εκδηλώσει
υπογονιμότητα εξαιτίας της αντινεοπλασματικής (αντικαρκινικής) θεραπείας στην
οποία θα υποβληθεί εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Σε αυτούς
συμπεριλαμβάνονται το είδος και το στάδιο του καρκίνου από το οποίο πάσχει, η
θεραπεία που πρέπει να κάνει, η ηλικία της και η γονιμότητα που είχε πριν
αρχίσει τη θεραπεία.
«Οι αντινεοπλασματικές θεραπείες μπορεί να
επηρεάσουν τη γονιμότητα, επεμβαίνοντας σε διάφορα βιολογικά συστήματα», εξηγεί
ο Δρ. Βασιλόπουλος. «Οι θεραπείες μπορεί να επηρεάσουν τον νευροενδοκρινή
άξονα, τα ανώριμα και τα αναπτυσσόμενα ωοθυλάκια μέσα στις ωοθήκες, καθώς και
τα όργανα της αναπαραγωγής που είναι καθοριστικά για την ολοκλήρωση μιας
εγκυμοσύνης. Ειδικότερα, μπορεί να επηρεάσουν την ωοθηκική εφεδρεία της
γυναίκας και να προκαλέσουν βλάβες στο σύστημα αναπαραγωγής, με συνέπεια
παρεμπόδιση της εμφύτευσης του γονιμοποιημένου ωαρίου, της ανάπτυξης του εμβρύου
ή/και της ολοκλήρωσης της εγκυμοσύνης».
Τα κορίτσια εφηβικής και προεφηβικής ηλικίας
συνήθως διατρέχουν μικρότερο κίνδυνο υπογονιμότητας απ' ό,τι οι ενήλικες
γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας. Επιπλέον, ο κίνδυνος είναι πιθανότερος με
ορισμένα χημειοθεραπευτικά φάρμακα, καθώς και όταν γίνεται ακτινοθεραπεία στην
περιοχή της πυέλου. Ακόμα και με τις πιο σύγχρονες, στοχευμένες θεραπείες και
με τις ορμονικές θεραπείες μπορεί να υπάρξουν συνέπειες στη γονιμότητα.
Τί επιλογές έχουν όμως οι γυναίκες που μαθαίνουν
ότι έχουν καρκίνο, αλλά επιθυμούν να διατηρήσουν τη γονιμότητά τους; «Την
τελευταία δεκαετία αναπτύχθηκαν αρκετές τεχνικές διατήρησης της γονιμότητας για
τις γυναίκες με καρκίνο», απαντά ο ειδικός. «Ορισμένες από αυτές τις τεχνικές
προέρχονται από τον τομέα της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και άλλες έχουν
αναπτυχθεί ειδικά για τις συγκεκριμένες ασθενείς».
Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες της
Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κλινικής Ογκολογίας (ESMO), η κύρια μέθοδος διατήρησης της
γυναικείας γονιμότητας πριν από τη θεραπεία για καρκίνο είναι η κρυοσυντήρηση
εμβρύων ή ωοκυττάρων (ωαρίων). Η κρυοσυντήρηση εμβρύων είναι κυρίως η μέθοδος
επιλογής για τις ασθενείς με μόνιμους συντρόφους ή οι οποίες επιλέγουν κάποιον
δότη σπέρματος, ενώ η κρυοσυντήρηση ωαρίων είναι πιο κατάλληλη για τις ανήλικες
ασθενείς καθώς και για τις νεαρές γυναίκες που δεν έχουν σύντροφο ή δεν
επιθυμούν να αποκτήσουν μαζί του παιδί.
Και στις δύο περιπτώσεις, γίνεται ορμονική διέγερση
των ωοθηκών και ωοληψία πριν από την έναρξη χημειοθεραπείας. Η διαδικασία αυτή
παλαιότερα μπορούσε να καθυστερήσει την αντινεοπλασματική θεραπεία, αλλά πλέον
ο σύγχρονος τρόπος διέγερσης των ωοθηκών αρχίζει άμεσα μετά το χειρουργείο,
ανεξαρτήτως ημέρας περιόδου.
Επιπλέον, ταυτοχρόνως με τη χρήση των
γοναδοτροφινών γίνεται χορήγηση λετροζόλης, με σκοπό να κρατηθούν χαμηλά τα
επίπεδα οιστρογόνων στο αίμα, ειδικά σε ορμονοεξαρτώμενους όγκους του μαστού.
Σπανιότερα, εναλλακτική λύση μπορεί να είναι η
κρυοσυντήρηση ωοθηκικού ιστού με φτωχότερα όμως αποτελέσματα και πολύ λιγότερες
βιβλιογραφικές μελέτες. Κατά την κρυοσυντήρηση ωοθηκικού ιστού αφαιρείται τμήμα
των ωοθηκών και καταψύχεται, για να μεταμοσχευθεί εκ νέου στο σώμα της ασθενούς
όταν ολοκληρώσει την αντινεοπλασματική θεραπεία της. Αν η γυναίκα πάσχει από
καρκίνο ωοθηκών ή ενεργό λέμφωμα/λευχαιμία, ο ιστός ελέγχεται πρώτα στο
μικροσκόπιο για να εξασφαλιστεί ότι δεν θα φέρει καρκινικά κύτταρα που μπορεί
να εισαχθούν πίσω στο σώμα.
Για τις γυναίκες με καρκίνο που πρόκειται να
υποβληθούν σε ακτινοθεραπεία στην περιοχή της πυέλου, μία άλλη λύση είναι η
μετάθεση των ωοθηκών πριν από την ακτινοβολία. Πρόκειται για μία χειρουργική
τεχνική, κατά την οποία οι ωοθήκες μετατοπίζονται (τοποθετούνται κάτω από το
διάφραγμα). Η επέμβαση γίνεται λαπαροσκοπικά σε ασθενείς που πάσχουν από
ορισμένους καρκίνους (π.χ. λεμφώματα, καρκίνο τραχήλου μήτρας, καρκίνο παχέος
εντέρου κ.λπ.). Στόχος είναι να απομακρυνθούν οι ωοθήκες από το πεδίο της
ακτινοβολίας, για να μην καταστραφούν.
Αντίστοιχα, στις γυναίκες με αρχικού σταδίου
καρκίνο του τραχήλου της μήτρας που πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις (π.χ. όγκος
μεγέθους κάτω από 20 χιλιοστά, σύμφωνα με τις οδηγίες της ESMO), μπορεί να
γίνει ριζική τραχηλεκτομή, δηλαδή να αφαιρεθεί ολόκληρος ο τράχηλος, αλλά όχι η
μήτρα. Με αυτό τον τρόπο, η γυναίκα θα μπορέσει ενδεχομένως στο μέλλον να
μείνει έγκυος.
Τέλος, πριν από την χημειοθεραπεία μπορεί σε
κάποιες ασθενείς να γίνει καταστολή της ωοθηκικής λειτουργίας, με στόχο τη
διατήρηση της ωοθηκικής εφεδρείας. Αυτό επιτυγχάνεται με χορήγηση φαρμάκων
(ανάλογα της GNRH) 1-2 εβδομάδες πριν από την έναρξη της θεραπείας.
«Παρότι ο αριθμός των τεχνικών για διατήρηση της
γυναικείας γονιμότητας έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, πολλές
νεαρές γυναίκες με καρκίνο δεν λαμβάνουν επαρκή πληροφόρηση για τις διαθέσιμες
επιλογές», τονίζει ο Δρ. Βασιλόπουλος. «Ωστόσο αυτό είναι λάθος, διότι για την
πλειονότητα από αυτές ο καρκίνος δεν αποτελεί πλέον επάρατη νόσο και, εκτός από
την αντιμετώπισή του, πρέπει να έχουν και μια καλή ποιότητα ζωής η οποία συχνά
συμπεριλαμβάνει και την απόκτηση παιδιών στο μέλλον».