Φωτογραφία: Joker.jpg
|
Ο Joker είναι μία εξαιρετική
αφορμή για να μιλήσουμε (ξανά) για την αλληλεπίδραση «προσώπου-κοινωνίας» με
φόντο την ψυχική ασθένεια.
Οι σχέσεις είναι που διατηρούν τον πρωταγωνιστή της ταινίας, Άρθουρ Φλεκ, λειτουργικό. Και η εργασία. Το έχει γράψει ξεκάθαρα ο Freud στο έργο του: τα σημαντικότερα στηρίγματα που έχουμε στη ζωή μας είναι η εργασία και οι σχέσεις. Όσο τα έχει αυτά ο Άρθουρ, το παλεύει. Εργάζεται ως κλόουν σε ένα γραφείο, έχει συναδέλφους που σχετίζεται, μένει με τη μητέρα του που τον φροντίζει και τον αγαπά, παίρνει κανονικά τη φαρμακευτική του αγωγή που τον κρατά σταθερό και διεκδικεί μία γνωριμία με μία ανύπαντρη μητέρα που μένει σε διπλανό διαμέρισμα. Ελπίζει και ονειρεύεται και βλέπει τη ζωή με αισιοδοξία. Η ζωή όμως δεν βλέπει τον Άρθουρ με το ίδιο βλέμμα.
Τον υποτιμά, τον εξευτελίζει και τον απομονώνει. Του δείχνει ένα σκληρό πρόσωπο που τον αποσταθεροποιεί. Ο Άρθουρ όμως είναι εκεί: αναρωτιέται γιατί να συμβαίνει αυτό. Αυτό συμβαίνει σε μένα ή ο κόσμος έξω γίνεται περισσότερο τρελός; προσπαθώντας απεγνωσμένα να διαχωρίσει τον εαυτό του και να μην απορροφηθεί από την «τρέλα» του κόσμου. Έχει συνείδηση του τι συμβαίνει, το αναγνωρίζει, το συζητά στις θεραπείες του. Στο τετράδιο που γράφει τις κωμικές σημειώσεις του, γράφει το πιο σοβαρό που νιώθει:
Το χειρότερο που περιμένουν από τους ανθρώπους με ψυχική ασθένεια, είναι να συμπεριφέρονται σαν να μην την έχουν.
Για όσους έχουν βιώσει ψυχική ασθένεια, αυτή η φράση είναι πολύ γνωστή. «Πρέπει» να δείξεις ότι δεν έχεις άγχος, κατάθλιψη, διπολική διαταραχή κτλ για να μπορείς να ανήκεις κάπου, να γίνεσαι δεκτός, να ακολουθείς τις νόρμες της κοινωνίας, μήπως τυχόν και σε απορρίψουν. Και εδώ είναι το παράδοξο: αντί να προσφέρει η κοινωνία ένα χέρι στήριξης και να σε εντάξει προτάσσοντας την ασφάλειά της, σε κάνει να ξεχειλώσεις τον εαυτό σου και να μοιάσεις με αυτήν, την ίδια στιγμή που δεν μπορείς να βρεις τον εαυτό σου. Η αγωνία να γίνεις αποδεκτός από το κοινωνικό σύνολο είναι μία μονομαχία με τον πήχη που κάθε φορά που πας να τον φτάσεις, εκείνος ψηλώνει. Δεν θα τον φτάσεις ποτέ, όχι γιατί δεν είσαι ικανός, αλλά γιατί η κοινωνία φοβάται να σε κάνει να νιώσεις ικανός. Και όταν κουραστείς, γίνεσαι αόρατος.
Ο Laing το έχει γράψει εξαιρετικά:
Αν είμαι διαταραγμένος, μπορεί να είμαι διαταραγμένος από πνευματική, διανοητική, συναισθηματική και φυσική άποψη. Πολλοί νευρολόγοι, άπαξ και ανακαλύψουν κάτι οργανικό, όπως λένε, νομίζουν πως η αποστολή τους εξετελέσθη… Μέχρις ότου οι χημικοί και οι γενετιστές εστιάσουν στο πλαίσιο και συνειδητοποιήσουν ότι υπάρχει μία αμοιβαία εξάρτηση ανάμεσα στη χημεία και την κοινωνική αλληλεπίδραση, δεν θα μπορέσουμε να αναπτύξουμε το θεωρητικό στοχασμό στο αρμόζον επιστημονικό πεδίο (Laing, στο Evans, 1976/1981:18-22)
Ο Άρθουρ καθηλώνεται ταυτόχρονα μπροστά στο άπειρο της ύπαρξης και της ανυπαρξίας. Το δυστοπικό πλαίσιο εισέρχεται μέσα του. Αναρωτιέται αν τον βλέπουν οι άλλοι, αν τους είναι σημαντικός και όταν αντιλαμβάνεται ότι έχει χάσει τη σχέση, αρχίζει και τη φαντάζεται για να κρατηθεί στη ζωή. Οι φανταστικοί φίλοι των παιδιών, εξελίσσονται σε φανταστικές σχέσεις ενηλίκων, γιατί διαφορετικά δεν αντέχεται μία ζωή μοναξιάς.
Απογοητευμένος αλλά με την ελπίδα ακόμη ενσταλαγμένη μέσα του, θέλει να μάθει την αλήθεια για τη ζωή του. Θέλει να ορίσει την ταυτότητά του. Η ζωή του Άρθουρ του αποκαλύπτεται μέσα από μία σειρά ανατρεπτικών γεγονότων για να του δείξει την αφετηρία του. Ρίχτηκε στον κόσμο χωρίς να έχει κανέναν έλεγχο στη ζωή του. Δεν έχει λόγο, δεν έχει επιλογή, είναι «ριγμένος» σε ένα συγκεκριμένο σώμα, μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή, σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο. Δεν μπορεί να ελέγξει την παρουσία των συνθηκών που τον περιβάλλουν. Μπορεί όμως να επιλέξει το νόημα του «ριξίματος» και με τον τρόπο αυτό, εκφράζει τον προσωπικό του τρόπο ύπαρξης-με-το-ρίξιμο.
Ο Άρθουρ χάνει τον εαυτό του και εφευρίσκει μία νέα προσωπικότητα. Αν δεν το κάνει, το βύθισμα είναι σίγουρο και ξέρουμε που οδηγεί. Έχει ακόμη μία σπίθα μέσα του που καίει και του λέει να μην τα παρατήσει. Δημιουργεί τον Joker. Με νέο ντύσιμο και νέο πρόσωπο για να μπορέσει να αντέξει την απόρριψη και τη μοναξιά και να σχετιστεί με τον κόσμο. Το καταφέρνει μόλις βλέπει ότι αυτό που νιώθει για τον κόσμο, αρχίζει να έχει ανταπόκριση. Τότε νιώθει ότι γίνεται ορατός και έχει νόημα η ύπαρξή του. Στην προσπάθειά του να δώσει το μήνυμα στον κόσμο, χάνει τον έλεγχο.
Η δημιουργία πολλαπλών προσωπικοτήτων είναι ένα μία διαταραχή που έχουμε συναντήσει στη βιβλιογραφία. Η διάσχιση ταυτότητας, όπως έχει ονομαστεί πρόσφατα, σχετίζεται με την παιδική ηλικία ανθρώπων, όπως ο Άρθουρ: ένα βίαιο οικογενειακό περιβάλλον. Μία βίαιη παιδική ζωή, που σμίλευσε τον εγκέφαλό του σε τέτοιο βαθμό που καθορίζει την ενήλική ζωή και τον φέρνει σε αδιέξοδα. Όλα αυτά που γράφονται, διδάσκονται και λέγονται από τους ψυχολόγους, διαβάζονται από εκατομμύρια κόσμο και (ελπίζω να) εφαρμόζονται, είναι μια τρομακτική αφετηρία για να ζήσει κανείς. Πιθανόν η γένεση μίας δεύτερης ταυτότητας, να οφείλεται στην προσπάθεια του παιδιού να αντιμετωπίσει και να ικανοποιήσει τις γονικές απαιτήσεις αλλά και να προστατευτεί από τη συμπεριφορά των γονέων.
Ο Άρθουρ, μέσα στη μαυρίλα της παιδικής ηλικίας, άκουγε μόνο τη φωνή της μητέρας του να τον αποκαλεί «Χαρά μου» και να του υπενθυμίζει να χαμογελά. Αυτό ορκίστηκε να κάνει και αυτό έκανε. Γελούσε τόσο πολύ, τόσο συχνά που όχι μόνο το ακολούθησε ως επάγγελμα αλλά το έκανε χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του, σε τέτοιο βαθμό που τελικά έγινε παθολογικό, μην μπορώντας να διαχωρίσει το κλάμα από το γέλιο. Και να ήθελε να κλάψει, έπρεπε τελικά να γελάσει, παρουσιάζοντας ένα πρόσωπο και έναν ήχο γέλιου που αντί να προκαλεί ευφορία, τρομάζει. Πρώτα από όλα τον ίδιο. Μέχρι να το αποδεχθεί.
Μόλις το αποδέχεται, το καλοσωρίζει. Το κοιτάζει στον καθρέφτη και το θαυμάζει. Λατρεύει κάθε του γωνία, κάθε του χρώμα, κάθε του γκριμάτσα. Το μόνιμα καρφωμένο χαμόγελο στο πρόσωπό του, είναι εκεί για να του λέει ότι έχει πετύχει αυτό που του έλεγε η μητέρα του. Πάντα να χαμογελάς. Χορεύει μαζί του και το απολαμβάνει, δεν έχει ανάγκη κανέναν. Έχει βρει τον εαυτό του. Το τραγούδι που ακούγεται είναι αυτό που έχει σχετιστεί με τα όνειρά του: That’s life…! Ο Joker δεν ενδιαφέρεται για την αποδοχή της ζωής, αλλά για τη ζωή μετά την αποδοχή.
Η ταινία Joker είναι ωμή, σκληρή, αληθινή και ξεβολεύει γιατί μιλά για την ψυχική ασθένεια με τρόπο που σπάνια βλέπουμε στον κινηματογράφο. Τη φέρνει τόσο κοντά στο μυαλό σου, φεύγοντας από την αίθουσα προβολής, όσο κοντινά είναι και τα πλάνα στο εκφραστικό πρόσωπο του Joaquin Phoenix που αποτυπώνουν την ψυχική ασθένεια. Εκεί είναι που γίνεται κατανοητό ότι παρά τη σκληρότητα που απορρέει από τον Joker, που σε καμία περίπτωση δε δικαιολογείται και δε γίνεται αποδεκτή, δημιουργείται η αίσθηση της συμπόνοιας και της κατανόησης για τους ευάλωτους συνανθρώπους μας. Και αυτό είναι αρκετό για να χτίσει τα θεμέλια της σχέσης. Είναι ώρα να απλώσουμε το χέρι μας προς εκείνους που μας έχουν ανάγκη.
Eπισκεθείτε τη σελίδα του Ψυχολόγου Χάρη Πίσχου στo Ψυχολογικό Θεραπευτικό Κέντρο Συναίσθηση και συνδεθείτε μαζί του στο Facebook.
Πηγή: PsychologyNow.gr