Τώρα το φθινόπωρο, μην ξεχάσετε να ελέγξετε το
σκυλάκι σας για τη λεϊσμανίαση (κάλα-αζαρ). Η λεϊσμανίαση των σκύλων είναι μια
παρασιτική νόσος που προκαλείται από το πρωτόζωο Leishmania infantum το οποίο
μεταδίδεται σε αυτούς με το τσίμπημα μολυσμένης θηλυκής φλεβοτόμου σκνίπας, η
δραστηριότητα της οποίας είναι υψηλή τους θερμούς μήνες του χρόνου.
Αν μολυνθεί ο σκύλος από το υπαίτιο παράσιτο,
μπορεί να παραμείνει για αρκετό καιρό ασυμπτωματικός φορέας της νόσου. Αν όμως
εκδηλώσει κλινικά συμπτώματα, η νόσος μπορεί να είναι γενικευμένη και δυνητικά
θανατηφόρος. Γι' αυτό τον λόγο είναι απαραίτητο κάθε φθινόπωρο, όταν η
θερμοκρασία αρχίζει να πέφτει, να ελέγχονται προληπτικά όλα τα σκυλιά.
Η λεϊσμανίαση (ή λεϊσμανίωση) είναι πολύ
συνηθισμένη στους σκύλους στη χώρα μας, τόσο τους οικόσιτους όσο και τους
αδέσποτους. Επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Κρήτης δημοσίευσαν το 2013 μεγάλη
μελέτη σε όλη τη χώρα, που αποκάλυψε ότι κατά μέσον όρο το 22,1% των σκύλων
είναι φορείς του υπαίτιου παρασίτου.
Όπως είχαν γράψει οι ερευνητές στο επιστημονικό
περιοδικό American Journal of Tropical Medicine and Hygiene, εξέτασαν την
περίοδο 2005-2010 περισσότερους από 5.700 σκύλους απ' όλους τους νομούς της
χώρας. Σχεδόν 3.500 από αυτούς ήταν κατοικίδια ζώα και οι υπόλοιποι αδέσποτα.
Όπως έδειξαν οι εξετάσεις, το 18,7% των κατοικίδιων
και το 27,3% των αδέσποτων ήταν φορείς του παρασίτου που προκαλεί το καλαζάρ.
Το ποσοστό των θετικών δειγμάτων παρουσίαζε διακύμανση από νομό σε νομό και σε
μερικούς έφτασε το 50%. Από τα μολυσμένα ζώα (ήταν 1.275), τα 95 δεν είχαν
συμπτώματα λεϊσμανίασης.
«Η λεϊσμανίαση των σκύλων είναι πολύ συνηθισμένη
και συνεχώς βλέπουμε κρούσματα, ειδικά στις μεγαλόσωμες φυλές όπως οι
γερμανικοί ποιμενικοί, τα ρότβαϊλερ και τα μπόξερ», λέει η κτηνίατρος Μαρία I.
Σοφιανού. «Ωστόσο καμία ράτσα σκύλων δεν έχει ανοσία στη λεϊσμανίαση. Όπου
υπάρχουν φλεβοτόμες σκνίπες υπάρχει
περίπτωση να είναι μολυσμένες με το παράσιτο και αν τσιμπήσουν τον σκύλο μπορεί
να τον μολύνουν. Στα περισσότερα σπίτια υπάρχουν σκνίπες και κουνούπια, ακόμα
και στα μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Αθήνα».
Ο κίνδυνος να μολυνθεί ο σκύλος από τη λεϊσμανίαση
είναι μεγαλύτερος από τον Μάιο έως το Νοέμβριο, αν κάνει ακόμα ζέστη. Πιο
επιρρεπείς είναι οι σκύλοι που διαβιούν σε εξωτερικούς χώρους, ειδικά κατά τις
νυχτερινές ώρες κατά τις οποίες είναι πιο έντονη η δραστηριότητα της σκνίπας.
Συμπτώματα
Η λεϊσμανίαση (ή λεϊσμανίωση) των σκύλων στη χρόνια μορφή της εμφανίζει μεγάλη ποικιλία κλινικών
συμπτωμάτων, τα περισσότερα εκ των οποίων δεν είναι ειδικά της νόσου και πολλές
φορές δεν γίνονται εύκολα αντιληπτά από τους κηδεμόνες των σκύλων. Τα
συμπτώματα συνήθως ποικίλουν ανάλογα με το όργανο το οποίο προσβάλλεται και
εμφανίζονται σε διάφορους συνδυασμούς. Τα κυριότερα από αυτά είναι η ανορεξία,
η σταδιακή απώλεια βάρους, η κατάπτωση, η εύκολη κόπωση και δερματικές αλλοιώσεις.
Οι δερματικές αλλοιώσεις που παρατηρούνται συνήθως
είναι η ξηρότητα του δέρματος και του τριχώματος, καθώς και οι φολίδες στο
κεφάλι (κυρίως γύρω από τα μάτια αλλά και στη μουσούδα), στην ράχη και μερικές
φορές σε όλο το σώμα. Στο περίπου 40% των περιπτώσεων το ζώο παρουσιάζει πληγές
(έλκη) στο πτερύγιο του αυτιού, γύρω από τη μύτη ή το στόμα, στα πέλματα και
στους αγκώνες. Μπορεί επίσης τα νύχια του να παρουσιάσουν κάμψη προς τα μέσα
και να γίνουν γαμψά (η κατάσταση αυτή λέγεται ονυχογρύπωση και ουσιαστικά είναι
ανώμαλη ανάπτυξη των νυχιών).
Ο σκύλος μπορεί επίσης να παρουσιάσει διόγκωση του
σπλήνα (σπληνομεγαλία) και ενός ή περισσότερων λεμφαδένων (λεμφαδενομεγαλία).
Μικρό ποσοστό ζώων παρουσιάζουν οφθαλμικά συμπτώματα (επιπεφυκίτιδα,
πανοφθαλμίτιδα)
Άλλα πιθανά συμπτώματα της λεϊσμανίασης είναι η
αιμορραγία από το ένα ρουθούνι και η αστάθεια σε ένα ή περισσότερα πόδια, εξαιτίας
της εμφάνισης πολυαρθρίτιδας. Μπορεί επίσης να παρατηρηθούν συμπτώματα στο
έντερο (π.χ. χρόνια κολίτιδα), στο ήπαρ (χρόνια ηπατίτιδα) ή ακόμα και φλεγμονή
στο τοίχωμα της καρδιάς (το μυοκάρδιο).
Τέλος πολύ συχνά και ιδιαίτερα επικίνδυνα είναι τα
συμπτώματα που σχετίζονται με την προσβολή των νεφρών (π.χ. πολυουρία,
πολυδιψία) καθώς και συμπτώματα που σχετίζονται με την εμφάνιση χρόνιας
νεφρικής ανεπάρκειας.
Πρόληψη και αντιμετώπιση
Για να αντιμετωπιστούν όλ' αυτά τα συμπτώματα
«απαιτείται θεραπεία με ειδικά αντιλεϊσμανιακά φάρμακα καθώς και κατάλληλη
υποστηρικτική αγωγή, αναλόγως, βέβαια, με τη βαρύτητα της νόσου του ζώου», λέει
η κυρία Σοφιανού. «Η αγωγή για τον έλεγχο των συμπτωμάτων της νόσου μπορεί να
κρατήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Απαιτούνται επίσης συχνοί επανέλεγχοι της
κατάστασης του ζώου, πιθανόν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του».
Για όλους τους παραπάνω λόγους, η πρόληψη της
λεϊσμανίασης είναι εξαιρετικά σημαντική. Ακρογωνιαίος λίθος της πρόληψης είναι
η τακτική χρήση εντομοαπωθητικών σκευασμάτων (αμπούλες, περιλαίμια, spray),
κατάλληλων για την απώθηση της σκνίπας.
Τα τελευταία χρόνια, εξάλλου, υπάρχουν εμβόλια για
την πρόληψη της λεϊσμανίασης. Όπως εξηγεί η κυρία Σοφιανού, τα εμβόλια μειώνουν
κατά πολύ τον κίνδυνο εκδήλωσης κλινικής λεϊσμανίασης. «Για να αποκομίσει όμως
το ζώο την καλύτερη δυνατή πρόληψη της νόσου τα εμβόλια θα πρέπει να
συνδυάζονται με τη χρήση εντομοαπωθητικών σκευασμάτων και κάθε φθινόπωρο με τον
απαραίτητο προληπτικό εργαστηριακό έλεγχο», διευκρινίζει. «Ο έλεγχος αυτός
συμπεριλαμβάνει εξέταση αίματος ή κυτταρολογική εξέταση σε λεμφαδένες».
Και καταλήγει: «Η λεϊσμανίαση είναι μία πάρα πολύ
σοβαρή ασθένεια, η οποία όχι μόνο πλήττει την ποιότητα ζωής του σκύλου, αλλά
μπορεί να απειλήσει και τη ζωή του. Είναι πολύ προτιμότερο να την ανακαλύψουμε
πριν εκδηλωθεί, παρά όταν θα έχει εξελιχθεί ή όταν θα έχει γίνει χρόνια
κατάσταση. Δεν πρέπει εξάλλου να ξεχνάμε ότι οι σκνίπες μολύνονται από το
παράσιτο όταν τσιμπήσουν ένα μολυσμένο ζώο (μεταξύ άλλων και σκύλους), καθώς και
ότι στη συνέχεια μπορεί να μεταδώσουν το παράσιτο στον άνθρωπο. Επομένως αυτός
είναι ένας ακόμα λόγος για να λαμβάνονται τα απαιτούμενα μέτρα πρόληψης, δηλαδή
η χρήση εντομοαπωθητικών σκευασμάτων, ο εμβολιασμός και ο προληπτικός
εργαστηριακός έλεγχος κάθε φθινόπωρο».