Την πιθανή συσχέτιση μεταξύ της προστατίτιδας και
καρκίνου του προστάτη υποδηλώνουν στοιχεία μελετών που βλέπουν τα τελευταία
χρόνια το φως της δημοσιότητας. Στην επιστημονική κοινότητα η προστατίτιδα
αναγνωρίζεται ολοένα και περισσότερο ως παράγοντας κινδύνου για την ανάπτυξη
του καρκίνου του προστάτη. Ωστόσο, αρκετές μελέτες έχουν δείξει ότι η φλεγμονή
των ιστών μπορεί να μειώσει την ικανότητα ανίχνευσης του καρκίνου του προστάτη
σε μεταγενέστερες βιοψίες.
Όπως μας εξηγεί ο χειρουργός ουρολόγος Δρ. Νικόλαος
Γ. Κατσένης, περίπου το 20% όλων των καρκίνων που αναπτύσσονται στους ενήλικες
οφείλονται σε χρόνια φλεγμονή και/ή χρόνιες φλεγμονώδεις καταστάσεις που
προκαλούνται από μολυσματικούς ή άλλους περιβαλλοντικούς παράγοντες. Η
προστατίτιδα είναι μια πάθηση που συνδέεται με φλεγμονή του προστάτη ή/και με
νευρική βλάβη. Στο 5-10% των περιπτώσεων η αιτία είναι μόλυνση του
ουροποιητικού, λόγω βακτηρίων που εισέρχονται στον προστάτη (π.χ. μέσω της
σεξουαλικής επαφής). Όποια κι αν είναι η αιτία, ο ασθενής βιώνει πόνο στον
αδένα και την πυελική περιοχή, μεταξύ άλλων συμπτωμάτων του ουροποιητικού
συστήματος.
Περίπου το 6-8% των ανδρών παρουσιάζει συμπτώματα
παρόμοια με την προστατίτιδα και τουλάχιστον για το ένα τρίτο αυτών αποτελεί
σοβαρό θέμα υγείας. Αποτελεί τη συνηθέστερη διάγνωση του ουροποιητικού σε
άνδρες ηλικίας κάτω των 50 ετών και την τρίτη πιο συχνή διάγνωση σε άνδρες άνω
των 50 ετών. Ο αντίκτυπος της πάθησης στην ποιότητα ζωής των ασθενών είναι
σημαντικός, λόγω του συνεχούς χρόνιου πόνου και της επίδρασής του στην
καθημερινότητα.
Η πάθηση κατηγοριοποιείται στην οξεία βακτηριακή
προστατίτιδα, στη χρόνια βακτηριακή προστατίτιδα, στη χρόνια
προστατίτιδα/σύνδρομο χρόνιου πυελικού πόνου (CP/CPPS) που συνήθως είναι μη
βακτηριακής προέλευσης προστατίτιδα και στην ασυμπτωματική φλεγμονώδη
προστατίτιδα. «Η πρώτη σπανίζει, είναι σοβαρή και εύκολη τόσο στη διάγνωση όσο
και στη θεραπεία. Η δεύτερη είναι κάπως δυσκολότερο να διαγνωστεί, αλλά
χαρακτηρίζεται από υποτροπιάζουσες λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος. Και
στους δύο υπότυπους η θεραπεία γίνεται
με αντιβιοτική αγωγή.
Όσον αφορά τον τρίτο υπότυπο της προστατίτιδας, η
διάγνωση γίνεται με τον αποκλεισμό της βακτηριακής λοίμωξης και οποιασδήποτε
άλλης ουρολογικής πάθησης που θα μπορούσε να προκαλέσει πόνο στη πυελική
περιοχή ή τον προστάτη. Ο στόχος της αντιμετώπισής της δεν είναι απαραίτητα η
θεραπεία, αλλά η ανακούφιση από τα συμπτώματα, η αύξηση των δραστηριοτήτων και
η γενική βελτίωση της ποιότητας ζωής.
Η ασυμπτωματική προστατίτιδα διαγιγνώσκεται συνήθως
τυχαία μετά την υποβολή του ασθενή σε εξετάσεις με άλλη αφορμή.
Οι άνδρες με προστατίτιδα φαίνεται να
διαγιγνώσκονται με καρκίνο του προστάτη περισσότερο από τους άνδρες χωρίς την
πάθηση. Μέχρι πρότινος οι επιστήμονες πίστευαν ότι αυξάνει τις πιθανότητες
διάγνωσης καρκίνου του προστάτη, πιθανώς εξαιτίας της ανησυχίας για τα
συμπτώματα που οδηγούν σε εστιασμένες εξετάσεις, περιλαμβανομένης της βιοψίας
προστάτη.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον Δρ. Κατσένη, υπάρχουν πολλές
μελέτες που επισημαίνουν τον αυξημένο κίνδυνο για εμφάνιση καρκίνου του
προστάτη. Μεταξύ αυτών, μια μετα-ανάλυση 20 μελετών κατέδειξε ότι υπάρχει
σημαντική θετική συσχέτιση μεταξύ προστατίτιδας και καρκίνου του προστάτη. Στο
ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και μια δεύτερη. Οι ερευνητές ανέφεραν ότι η
προστατίτιδα σχετίζεται με σημαντική αύξηση του κινδύνου για καρκίνο του
προστάτη, οπότε θα πρέπει να ενθαρρύνονται οι ασθενείς να αναζητούν θεραπεία
για την προστατίτιδα ώστε να μειώνουν τον κίνδυνο για εμφάνιση καρκίνου του
προστάτη.
«Υπάρχει η υπόθεση ότι η επίμονη φλεγμονή συμβάλλει
στον διαχωρισμό του επιθηλίου του προστάτη και στην πρόοδο από την προστατική
ενδοεπιθηλιακή νεοπλασία στον επιθετικό καρκίνο», επισημαίνει ο Δρ. Κατσένης.
Για τους καρκινοπαθείς, η διάγνωση προστατίτιδας θα
πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με τον τρόπο θεραπείας
του καρκίνου του προστάτη, καθώς η ακτινοθεραπεία μπορεί να επιδεινώσει
σημαντικά τον πόνο και τα συμπτώματα του ουροποιητικού συστήματος, ενώ είναι
γεγονός ότι ο πυελικός πόνος μπορεί να επιμείνει ακόμα και μετά από την υποβολή
του ασθενή σε ριζική προστατεκτομή. Η ορμονοθεραπεία δεν έχει καμία επίδραση,
σε ορισμένους όμως ασθενείς βελτιώνει τα συμπτώματα της προστατίτιδας.
Οι άνδρες χωρίς ιστορικό προστατίτιδας μπορούν να
αναπτύξουν την πάθηση μετά από ακτινοθεραπείες και να αντιμετωπίσουν συμπτώματα
όπως είναι ο πόνος στην περιοχή του προστάτη, της πυέλου και/ή της ουροδόχου
κύστης, η φτωχή, διακεκομμένη, αποφρακτική ροή ούρων, η αίσθηση καύσου κατά την
ούρηση και ο πόνος κατά την εκσπερμάτιση. Σε σοβαρά περιστατικά μπορεί να έχουν
ανεπαρκή κένωση της ουροδόχου κύστης, φλεγμονή του αυχένα της ουροδόχου κύστης
και του προστάτη. Η κατάσταση αυτή μπορεί να διαρκέσει μερικούς μήνες, τα
σοβαρά όμως συμπτώματα μπορεί να καταστήσουν την πάθηση χρόνια. Τα αντιβιοτικά
σπάνια βοηθούν.
«Μπορεί η ύπαρξη προστατίτιδας να μην είναι τόσο
σημαντική όσο ο καρκίνος του προστάτη, ωστόσο μπορεί να επηρεάσει την πορεία
της κακοήθειας, και να αλλάξει σημαντικά τη ζωή του ασθενή. Η θεραπεία των
συμπτωμάτων της προστατίτιδας σε άνδρες με καρκίνο του προστάτη μπορεί να είναι
δύσκολη και συνήθως λειτουργεί υποστηρικτικά. Ωστόσο, η διαχείρισή της είναι
ευεργετική για τη βελτίωση των συμπτωμάτων όταν έχει τεθεί η σωστή διάγνωση»,
καταλήγει ο Δρ. Νικόλαος Κατσένης.