Πολλοί
άνθρωποι αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα στην ποιότητα της ζωής τους
επειδή ιδρώνουν υπερβολικά πολύ, εξαιτίας μιας διαταραχής που λέγεται
υπεριδρωσία. Παρότι, όμως, υπάρχουν αποτελεσματικές θεραπείες γι' αυτήν, πολλοί
από τους πάσχοντες καθυστερούν επί 10 χρόνια ή περισσότερο να απευθυνθούν σε
δερματολόγο ιατρό, αναφέρει η Αμερικανική Ακαδημία Δερματολογίας (AAD).
Σε ανακοίνωση που εξέδωσε η AAD, προσθέτει ότι οι
άνθρωποι αυτοί δεν συνειδητοποιούν ότι η έντονη εφίδρωσή τους είναι ιατρική
διαταραχή η οποία μπορεί να αντιμετωπιστεί. «Βέβαια», σπεύδει να διευκρινίσει,
«δεν πάσχει υποχρεωτικά από υπεριδρωσία ένας άνθρωπος που ιδρώνει ακατάσχετα
όταν κάνει γυμναστική ή όταν κάθεται σε υπαίθριο χώρο μια πολύ ζεστή μέρα του
καλοκαιριού. Αν όμως ιδρώνει υπερβολικά χωρίς να κινείται και χωρίς να
βρίσκεται σε θερμό περιβάλλον, τότε μπορεί να πάσχει από αυτήν».
Υπολογίζεται ότι η υπεριδρωσία προσβάλλει το 2-3%
του γενικού πληθυσμού. Εκδηλώνεται σε ενήλικες και παιδιά και χαρακτηρίζεται
από υπερπαραγωγή ιδρώτα σε συγκεκριμένα σημεία του σώματος, κυρίως στις
μασχάλες, τις παλάμες, τα πέλματα ή στο κεφάλι. Οι πάσχοντες από υπεριδρωσία
συχνά «στάζουν» από τον ιδρώτα σε ένα ή δύο σημεία, αλλά το υπόλοιπο σώμα είναι
στεγνό.
Η κατάσταση τυπικά αρχίζει πριν από την ηλικία των
25 ετών (συχνά στην παιδική ή εφηβική ηλικία) και εκδηλώνεται με τουλάχιστον
ένα επεισόδιο έντονης εφίδρωσης την εβδομάδα. Ωστόσο συνήθως δεν προκαλεί
εφίδρωση τη νύχτα.
Σύμφωνα με την AAD, η κατάσταση προκαλεί πολλά
προβλήματα στην καθημερινότητα των πασχόντων. Στα παιδιά, π.χ., μπορεί να
προκαλέσει σοβαρή διαταραχή της κοινωνικής ζωής, αφού συχνά δεν μπορούν ούτε τα
μολύβια τους να κρατήσουν (γλιστράνε από τα ιδρωμένα χέρια τους), με συνέπεια
πολλά να αρνούνται να πάνε στο σχολείο.
Αντίστοιχα στους ενήλικες η υπεριδρωσία μπορεί να
επηρεάσει αρνητικά την προσωπική, την επαγγελματική και την κοινωνική ζωή,
καθώς και απλούστερα πράγματα όπως η επιλογή ρούχων (ένα από τα χαρακτηριστικά
της είναι η δημιουργία λεκέδων ιδρώτα σε συγκεκριμένες θέσεις των ρούχων, π.χ.
στις μασχάλες).
Επειδή εξάλλου το δέρμα είναι συχνά υγρό, υπάρχει
αυξημένος κίνδυνος λοιμώξεων.
Όπως εξηγεί ο Δρ. Μάρκος Μιχελάκης,
Δερματολόγος-Αφροδισιολόγος (Αισθητική Δερματολογία-Δερματοχειρουργική), η
υπεριδρωσία είναι ουσιαστικά η παραγωγή ιδρώτα όταν ο οργανισμός δεν έχει
ανάγκη από δρόσισμα.
«Φυσιολογικά, το σώμα παράγει ιδρώτα για να
ρυθμίσει την εσωτερική θερμοκρασία του και να αποφύγει την υπερθέρμανση», λέει.
«Η εφίδρωση είναι δηλαδή ένας ρυθμιστικός μηχανισμός που μας επιτρέπει να
προσαρμοζόμαστε στις περιβαλλοντικές συνθήκες. Στους πάσχοντες από υπεριδρωσία,
όμως, η παραγωγή του ιδρώτα είναι τουλάχιστον τετραπλάσια από το φυσιολογικό
και εκδηλώνεται ακόμα και όταν δεν υπάρχει ανάγκη ρύθμισης της σωματικής
θερμοκρασίας».
Η ακριβής αιτία της διαταραχής παραμένει άγνωστη,
αλλά οι γιατροί πιστεύουν πως σχετίζεται με υπερδραστηριότητα ορισμένων νεύρων
τα οποία δίνουν μήνυμα στο σώμα πως πρέπει να αυξήσει την εφίδρωση για να
ρυθμίσει τη θερμοκρασία του.
Υπάρχουν ορισμένοι παράγοντες που αυξάνουν τον
κίνδυνο να εκδηλωθεί υπεριδρωσία. Οι παράγοντες αυτοί είναι το οικογενειακό
ιστορικό της διαταραχής, ορισμένες παθήσεις ή καταστάσεις που αυξάνουν την
παραγωγή ιδρώτα και η λήψη ορισμένων φαρμάκων.
Στις καταστάσεις που μπορεί να προκαλέσουν αύξηση
της εφίδρωσης συμπεριλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, ο σακχαρώδης διαβήτης, ο
υπερθυρεοειδισμός, η παχυσαρκία, η ουρική αρθρίτιδα, η εμμηνόπαυση, αλλά ακόμα
και ένας όγκος ή η δηλητηρίαση από υδράργυρο.
Στα φάρμακα που μπορεί να προκαλέσουν υπεριδρωσία
συμπεριλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, ορισμένα αντικαταθλιπτικά και ορισμένα
φάρμακα για τη νόσο Αλτσχάιμερ, το γλαύκωμα και την υπέρταση.
Οι θεραπείες
Τα καλά νέα είναι ότι υπάρχουν αρκετές θεραπείες
που μπορεί να βοηθήσουν τους ασθενείς. «Κανένας πάσχων δεν πρέπει να
βασανίζεται αβοήθητος», τονίζει ο κ. Μιχελάκης. «Υπάρχουν τρόποι αυτοβοήθειας,
αλλά και ιατρικές θεραπείες που μπορεί να αμβλύνουν το πρόβλημα. Οι θεραπείες
που έχουμε στα χέρια μας μπορεί να μην είναι τέλειες, αλλά πολλές μπορεί να
βελτιώσουν σημαντικά την ποιότητα ζωής των ασθενών».
Η πρώτη θεραπεία που μπορεί να προτείνει ο
δερματολόγος ιατρός είναι προϊόντα που μειώνουν την παραγωγή ιδρώτα
(ανθιδρωτικά ή αντιιδρωτικά). Τα προϊόντα αυτά εφαρμόζονται τη νύχτα και μπορεί
να είναι ειδικά, ισχυρά σκευάσματα που χορηγούνται με ιατρική συνταγή. «Τα
προϊόντα αυτά αλείφονται στο δέρμα και καθώς ο πάσχων ιδρώνει, εισέρχονται
στους ιδρωτοποιούς αδένες και τους αποφράσσουν», εξηγεί ο κ. Μιχελάκης. «Όταν ο
εγκέφαλος αντιληφθεί την απόφραξη, μπορεί να δώσει μήνυμα στο σώμα να μειώσει
την παραγωγή ιδρώτα».
Μία άλλη θεραπευτική επιλογή είναι οι εγχύσεις
αλλαντοτοξίνης (μπότοξ) στις περιοχές που υπάρχει πρόβλημα. Οι εγχύσεις
δεσμεύουν προσωρινά μία χημική ουσία η οποία διεγείρει τους ιδρωτοποιούς
αδένες. Οι περισσότεροι ασθενείς βλέπουν μείωση της εφίδρωσής τους 4-5 ημέρες
μετά τις εγχύσεις. Η μειωμένη εφίδρωση συνήθως διαρκεί 4-6 μήνες, μερικές φορές
περισσότερο. Ύστερα απαιτείται επανάληψη της θεραπείας.
Για την υπεριδρωσία στα χέρια και στα πόδια μία
άλλη επιλογή είναι η ιοντοφόρεση, κατά την οποία βυθίζει ο πάσχων τα χέρια ή τα
πόδια του σε δοχείο με νερό και εκτίθεται σε χαμηλής έντασης ρεύμα για να
αδρανοποιηθεί προσωρινά η λειτουργία των ιδρωτοποιών αδένων. Οι περισσότεροι
ασθενείς χρειάζονται 6-10 θεραπείες για να επιτευχθεί αυτό. Οι θεραπείες, που
συνήθως διαρκούν περίπου 20 λεπτά, στην αρχή γίνονται 2-3 φορές την εβδομάδα.
Όταν αδρανοποιηθούν οι αδένες, απαιτείται επανάληψη μία-δύο φορές το μήνα. Η
μέθοδος αυτή είναι καλά ανεκτή, με λίγες παρενέργειες και είναι κατάλληλη για
τα παιδιά, σύμφωνα με την AAD. Μερικές συσκευές ιοντοφόρεσης διαθέτουν
ηλεκτρόδιο κατάλληλο για χρήση στις μασχάλες.
Στους ασθενείς μπορεί επίσης να χορηγηθούν ορισμένα
φάρμακα που λέγονται αντιχολινεργικά και τα οποία εμποδίζουν την εφίδρωση
ολόκληρου του οργανισμού. Η χρήση τους πρέπει να γίνεται με μεγάλη προσοχή. Δεν
ενδείκνυνται για αθλητές, εργαζόμενους σε θερμούς χώρους και σε όσους ζουν σε
θερμές περιοχές. Επιπλέον, μπορεί να έχουν ανεπιθύμητες ενέργειες όπως
ξηροστομία, δυσκοιλιότητα και κατακράτηση ούρων.
Η θερμόλυση με μικροκύματα είναι μία άλλη πιθανή
θεραπεία. Χρησιμοποιεί ηλεκτρομαγνητική ενέργεια για να σταματήσει τη δράση των
ιδρωτοποιών αδένων και είναι εγκεκριμένη από την αρμόδια αμερικανική Αρχή (το
FDA), σύμφωνα με την AAD.
Εάν οι παραπάνω θεραπείες δεν αποδώσουν, τελευταία
λύση είναι η χειρουργική παρέμβαση που μπορεί να γίνει με λέιζερ ή με ανοικτή
εγχείρηση για να αφαιρεθούν οι ιδρωτοποιοί αδένες.
«Σίγουρα η επιλογή της κατάλληλης θεραπείας πρέπει
να γίνει ανάλογα με τις συνθήκες και την ένταση του προβλήματος. Οι πιθανές
επιλογές είναι πολλές και κάποιες μπορούν να βελτιώσουν την καθημερινότητα και
την ποιότητα ζωής των πασχόντων», τονίζει ο κ. Μιχελάκης. «Αν κάποια δεν
αποδώσει, μπορούμε να δοκιμάσουμε την επόμενη. Αλλά αυτό προϋποθέτει να
συμβουλευθεί ο ασθενής τον γιατρό ώστε να βρεθεί η κατάλληλη γι' αυτόν
θεραπεία».